Εκεί που κάθεσαι ήσυχη και αμέριμνη να κάνεις καμιά δουλειά στο σπίτι έτσι για αλλαγή, πιάνεις τον εαυτό σου να έχει κάνει βουτιά σε έναν χείμαρρο αναμνήσεων και αναρωτιέσαι πως βρέθηκες εκεί. Χωρίς μάσκα, χωρίς αναπνευστήρα και κυρίως χωρίς την αίσθηση του τώρα. Μεταφέρεσαι. Έτσι απλά. Σαν εκείνο το τραγούδι έπος των Eloy αλλά χωρίς τα ναρκωτικά που το συνδυάζουν.
Είσαι λοιπόν εκεί. Ώρα κολατσιού. Μεσημεράκι. Αλλά τα σύννεφα δεν επιτρέπουν στο φως να περάσει και είναι όλα γκρίζα σαν ένα μεγάλο και ατελείωτο απόγευμα. Στη μια πλευρά, τα μπλε βουνά να στέκουν ατάραχα εκεί. Στην άλλη πλευρά, η λίμνη με τις χήνες να κάνουν το καθημερινό τους μπάνιο και να χαίρονται πολύ με αυτό. Οι υπόλοιπες λίμνες κρύβονται πίσω από τους λοφίσκους. Η υγρασία τους όμως στο πρόσωπο παραήταν φανερή για αυτό σου έχουν βάλει ένα σκουφάκι το οποίο μισείς αλλά όσο και αν προσπάθησες να βγάλεις δεν τα κατάφερες. Εξ' άλλου στο είπε και ο πατέρας να μην το βγάλεις και εσύ τον πατέρα τον ακούς και τον σέβεσαι. Ενίοτε, τον φοβάσαι και λίγο. Μια κουβέντα του αρκεί να σε βάλει δέκα μέτρα κάτω από το χώμα, γιατί αν φτάσει να στην πει, αυτό σημαίνει ότι κάπου είσαι λάθος. Δεν είναι σαν τους άλλους που όλη την ώρα σου φωνάζουν ακόμα και αν κάνεις κάτι τόσο μεμπτό όπως το να αναπνέεις.
Κολατσιό δίπλα στα μπλε βουνά λοιπόν. Το γεύμα αποτελείται από το πομπώδες ψωμάκι, τυρί φέτα και ντομάτα. Το τυρί για να πούμε την αλήθεια, δεν σου αρέσει ιδιαίτερα γιατί είναι πολύ αλμυρό για τα γούστα σου. Θα προτιμούσες καμιά σοκολατίτσα, ένα μπισκοτάκι, ένα δρακουλίνι ή έστω μια καρμπονάρα βρε αδερφέ αλλά ο ντελιβεράς θα έπρεπε να πέσει με αλεξίπτωτο για να την φέρει εκεί που είσαι. Άσε που δεν υπάρχουν ακόμα τα κινητά. Άρα το ξεχνάς. Ξετυλίγει ο πατέρας την πετσέτα με το μεσημεριανό κολατσιό και κόβει προσεχτικά το ψωμί με τον σουγιά. Ούτε και το ψωμί σου αρέσει ιδιαίτερα αλλά δεν τολμάς να το παίξεις εδώ κακομαθημένη. Δεν σε παίρνει. Έτοιμη η φέτα ψωμί στο ένα χεράκι. Έπειτα ο πατέρας κόβει προσεκτικά και την ντομάτα σου στη μέση και σου δίνει το ένα κομμάτι. Τόσο άλλωστε χωράει στο χεράκι σου. Παραπάνω θα ήταν υπερβολή. Πέφτεις σαν ποντικάκι πάνω με τα δόντια σου και τη ροκανίζεις με μικρές αλλά αποτελεσματικές δαγκωνιές. Η σκυλίτσα που ήταν μαζί σας, στην είδηση του φαγητού αρχίζει τα κόλπα και τα γρυλίσματα. Της πετάει ο πατέρας ένα κομμάτι ψωμί. Της πετάς και εσύ ένα στα κρυφά γιατί το φαγητό είναι για να μοιράζεται.
Οι χήνες τελείωσαν το μπάνιο στη λίμνη και βγαίνουν για ηλιοθεραπεία και ας μην έχει ήλιο στην όχθη. Μάλλον έχουν ακούσει ότι μαυρίζεις ακόμα και όταν έχει συννεφιά. Βάζουν το αντηλιακό τους και ξαπλώνουν στις πετσέτες τους. Τελείωσες και εσύ το κολατσιό σου ενθουσιασμένη γιατί δεν είχες φάει ποτέ τόσο ωραία ντομάτα και φροντίζεις να μοιραστείς αυτό σου το σχόλιο με τον πατέρα που ακούγοντας το χαμογελάει. Το χαμόγελο ήταν αρκετό ώστε να αναθαρρέψεις και την κοπανάς με μικρούς καλπασμούς προς τα δέντρα δίπλα στη λίμνη. Αγαπημένη ασχολία να πατάς τα μανιτάρια που φυτρώνουν λόγω της υγρασίας. Δεν κάνεις και τίποτα κακό. Σπάνε τόσο εύκολα και στην τελική δεν είδες και κανένα στρουμφάκι τριγύρω ποτέ. Όσο εσύ έχεις πιάσει το παιχνίδι ο πατέρας έχει πιάσει το μερακλίδικο τραγούδι και η φωνή του είναι φάρος για να μη χαθείς μέσα στο δάσος.
Παιχνίδι στο παιχνίδι όμως χάνεσαι τελικά και ξυπνάς πάλι στο τώρα μέσα στο σπίτι να πλένεις τα πιάτα. Αυτή η σύντομη ονειροπόληση ήταν ο μόνος τρόπος να επισκεφτείς εκείνο το μέρος αφού τώρα οι ανάγκες του εργοστασίου, ξήλωσαν την λίμνη και το δάσος δίπλα της. Τα μπλε βουνά ευτυχώς παραμένουν ακόμα εκεί. Δεν υπάρχουν όμως πια μανιτάρια να πατήσεις. Υπάρχει μόνο ένα ίσιωμα γεμάτο χώμα και σκόνη. Αλλά εσύ τα έχεις όλα μέσα σου πολύ ζωντανά. Θυμάσαι κάθε λεπτομέρεια, κάθε δέντρο, κάθε πουλί, κάθε ήχο αλλά πάνω από όλα θυμάσαι την απίστευτη νοστιμιά που είχε εκείνο το κολατσιό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου