Κι αν μας πιάσουνε;
Αγκαλιασμένους με τα αυγά και τα πασχάλια;
Κι αν μας ρωτήσουν,
πού το βρήκατε αυτό;
Αλλού ο κάβουρας
αλλού το ζουμί του θα τους πώ.
Δεν οδηγω. Δεν με νοιάζει και
να οδηγήσω. Άλλο με νοιάζει.
Να περιπλανιέμαι.
Νύχτα, μέρα,
σούρουπο,νύχτα,
μέσα στα εγκεφαλικά κύτταρα,νύχτα,
έξω από αυτά, νύχτα,
μέσα σε διπλανές συνειδήσεις, νύχτα,
σε διπλανά σώματα, νύχτα.
Εκεί που ακούω
να είναι όλοι και όλα
μια φωνή.
Φαντάζεσαι;
Όλοι και όλα μια φωνή.
Μοναδική.
Επικοινωνία
χωρίς το συνεστραμένο ζεύγος καλωδίων.
Φαντάζεσαι;
(Σταμάτησες επιτέλους να ορκίζεσαι;)
Ήταν κάτι. Στην αρχή ήταν το κάτι.
Και μετά το κάτι ταξίδεψε
και εξελίχθηκε σε κάτι άλλο.
Μα συνέχισε να είναι το κάτι.
(Κάτι για σένα λέω με ακούς; )
Κατηφορίζω ξανά σε εκείνη τη
χωμάτικη κατηφόρα και ακούω τον ήχο ενός φιδιού δίπλα μου.
Φοβάμαι, τρέχω να φύγω και πεφτω.
Γεύομαι χώμα.
Δεν είχα ιδέα πως είναι η γεύση του πριν.
Έμαθα.
Δεν μου άρεσε.
(Βαζω μπρος τα δυο μου χέρια.)
Σηκώθηκα. Κοντοστάθηκα.
Πώς να βάλω το ένα βήμα πίσω απ' το άλλο;
Δεν ήξερα αν το σώμα μου θα ακολουθήσει.
Ήταν ο φόβος της πτώσης.
Η μνήμη του σώματος.
Μα είναι κι η αγάπη για περιπλάνηση.
Δίνει τη μάχη της.
Νικάει.
Ξεκινώ πάλι να τρέχω.
Ο ήχος του φιδιού πάντα δίπλα.
Τη δουλειά του εκείνο.
Τυλιγμένο στον αγκαθωτό θάμνο.
Τη δουλειά μου και εγώ.
Στο μονοπάτι μου.
Αγκαλιασμένους με τα αυγά και τα πασχάλια;
Κι αν μας ρωτήσουν,
πού το βρήκατε αυτό;
Αλλού ο κάβουρας
αλλού το ζουμί του θα τους πώ.
Δεν οδηγω. Δεν με νοιάζει και
να οδηγήσω. Άλλο με νοιάζει.
Να περιπλανιέμαι.
Νύχτα, μέρα,
σούρουπο,νύχτα,
μέσα στα εγκεφαλικά κύτταρα,νύχτα,
έξω από αυτά, νύχτα,
μέσα σε διπλανές συνειδήσεις, νύχτα,
σε διπλανά σώματα, νύχτα.
Εκεί που ακούω
να είναι όλοι και όλα
μια φωνή.
Φαντάζεσαι;
Όλοι και όλα μια φωνή.
Μοναδική.
Επικοινωνία
χωρίς το συνεστραμένο ζεύγος καλωδίων.
Φαντάζεσαι;
(Σταμάτησες επιτέλους να ορκίζεσαι;)
Ήταν κάτι. Στην αρχή ήταν το κάτι.
Και μετά το κάτι ταξίδεψε
και εξελίχθηκε σε κάτι άλλο.
Μα συνέχισε να είναι το κάτι.
(Κάτι για σένα λέω με ακούς; )
Κατηφορίζω ξανά σε εκείνη τη
χωμάτικη κατηφόρα και ακούω τον ήχο ενός φιδιού δίπλα μου.
Φοβάμαι, τρέχω να φύγω και πεφτω.
Γεύομαι χώμα.
Δεν είχα ιδέα πως είναι η γεύση του πριν.
Έμαθα.
Δεν μου άρεσε.
(Βαζω μπρος τα δυο μου χέρια.)
Σηκώθηκα. Κοντοστάθηκα.
Πώς να βάλω το ένα βήμα πίσω απ' το άλλο;
Δεν ήξερα αν το σώμα μου θα ακολουθήσει.
Ήταν ο φόβος της πτώσης.
Η μνήμη του σώματος.
Μα είναι κι η αγάπη για περιπλάνηση.
Δίνει τη μάχη της.
Νικάει.
Ξεκινώ πάλι να τρέχω.
Ο ήχος του φιδιού πάντα δίπλα.
Τη δουλειά του εκείνο.
Τυλιγμένο στον αγκαθωτό θάμνο.
Τη δουλειά μου και εγώ.
Στο μονοπάτι μου.