Κυριακή 18 Μαΐου 2014

Η συντροφιά του αηδονιού

Ανήκουστα. 
Ανήκουστα πράγματα αυτά παιδιά μου.
Πού ακούστηκε, μάτια ν' ακουν 
τη μαύρη νύχτα μες στη νυχτιά μου.

Τι θέλει τώρα και αυτός ο χαλασμός. 
Ρημαγμένος, ξεμαλλιασμένος και άλαλος.
Άλλη δουλειά δεν είχε, μια μέρα σαν και τούτη
Πώς του ρθε να γυρνάει, δώθε και εκείθε,
ψάχνοντας ολούθε με τα κλειστά του μάτια 
πόρτες στολισμένες να βρει να χτυπήσει. 

Πού πας λοιπόν ξένε; Και από που έρχεσαι; 
Αν ήξερες και εσύ για που γυρνάς,
θα σταματούσες πια να γυρίζεις;
Ή θα συνέχιζες με τα μάτια σου κλειστά;

Αλλά να. Είναι που πρέπει κάθε βήμα,
να ακολουθήσει το επόμενο με τη σωστή σειρά,
για να φτάσεις στην ώρα σου στο σπίτι. Εκεί 
που ανέκαθεν τα γαρύφαλλα ήταν λευκά και 
κάνανε παρέα με τα γεράνια του κλειστού ουρανού. 

Οι μέρες -να το ξέρεις- είναι νύχτες μεταμφιεσμένες 
που κρύβονται κάτω από το χαλάκι της εξώπορτας. 
Κανείς δεν μπόρεσε ποτέ τη μάσκα τους να βγάλει, 
γι αυτό γυρνούν ακούραστες, σε εξαίσιο καρναβάλι. 

Μην τις ακούς. Μην τους ακούς. Σειρήνες και λιακάδες
Είναι τα μέρη πολύπαθα και τ' οδυρμού οι μανάδες. 
Μόνο στάσου, μια στιγμή τα μάτια σου να ορίσω. 
Προτού σε βρουν. Προτού σου πουν. Τη θωριά σου,
σε τοίχους στεριανούς θέλω να ζωγραφίσω. 

Κι ας σε ψάχνουν. Κι ας σε ζητούν οι άχαροι οι νέοι. 
Η συντροφιά του αηδονιού η φλόγα σου που καίει.
Περιπλανήσου όσο θες, κι εσύ με τη σκιά σου. 
Θα ρθουν και μέρες βροχερές. Μα θα 'χω τη μιλιά σου. 

Έφυγε νύχτα ο γέροντας. Φεύγει, γυρίζει πάλι. 
Μες στις αυλές σαν το παιδί, χτυπά την πέτρα 
που εμάζεψε μια κρύα μέρα απ' το ακρογιάλι. 
Χτυπά να ρθουν οι πειρατές να τον καλωσορίσουν. 
Χτυπά να ρθουν οι εποχές να τον φιλοξενήσουν. 

Μα ο κόσμος είναι άδικος και αρχή του πάντα είναι. 
Να μη γελούν οι αμυγδαλιές. Κι αν θες να δέσεις, λύνε. 
Και τι είναι τούτες οι φωνές, απόκοσμες σαν ήχου ζάρι.
Να είναι ο γέρος που πονά ή με γελούν οι γλάροι;

Εδώ δεν είναι θάλασσα, δεν είναι περιβόλι. 
Είναι φραγμένοι ουρανοί, ψυχής μικρής και ρόλοι.
Σκηνές απέραντες, φτηνές και ήλιος παραπέρα.
Ανήκουστες, άναρθρες κραυγές κι απόψε στον αγέρα.

Εδώ θα ρθει η θύμηση λευκή σαν περιστέρι,
τον κόσμο τον ανήσυχο να πάρει απ' το χέρι.
Εδώ καρδιά, εδώ ψυχή, εδώ και άλλες μοίρες. 
Εδώ στον τοίχο των νερών, ανάβουνε σπινθήρες. 
Και ποιος να πει και ποιος γιατί.Σιωπή και παραζάλη.
Εδώ εγώ, εγώ και εκεί. Τη νύχτα φεύγω πάλι.  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου