Κοντεύει σχεδόν ένας χρόνος από την τελευταία φορά που επισκέφτηκα ένα νησί πετώντας. Ο κλήρος έπεσε σε ένα από τα πολλά όμορφα και μακρινά νησιά μας και έτσι είχα την τιμή να ταξιδέψω για πρώτη φορά στη ζωή μου με ελικοφόρο. Μια απόλυτα περίεργη αίσθηση ταξιδιού, που όταν έφτασα στον προορισμό μου, με έκανε να πω δίχως να σκεφτώ "Ναι είδα τα γύρω νησιά όταν ερχόμουν με το καράβι" και δέκατα του δευτερολέπτου μετά να συνειδητοποιήσω ότι δεν είχα ταξιδέψει με καράβι... Ωραίο το νησί και μαγευτικό όπως και τα περισσότερα άλλωστε. Η αλήθεια είναι ότι πιστή στις τρελές αντιθέσεις της ζωής που με κυνηγούν, έφυγα με πιο πολλές κακές αναμνήσεις από καλές, μα οι διακοπές, όπως και να 'χει, είχαν τελειώσει και έπρεπε να πάρω τον δρόμο του γυρισμού. Για την ακρίβεια έπρεπε να φύγω νωρίτερα από την προκαθορισμένη ώρα που είχα κλείσει το εισιτήριο και ας πούμε ότι το πλήρωσα με τρόπο ώστε στο υπόλοιπο το ταξίδι (έξτρα ώρες με λεωφορείο) να έχω δυνατότητα να αγοράσω κανένα μπουκαλάκι νερό. Δεν ήταν η πρώτη φορά βέβαια που μου συνέβαινε αυτό. Οικονομία στο φαγητό και πάμε. Μουσική να υπάρχει στα αυτιά και είμαστε καλά. Το ταξίδι ωστόσο με ξεπλήρωσε με άλλον τρόπο και ο τρόπος αυτός άξιζε πραγματικά.
Να 'μαι στο αεροδρόμιο και πάλι, να έχω περάσει στην πλευρά των πυλών και να περιμένω το ελικοφόρο που θα με πήγαινε πίσω στη μαμά στεριά. Πήγα στην πύλη που προοριζόταν η άφιξη του μεγάλου σιδερένιου πτηνού, έπιασα μια άβολη θεσούλα και ξεκούρασα το κεφάλι μου στο σίδερο της καρέκλας μήπως και αντέξω την κούραση. Όμως όπως συχνά πυκνά συμβαίνει σε τέτοια ταξίδια άλλαξε η πύλη άφιξης και χρειάστηκε να μετακινηθώ με αργά και βαριεστημένα πηδηματάκια στην νέα πύλη. Δεν ήταν δα και λαβύρινθος. Λίγο πιο πέρα ήταν. Μιας που έκανα την αρχή να σηκωθώ και είχα βαρεθεί ομολογουμένως ακόμα και να κάθομαι, έκοβα βόλτες πάνω κάτω στο αεροδρόμιο μήπως περάσει έτσι πιο γρήγορα η ώρα. Σε μία από αυτές τις βόλτες παρατήρησα ότι στην προηγούμενη αναγγελθείσα πύλη είχαν απομείνει δύο άτομα. Ο ένας εβδομήντα φεύγα χρονών και ο άλλος καμιά δεκαπενταριά χρόνια νεότερος. Είχα ακούσει πριν τον μεγαλύτερο από αυτούς να μιλάει στο τηλέφωνο. Δυνατά και φωναχτά, όπως ακριβώς και οι δικοί μου γονείς φωνάζουν με απόλυτα φυσιολογικό τρόπο στο κινητό γιατί εσύ βρίσκεσαι "μακριά" και πρέπει να ταξιδέψει η φωνή με ένταση για να σε φτάσει. Πιο ζωντανός από όλους μας ήταν εκεί μέσα. Όπως έλεγε λοιπόν στο συνομιλητή και σε όλους εμάς που βρισκόμασταν δίπλα, συνέβη κάτι έκτακτο σε κάποιον συγγενή του και έπρεπε να πάει επειγόντως σε κάποιο νοσοκομείο στην Αθήνα. Δεν είχε πάρει καν ρούχα μαζί του και ζητούσε πληροφορίες για το πως θα φτάσει στο νοσοκομείο.
Μην τα πολυλογώ, μου φάνηκε περίεργο που είχαν ξεμείνει στην προηγούμενη πύλη και ανησύχησα ότι δεν θα πήραν χαμπάρι πως η πύλη είχε αλλάξει. Και είχα δίκιο. Πήγα σαν καλή νεραϊδούλα, τους ενημέρωσα και γύρισα πίσω να λάβω θέση στην ουρά επιβίβασης. Με ακολούθησαν, με ευχαρίστησαν, με ρώτησαν κάποιες πληροφορίες για το νοσοκομείο, που σαν επαρχιώτισσα και εγώ δεν είχα ιδέα να τους πω, και έφυγα για να ανέβω στο ελικοφόρο. Το φερε όμως έτσι η τύχη με εμένα να έχω, κλασικά τη θέση στο παράθυρο, δίπλα μου στις δυο εναπομείναντες να κάθονται οι νεοαποκτηθέντες φίλοι μου. Συστηθήκαμε και επισήμως.
Ο μεγαλύτερος σε ηλικία και ασπρομάλλης ήταν ο κυρ Γιάννης και ο άλλος ήταν ο ανιψιός του ο κυρ Κώστας. Εγώ ήμουν δίπλα στον κυρ Γιάννη ο οποίος όπως χαρακτηριστικά ανέφερε είχε σαράντα χρόνια να μπει σε αεροπλάνο. Λίγο καιρό μετά τις εκλογές ήταν αναπόφευκτο να πιάσεις κουβέντα που να μην οδηγήσει σε πολιτική συζήτηση. Μιλώντας για την κατάσταση της χώρας προκάλεσα την πολύ τρυφερά και αστεία εκδηλωμένη ερώτηση του κυρ Κώστα "είσαι αριστερή;". Για να είμαι ειλικρινής, σάστισα λίγο γιατί δεν ήξερα τι να απαντήσω. Φαινόταν απλή ερώτηση μα για μένα τα όρια δεν είναι τόσο ευδιάκριτα όπως ήταν τότε για τις δικές τους τις γενιές. Απάντησα με λέξεις που πίστευα ότι έδιναν ορισμό του τι θεωρώ πως είμαι. Δεν ξέρω τι κατάλαβαν. Βασικά και εγώ δεν είμαι σίγουρη ότι κατάλαβα τι είπα. Τέλος πάντων, μέσα από την κουβέντα μας συνειδητοποίησα γιατί είχα συμπαθήσει εξαρχής τόσο τον κυρ Γιάννη. Ξεκίνησε να μου λέει για τη φτώχεια που είχε περάσει και ότι αναγκάστηκε να κάνει διάφορες δουλειές ανά τα χρόνια για να ζήσει. Επί χούντας συγκεκριμένα ήταν λούστρος. Μα έρχονταν κάθε τόσο οι αστυνομικοί και δεν τον άφηναν να βγάλει το ψωμί του. Τον έδιωχναν κάθε τρεις και λίγο και τον κυνηγούσαν. Κυνηγητό στο κυνηγητό έφτασε η ώρα που τον έδιωξαν μια και καλή από το νησί. "Σε στείλανε κυρ Γιάννη διακοπές σε άλλο νησάκι;" του λέω εγώ η έξυπνη με διάθεση να τον πειράξω γιατί μου έδινε την εντύπωση ότι ήταν ένας άνθρωπος που ήδη γνώριζα. Και κατά κάποιον τρόπο έτσι ήταν. Η ερώτηση μου του προκάλεσε ένα διάπλατο χαμόγελο και το μπράτσο του ήρθε με αυθόρμητο τρόπο να με αγκαλιάσει σφίγγοντας με στιγμιαία. Τον είχαν στείλει όντως εξορία σε ένα ακριτικό νησί αλλά ευτυχώς όχι για πολύ καιρό όπως μου είπε.
Συνεχίζοντας το ταξίδι στη ζωή αυτού του ανθρώπου, φτάσαμε και στην Κατερίνα. Ήταν η μεγάλη του αγάπη και θέλανε να φύγουν μαζί στο εξωτερικό. Εκείνη πήγε στην Αυστραλία και του είχε πει πως θα του φτιάξει τα χαρτιά και θα του τα στείλει για να την ακολουθήσει και αυτός. Έτσι και έγινε. Η Κατερίνα έφυγε, ετοίμασε όλα τα χαρτιά και του τα έστειλε. Όλα έτοιμα. "Εκτός από ένα," είπε ο κυρ Γιάννης. Εκείνη τη στιγμή ήταν σαν να είδα μπροστά μου τη φλόγα που άναψε μέσα του και τον έκανε να σφίξει τα δάχτυλά του σε μια γροθιά που έπεσε στο πλαστικό τραπεζάκι του μπροστινού καθίσματος. Είδα τόσα χρόνια μετά να τον καίει ακόμα το κρίμα αυτού του διαολεμένου χαρτιού... Ναι, σωστά μαντεύουμε. Το χαρτί που του έλειπε ήταν αυτό των κοινωνικών φρονημάτων. Αυτό που έκανε τον κυρ Γιάννη να ξεμείνει στην Ελλάδα. Να φτιάξει αλλιώς τη ζωή του. Αλλά παρόλαυτα συνέχισε να παλεύει με κάθε τρόπο και με όλη του την ψυχή και να μην αποθαρρύνεται. Δεν είχε δα και άλλη λύση. Παντρεύτηκε εδώ, έκανε παιδιά, τα μεγάλωσε. Μόνο να, κάτι στιγμές σαν αυτή, όταν το σκεφτόταν ο πόνος της ψυχής οδηγούσε το χέρι του στην ίδια γροθιά και έκανε το χρόνο να μοιάζει ασήμαντος...
Στο κινητό μου έχω σημειωμένη τη διεύθυνση και το πλήρες όνομα του κυρ Γιάννη. Συμφωνήσαμε ότι αν ποτέ ξαναπάω στο νησί του, θα πάω να τον δω και θα μου πει και άλλες ιστορίες. Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω αν θα μπορέσω. Ίσως να βαρέσω και εγώ τη γροθιά στο τραπέζι και να το επιχειρήσω μια μέρα. Τον κυρ Γιάννη όμως τον έχω κουβαλήσει μες στην καρδιά μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου