Κάποιο βράδυ είχα πει πως ήθελα να γυρίσω όλο τον κόσμο και ακόμα πιο πολλά το σκεφτόμουν.
Και η ανάσα του ταξιδιού γυρνούσε στο μαξιλάρι μου.
Και η ανάγκη για κάτι καινούριο μου σιγοτραγουδούσε στο αυτί.
Και η επιθυμία ενός πνεύματος ελεύθερου έφτασε ως τα άκρα της γης και ακόμα παραπέρα.
Αλλά ποτέ δεν βρήκε σπίτι.
Δεν ένιωσε ποτέ την ασφάλεια να τυλίγει την καρδιά του.
Δεν ένιωσε το χάδι της σιγουριάς να αγγίζει την ψυχή.
Κάθε μοναξιά ερχόταν σαν κύμα μέχρι που μαζεύτηκαν όλες και έγιναν μια απέραντη θάλασσα.
Και η σανίδα της σωτηρίας χάθηκε σε ένα μεγάλο κύμα.
Και τότε δεν έμεινε τίποτα.
Ούτε ψήγμα απάγγειου.
Ούτε κομμάτι κλαδιού.
Και η ψυχή μόνη χάθηκε μες στα νερά.
Και τίποτα δεν έδειχνε την σωτηρία.
Μόνο που στην απέραντη θάλασσα ξεμύτισε ένα κομμάτι γης.
Ναυάγησε σε ένα νησί ξεγραμμένο από το χάρτη.
Ναυάγησε σε μια στεριά με καταπράσινα δέντρα και πηγές με κρυστάλλινα νερά.
Κάθε μυρωδιά από τα φρούτα έδινε την εντύπωση του παραδείσου.
Κάθε πουλί που κελαηδούσε έλιωνε τον πάγο της κακοτυχίας με κάθε νότα του.
Σκαρφάλωσα στο πιο ψηλό βουνό και αγνάντεψα την θάλασσα.
Κύματα τεράστια.
Βάσανα ως εκεί που φτάνει το μάτι.
Κάθε φορά που χτυπούσαν στα βράχια έπαιρναν ενα κομμάτι μου.
Έβρεχαν τα πόδια μου με το αλμυρό τους νερό.
Αλλά συνέχισα να στέκομαι όρθια.
Έμεινα εκεί να χαζεύω το ηλιοβασίλεμα.
Πιο όμορφη εικόνα στη ζωή μου δεν είχα ξαναδεί.
Το γλυκό πορτοκαλοκόκκινο χρώμα του δειλινού χάιδευε το πρόσωπό μου.
Και ο ήλιος βυθιζόταν στην αγκαλιά της θάλασσας.
Φοβήθηκα μήπως η φωτιά του σβήσει όταν ακούμπησε τα νερά της.
Σχεδόν περίμενα να δω τον καπνό της φλόγας που πέφτει στο νερό.
Δεν έσβησε όμως.
Συνέχισε να βυθίζεται μέχρι που έμεινε η γλυκιά ανάμνηση του.
Και απέμεινα να κοιτάω τα ροζ χρώματα καθώς το σούρουπο με αγκάλιαζε.
Και δεν φοβόμουν πια.
Γιατί ήξερα ότι την επόμενη μέρα θα ξανανατείλει και θα με ζεστάνει με το χαμόγελό του.
Ακόμα και αν έχει σύννεφα ξέρω ότι θα είναι πάντα εκεί πίσω.
Και ούτε και φοβήθηκα το σκοτάδι.
Γιατί κρύβει και αυτό την ομορφιά.
Και όταν εξαφανίστηκε και το τελευταίο φωτεινό λουλούδι η νύχτα αγκάλιασε τον ορίζοντα.
Μα το σκοτάδι δεν κράτησε πολύ.
Το φως του ήλιου που μόλις έφυγε αντανακλάστηκε στο σώμα του φεγγαριού.
Και σαν δεύτερος ήλιος τε φεγγάρι ανέτειλε.
Και απέμεινα πάλι να κοιτάζω τον ουρανό σα μαγεμένη.
Γιατί δεν έχω δει τέτοια ομορφιά μαζεμένη.
Γιατί δεν υπάρχει εικόνα που να συγκρίνεται με τις εναλλαγές του ορίζοντα.
Ο έναστρος ουρανός με έκανε να χαθώ.
Προσπάθησα να βρω κάθε αστέρι σε κάθε γωνιά όπου και αν κρυβόταν.
Αλλά ήταν τόσα πολλά που μια νύχτα δεν μου έφτανε να τα μετρήσω όλα.
Για αυτό και αποφάσισα απλώς να τα κοιτάξω.
Και τότε κατάλαβα ότι σε όποια γωνιά του κόσμου και να τρέξω, θα βρίσκομαι πάντα κάτω από τον ίδιο ουρανό.
Η πιο όμορφη εικόνα που αντίκρυσα ποτέ θα είναι παντού η ίδια.
Και αυτό θα είναι το σπίτι μου.
Εκεί πάνω θα χάνεται η ψυχή μου.
Στο ξημέρωμα και στο ηλιοβασίλεμα.
Πάντα θα πλανιέται στον ουρανό και στη γη θα γυρίζει σε όλες τις ενδιάμεσες στιγμές.
Το κομμάτι της γης δεν είναι στην πραγματικότητα αυτό που έχει σημασία.
Απλά μου δίνει ώθηση για να πετάξω ψηλά.
Αυτό που πραγματικά έχει σημασία είναι να αγναντεύω πάντα τον ίδιο ουρανό.
Να γυρίζω το βλέμμα και να βλέπω πάντα τα αστέρια μου εκεί.
Να ακούω τον ήχο της θάλασσας να δέρνεται στα βράχια.
Και να αγναντεύω..
Να ερωτεύομαι κάθε χρωματισμό..
Και να πετάω με τη σκέψη μου..
Και η ανάσα του ταξιδιού γυρνούσε στο μαξιλάρι μου.
Και η ανάγκη για κάτι καινούριο μου σιγοτραγουδούσε στο αυτί.
Και η επιθυμία ενός πνεύματος ελεύθερου έφτασε ως τα άκρα της γης και ακόμα παραπέρα.
Αλλά ποτέ δεν βρήκε σπίτι.
Δεν ένιωσε ποτέ την ασφάλεια να τυλίγει την καρδιά του.
Δεν ένιωσε το χάδι της σιγουριάς να αγγίζει την ψυχή.
Κάθε μοναξιά ερχόταν σαν κύμα μέχρι που μαζεύτηκαν όλες και έγιναν μια απέραντη θάλασσα.
Και η σανίδα της σωτηρίας χάθηκε σε ένα μεγάλο κύμα.
Και τότε δεν έμεινε τίποτα.
Ούτε ψήγμα απάγγειου.
Ούτε κομμάτι κλαδιού.
Και η ψυχή μόνη χάθηκε μες στα νερά.
Και τίποτα δεν έδειχνε την σωτηρία.
Μόνο που στην απέραντη θάλασσα ξεμύτισε ένα κομμάτι γης.
Ναυάγησε σε ένα νησί ξεγραμμένο από το χάρτη.
Ναυάγησε σε μια στεριά με καταπράσινα δέντρα και πηγές με κρυστάλλινα νερά.
Κάθε μυρωδιά από τα φρούτα έδινε την εντύπωση του παραδείσου.
Κάθε πουλί που κελαηδούσε έλιωνε τον πάγο της κακοτυχίας με κάθε νότα του.
Σκαρφάλωσα στο πιο ψηλό βουνό και αγνάντεψα την θάλασσα.
Κύματα τεράστια.
Βάσανα ως εκεί που φτάνει το μάτι.
Κάθε φορά που χτυπούσαν στα βράχια έπαιρναν ενα κομμάτι μου.
Έβρεχαν τα πόδια μου με το αλμυρό τους νερό.
Αλλά συνέχισα να στέκομαι όρθια.
Έμεινα εκεί να χαζεύω το ηλιοβασίλεμα.
Πιο όμορφη εικόνα στη ζωή μου δεν είχα ξαναδεί.
Το γλυκό πορτοκαλοκόκκινο χρώμα του δειλινού χάιδευε το πρόσωπό μου.
Και ο ήλιος βυθιζόταν στην αγκαλιά της θάλασσας.
Φοβήθηκα μήπως η φωτιά του σβήσει όταν ακούμπησε τα νερά της.
Σχεδόν περίμενα να δω τον καπνό της φλόγας που πέφτει στο νερό.
Δεν έσβησε όμως.
Συνέχισε να βυθίζεται μέχρι που έμεινε η γλυκιά ανάμνηση του.
Και απέμεινα να κοιτάω τα ροζ χρώματα καθώς το σούρουπο με αγκάλιαζε.
Και δεν φοβόμουν πια.
Γιατί ήξερα ότι την επόμενη μέρα θα ξανανατείλει και θα με ζεστάνει με το χαμόγελό του.
Ακόμα και αν έχει σύννεφα ξέρω ότι θα είναι πάντα εκεί πίσω.
Και ούτε και φοβήθηκα το σκοτάδι.
Γιατί κρύβει και αυτό την ομορφιά.
Και όταν εξαφανίστηκε και το τελευταίο φωτεινό λουλούδι η νύχτα αγκάλιασε τον ορίζοντα.
Μα το σκοτάδι δεν κράτησε πολύ.
Το φως του ήλιου που μόλις έφυγε αντανακλάστηκε στο σώμα του φεγγαριού.
Και σαν δεύτερος ήλιος τε φεγγάρι ανέτειλε.
Και απέμεινα πάλι να κοιτάζω τον ουρανό σα μαγεμένη.
Γιατί δεν έχω δει τέτοια ομορφιά μαζεμένη.
Γιατί δεν υπάρχει εικόνα που να συγκρίνεται με τις εναλλαγές του ορίζοντα.
Ο έναστρος ουρανός με έκανε να χαθώ.
Προσπάθησα να βρω κάθε αστέρι σε κάθε γωνιά όπου και αν κρυβόταν.
Αλλά ήταν τόσα πολλά που μια νύχτα δεν μου έφτανε να τα μετρήσω όλα.
Για αυτό και αποφάσισα απλώς να τα κοιτάξω.
Και τότε κατάλαβα ότι σε όποια γωνιά του κόσμου και να τρέξω, θα βρίσκομαι πάντα κάτω από τον ίδιο ουρανό.
Η πιο όμορφη εικόνα που αντίκρυσα ποτέ θα είναι παντού η ίδια.
Και αυτό θα είναι το σπίτι μου.
Εκεί πάνω θα χάνεται η ψυχή μου.
Στο ξημέρωμα και στο ηλιοβασίλεμα.
Πάντα θα πλανιέται στον ουρανό και στη γη θα γυρίζει σε όλες τις ενδιάμεσες στιγμές.
Το κομμάτι της γης δεν είναι στην πραγματικότητα αυτό που έχει σημασία.
Απλά μου δίνει ώθηση για να πετάξω ψηλά.
Αυτό που πραγματικά έχει σημασία είναι να αγναντεύω πάντα τον ίδιο ουρανό.
Να γυρίζω το βλέμμα και να βλέπω πάντα τα αστέρια μου εκεί.
Να ακούω τον ήχο της θάλασσας να δέρνεται στα βράχια.
Και να αγναντεύω..
Να ερωτεύομαι κάθε χρωματισμό..
Και να πετάω με τη σκέψη μου..
Και τότε κατάλαβα ότι σε όποια γωνιά του κόσμου και να τρέξω,
θα βρίσκομαι πάντα κάτω από τον ίδιο ουρανό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου