Τετάρτη 3 Ιουλίου 2013

Πρωινό ανάμεσα σε τρεις πόλεις

    Τι ωραία που είμαστε όλοι εδώ στην αναμονή. Σχεδόν μια παρέα αλλά καθείς στο τραπεζάκι του. Εκτός από τους δυο νιους στο βάθος που επιδίδονται σε πρωινό καβγαδάκι για κάποια μυστηριώδη εξαφάνιση πεντακοσίων ευρώ. Θα φταίει που καταργήθηκε το αντίστοιχο χαρτονόμισμα μιας που ο βασικός μισθός είναι πλέον κατώτερός του. Ναι σίγουρα αυτό θα φταίει. Για αυτό θα διαφωνούν. Ξέρουν άραγε ότι βγήκε καινούριο πεντάευρω; Να πάω να τους το πω αν είναι να σταματήσουν τον καβγά. 

   Απέναντί μου απλώνεται μια πολυπληθής παρέα νιων τρίτης ηλικίας. Μεταξύ τους και κάποιοι νεότεροι που ρουφάνε με σθένος τις κουβέντες των παλιότερων και προπονούνται έτσι και για τη δική τους άφιξη στην ηλικία αυτή. Στην αρχή οι συζητήσεις ήταν ευχάριστες. Το καλαμπούρι έδινε και έπαιρνε. Τώρα κάποιο περίεργο ξωτικό έφερε τη συζήτηση στα "λεφτά". Το θέμα εξαιρετικά σοβαρό και ανησυχητικό εξαπλώνεται και στα διπλανά τραπέζια. Λίγο η εξάπλωση λίγο η ζέστη σωστό καμίνι έγινε η υπόθεση. 

   Υπάρχει όμως και ένα τραπεζάκι που δεν συμμετέχει στις συζητήσεις. Με έναν άνθρωπο που κάθεται μόνος. Πέρα από το παρεάκι με τα φρεσκοξυρισμένα πρόσωπα και τα προσεγμένα μουστάκια βρίσκεται αυτός αξύριστος, με άσπρα αδάμαστα γένια και μορφή σιωπηλή. Πώς να τον κοιτάξω και να μην τον αγαπήσω; Πιθανότατα είναι από άλλο χωριό και βρέθηκε εδώ για άλλον σκοπό. Δε συναναστρέφεται με το κομβόι των υπολοίπων. Δε μιλά, δεν αναλύει. Χάνεται στα μονοπάτια της σκέψης προσπαθώντας να μπλοκάρει την γύρω οχλαγωγία. Αυτός ο άνθρωπος, σας λέω, μοιάζει να κατέχει το μυστικό της ζωής. Μα δεν το προδίδει έτσι απλά. Το έχει καλά κλεισμένο σε ένα σεντούκι με σπασμένο κλειδί. Όση ώρα τον παρατηρώ, τα μάτια του συνεχίζουν να κοιτάζουν στο βάθος, λες και βλέπει μπροστά του πλήθος από κινούμενες εικόνες. Ανακαλύπτω πως είμαι πάντα με τους τρελούς και τους σιωπηλούς. Αυτοί είναι οι άνθρωποι μου. Όχι από επιλογή. Από κάτι σαν έμφυτη τάση. Δε λέω. Ωραίο το καλαμπούρι. Μα ωραία και η σιωπή. Πιο αληθινή.  

 "Πιάσε μου μια τυρόπιτα βρε κοπελιά", φωνάζει ένας από τους φρεσκοξυρισμένους παππούδες στην σερβιτόρα και με ξυπνάει από το βαθύ ύπνο των δικών μου σκέψεων. Ναι συμφωνώ. Ας φέρει μια τυρόπιτα η κοπελιά. Να πέσουν τα ψίχουλα κάτω. Να μπορέσουν να τραφούν από την τυρόπιτα του φρεσκοξυρισμένου παππού και οι μικροί πτερωτοί πιλότοι μας που πραγματικά αξίζουν βραβείο ζωηράδας. Όση ώρα είμαι εδώ μοιάζουν να τα περνούν πιο καλά από όλους. Αξιοθαύμαστα αυτά τα τρελούτσικα σπουργίτια που σαν πρωταγωνιστές του Αρκά, έμαθαν να ζουν μες στις πόλεις και να χοροπηδούν με άψογη τεχνική πάνω στο μάρμαρο. Γλιστρώντας λίγο λίγο σε κάθε προσγείωση, γιατί όπως και να το κάνουμε, αυτό το πάτωμα με την ανύπαρκτη τριβή δεν είναι φτιαγμένο για τα ποδαράκια τους. Κλεφτρόνια από τα λίγα, βουτούν τα ψίχουλα με ελαφρά αστεία πηδηματάκια και ύστερα πετούν για να γυρίσουν ξανά.  Ώρα μου να φύγω και εγώ. Το λεωφορείο των 13.15 για τον προορισμό της κοπέλας που σκαλίζει λέξεις στο χαρτί αναχωρεί. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου