Πέμπτη 21 Ιουνίου 2012

Τα ψηλότερα βουνά (μέρος δεύτερο)

   Τώρα ακολουθεί ένα διαφορετικό χωριό. Πιο μικρό και από μικρό. Φούρνος ούτε για δείγμα. Αν θες ψωμί περιμένεις να περάσει το φορτηγάκι του φούρναρη από άλλο μεγαλύτερο χωριό. Δυο καφενέδες όλοι και όλοι και τίποτα παραπάνω. Ευτυχώς στην τσάντα μου είχα ένα μικρό σουπερμάρκετ αυτή τη φορά. Μια πλατεία μικρή και λιτή και δρόμοι άχαροι και επικίνδυνοι. Κατά έναν περίεργο τρόπο πιο καλά θα ήταν να οδηγείς σε χωματόδρομο με τεράστιες πέτρες παρά σε αυτές τις μαύρες τρύπες από το πουθενά. Το γουρούνι βέβαια που περπατούσε αμέριμνο στη μέση του δρόμου δεν φαινόταν να είχε ιδιαίτερο πρόβλημα..

Πέραν των δρόμων όμως σε αυτό το χωριό κυριαρχούσε ένα αίσθημα αποπνικτικό. Εκεί λοιπόν συνειδητοποίησα κιόλας από τα πρώτα λεπτά ότι οι άνθρωποι ήταν διαφορετικοί (όχι δεν εννοώ ότι ήταν βαμπίρ). Φαίνονταν σε μεγαλύτερη επαφή με την τεχνολογία και τον "πολιτισμό" από τους προηγούμενους. Είχαν πιάσει τα νοήματα βρε αδερφέ. Υπερβολικά καλά θα έλεγα. Δεν μπορούσα να εντοπίσω τι ήταν αυτό το διαφορετικό που είχαν αυτοί οι άνθρωποι πάνω τους. Το σίγουρο ήταν ότι φαινόταν πιο κλειστή κοινωνία. Ίσως να ήταν λόγω μεγέθους. Παρέμεινα σε επιφυλακή για οποιοδήποτε σημάδι που θα με βοηθούσε να καταλάβω.

   Το πανδοχείο (λέμε τώρα) διέθετε δωματιάκι που μάλλον χρησίμευε για ομοιοπαθητική σε κλειστοφοβικούς. Ευτυχώς ο καιρός ήταν πια ανοιξιάτικος και δεν ήταν απαραίτητη η θέρμανση. Υπήρχαν εξάλλου και εκεί πολλές κουβέρτες. Οι ιδιοκτήτες εκεί γεροντάκια που από ότι θυμάμαι δεν χαμογελούσαν καν. Υπήρχε ωστόσο ένα άτομο στο χωριό που δεν μιλούσε πια λόγω του μεριδίου στα βάσανα που της μοιράστηκε αλλά αυτό το άτομο ότι έχανε σε μιλιά το αναπλήρωνε σε χαμόγελο. Και σε σπιτική γιαούρτη που αυτή τη φορά τίμησα με μεγάλη ευχαρίστηση.


   Αγαπητή φιγούρα εδώ είναι και ο κυρ Μιχάλης. Πότης από τους λίγους. Όλοι τον κορόιδευαν και του συμπεριφέρονταν σαν να ήταν χαζός. Εκείνος από ότι είδα μια χαρά έξυπνος μου φάνηκε. Πιο άνθρωπος από όλους τους άλλους μαζί. Αλλά τι να το κάνεις, έπινε πολύ και ξεχνούσε και ήταν έτσι εύκολη λεία για τους υπόλοιπους ατσίδες. Να σας πω την μαύρη μου αλήθεια έπειτα κατάλαβα ότι αν ζούσα και εγώ εκεί μία πιθανή κατάληξη θα ήταν σαν τον αγαπητό κυρ Μιχάλη. 

Γιατί αυτό; 

   Γιατί, μια μέρα λοιπόν πέρασε από το χωριό ένας άνθρωπος που προκάλεσε μεγάλη εντύπωση στους κατοίκους. 'Όλοι σχεδόν κατέληξαν να τον σχολιάζουν και να τον κοιτούν περίεργα. Βλέπετε αυτός ο άνθρωπος ήταν ένα είδος εξαιρετικά σπάνιο για αυτό το χωριό. Είχε μια εκπληκτική υπερδύναμη που έκανε τους υπόλοιπους να τον κοιτούν με μισό μάτι. Έγραφε με το αριστερό χέρι...


Τι άλλο να πω..
   Νομίζω τελικά το καλό με αυτό το χωριό ήταν ότι διέθετε δύο δρόμους για να φύγεις από εκεί.Το κακό είναι ότι ακόμα και αν ξεφύγεις από εκεί υπάρχουν πολλά τέτοια μέρη. Αλλού σε μορφή χωριών και αλλού σε μορφή μυαλών μεμονωμένων...

Παρασκευή 15 Ιουνίου 2012

Τα ψηλότερα βουνά (μέρος πρώτο)

Παντού προβλήματα. 

   Πνιγόμαστε μέσα σε αυτά. Βάρη περισσότερα από όσα μπορούμε να σηκώσουμε. Είναι η εποχή δύσκολη λόγω της δυσκολίας που την δυσκολεύει, αλλά το βασικό μας πρόβλημα είναι που σε άλλες δύσκολες εποχές μπορούσαμε να ελπίζουμε ότι θα έρθει η στιγμή  που η δύσκολη δυσκολία θα εξαφανιστεί. Τώρα δεν υπάρχει πια αυτό. Το μόνο που μπορούμε να ελπίζουμε ακόμα είναι ότι οι δύσκολες στιγμές στο μέλλον θα δυσκολέψουν. Χμ.. Ίσως αυτός να μην είναι λόγος ελπίδας. Δεν ακούγεται και πολύ ελπιδοφόρος.  Πώς να ελπίζει  κανείς ότι τα πράγματα θα δυσκολέψουν ακόμα πιο πολύ στις δύσκολες εποχές που έρχονται τόσο εύκολα; Δεν έχω καμία απάντηση σε αυτή την ερώτηση. Θα αρχίσω απλά να παραμιλάω λέγοντας μια ιστορία με κανένα απολύτως νόημα. Δεν θα αφηγηθώ καν εγώ την ιστορία. Θα την αφήσω να σας μιλήσει μόνη της. 

Η ιστορία λοιπόν μας αφηγείται για τότε που επισκέφτηκε εκείνο το χωριό. Στα ψηλά βουνά που έλεγε και το βιβλίο. 

   Νόμιζα ότι οι δυσκολίες μου ήταν και δύσκολες μέχρι που συνάντησα άτομα με ηλικία πολλαπλάσια από τη δικιά μου. Όχι να απελπίζονται αλλά άκουσον άκουσον να χαμογελούν. Ορφανοί από μικρές εποχές έζησαν την φτώχεια από την καλή και την ανάποδη και από όλες τις δυνατές κλίσεις γωνιών ανάμεσα. Αγνοούσαν την τεχνολογία παντελώς. Στο χωριό δεν υπήρχε καν φούρνος πια. Ο Καλλικράτης φρόντισε να καταργήσει τον τοπικό δήμο και ο φούρνος ήταν θύμα της ερήμωσης. Καλός κακός ο Καλλικράτης δεν ξέρω, ξέρω μόνο ότι φούρνος γιοκ. Υπήρχαν όμως πέντε κομμωτήρια (?). Αυτό μάλλον θα το αφήσω ασχολίαστο. Ταβέρνα μόνο μία και άνοιγε μονάχα το βράδυ. Όπως φαντάζεστε έπεσε πείνα.  Ωστόσο η ταβέρνα (παύλα κουτούκι παύλα ψησταριά) διέθετε κρεατάκι ντόπιο και πάμφθηνο. Είχε ξεχαστεί από την ιστορία πως είναι να τρως σουβλάκια από εκείνα τα μη τυποποιημένα που κυκλοφορούσαν ακόμα πριν καμιά δεκαριά χρόνια. Παχύ παχύ το σουβλάκι (ή καλαμάκι ή πιγκ ον α στικ, κτλ) όχι πιο λεπτό και από λεπτό του αρρώστου ωσαν τα πρότυπα της μόδας στις μέρες μας. Όσο για τις τηγανιτές πατάτες .. εξαφανίζονταν σε χρόνο μικροσεκόντ από το πιάτο. Ούτε καν περιττός χρόνος στο μάσημα δεν χάθηκε. 

  Ένα χωριό λοιπόν, που βρισκόταν στην άκρη του πουθενά κυριολεκτικά. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα μέχρι να επισκεφτώ και το επόμενο χωριό που ήταν ακόμα πιο απομονωμένο και από την ίδια την απομόνωση.  Αλλά να ξέρετε ότι τα ηλιοβασιλέματα εκεί ήταν πιο απολαυστικά και από.. πίνακα..(*) Και σας το λέω για ακριβώς αυτό το λόγο. Να το ξέρετε και σας το δείχνω και εδώ για να το δείτε. Αν και χωρίς τη δροσιά να σου χαϊδεύει το πρόσωπο και τους απόμακρους ήχους που συνοδεύουν το σούρουπο χάνεται η ουσιαστική ουσία της απόλαυσης. Σταγονίτσα νερού σε διψασμένο. 


   Το ξενοδοχείο που έμεινα βρισκόταν στο παραπέρα χωριό που για καλή μου τύχη δεν υπήρχε θέρμανση σε καιρό χειμωνιάτικο εκεί πάνω στα βουνά. Οι ιδιοκτήτες εξήγησαν ότι δεν συμφέρει να καίνε πια πετρέλαιο αφού δεν γεμίζουν όλα τα δωμάτια και άρα δεν βγαίνουν τα έξοδα.. Για εμένα την κρυουλιάρα το καλύτερο νέο ήταν αυτό. Η ζωή στα όρια! Και φυσικά απαγορεύονταν και τα έξτρα θερμαντικά σώματα. Έκαιγαν πολύ ρεύμα. Όσο για το ζεστό νερό του μπάνιου οι ιδιοκτήτες τόνισαν ότι πρέπει να ανοίγεται μόνο δέκα λεπτά και όχι παραπάνω. Μικρή ασήμαντη λεπτομέρεια ότι το ξέχασα μια μέρα ολόκληρη ανοιχτό. Θα χρειάστηκε αρκετά δεκάλεπτα προτού να κλείσει. Ευτυχώς που έφυγα προτού έρθει ο λογαριασμός του ρεύματος.. Για ίντερνετ μην με ρωτήσετε καν θα γελάσει και το παρδαλό κατσίκι. Ο επονομαζόμενος βλακάκος στην προκειμένη περίπτωση. Παρόλαυτά συμπαθέστατοι άνθρωποι οι ιδιοκτήτες. Ο παππούς δείχνοντας πράος και ήρεμος κοιτούσε να μην σπαταλήσει λεπτό χωρίς να πιάσει κουβέντα και να δείξει τα κόλπα που έμαθε στο κοτοπουλάκι του. Το οποίο ήταν ομολογουμένως πανέξυπνο αλλά εγώ το έβλεπα απλά σαν κοτομπουκιά με πόδια (αιτία κυρίως η έλλειψη φούρνου στο χωριό)...Όσο για την κυρά Μαργαρίτα, την ιδιοκτήτρια, αιώνιος σεβασμός. Ήταν αδύνατο να παρακολουθήσω τον ειρμό των σκέψεων της καθώς πεταγόταν πανέξυπνα από το ένα θέμα στο άλλο. Οφείλω να παραδεχτώ ότι ήταν η πιο δυναμική γυναίκα που έχω δει στην ηλικία της και όχι μόνο. Είπε πολλές ιστορίες. Σε διάστημα δύο -το πολύ- ωρών.. Είπε και για τότε που πήγε να δει τα παιδιά της στην Αθήνα και εκεί που περίμενε το μετρό, είδε μια κοπέλα να παίρνει φόρα και να πέφτει στις γραμμές. Κοιτούσαν όλοι απορημένοι και έντρομοι καθώς ο συρμός την πλησίαζε και για ευνόητους λόγους οι υπάλληλοι απομάκρυναν τον κόσμο. Μιλώντας με μία υπάλληλο του μετρό η κυρά Μαργαρίτα έμαθε ότι αυτό είναι αρκετά συχνό φαινόμενο.Προσθήκη σε αυτό και μια παρόμοια διαπίστωση για τα άτομα που πέφτουν στον ισθμό της Κορίνθου. Πιο συχνό από ότι νομίζουμε.  Πιο συχνό από ότι ακούμε (και ακούμε ήδη πολλά τελευταία). Ξυπνάμε και λέμε: "Ποιος πέθανε σήμερα; Πόσοι μαχαιρώθηκαν; Πόσα από αυτά θα τα πουν στις ειδήσεις; Ποιος ήταν ο Έλληνας; Πόσο θεατρικά θα τα παρουσιάσουν; Με πόσους διαφορετικούς τρόπους θα τονίσουν ότι μια κηδεία είναι λυπητερή;". Γυρνώντας πίσω στην κυρά Μαργαρίτα μας πρέπει να σας πω ότι έλεγε την ιστορία με μια απίθανη δύναμη και συγκρότηση που μου φάνηκε αξιοθαύμαστη και ταυτόχρονα αξιοπερίεργη. Φυσικά, δεν παρέλειψε να ενημερώσει και για τα παιδιά της στην Αθήνα που έχασαν τις δουλειές τους. Αλλά η κυρά μας αγωνίστρια από τις λίγες. Δεν έχανε την ψυχραιμία της και φαινόταν να τα αντιμετωπίζει όλα με απίστευτο ρεαλισμό και καρδιά παλικαριού. Σαν τον άλλο εκείνον τον παππού που κυκλοφορούσε παντού με την γκλίτσα του, περπάτημα περήφανο και λόγο θεσπέσιο. Λεβεντιά στην κυριολεξία ο μπάρμπα-Αλέξης. Ένιωσα απέραντη ευχαρίστηση που παρόλη την ξεροκεφαλιά του κατάφερα να συνεννοηθώ μαζί του.. Όπως είπα, απλά λεβεντιά!


   Η αλήθεια είναι ότι ποτέ μου δεν είχα ξαναδεί τόσο αυθεντικούς ανθρώπους όπως σε αυτό το χωριό. Οι περισσότεροι ήταν αγράμματοι και είχαν μάθει μόνο να γράφουν το πρώτο γράμμα από το όνομα τους και το πρώτο από το επώνυμο τους ίσα ίσα για να σχηματίζουν την υπογραφή τους. Χωρίς να τους ρωτήσεις κιόλας σου έλεγαν ότι δεν ήξεραν γράμματα και ντρέπονταν για αυτό. Που να ήξεραν ότι εγώ ντρεπόμουν πιο πολύ γιατί μπορεί να είχα μάθει γράμματα αλλά από ότι φαίνεται δεν είχα μάθει τίποτα άλλο. Έτσι ένιωθα πραγματικά μηδαμινή μπροστά τους. Χειρότερα και από τα μηδενικά του Ζερβάκη ένα πράμα. Και εύλογα ήρθε και η ερώτηση στον εαυτό μου. Μα καλά που ζούσα τόσο καιρό; Γιατί αυτοί οι άνθρωποι εδώ μου φαίνονται τόσο διαφορετικοί; Τι πρόβλημα έχουν οι άνθρωποι στις πόλεις τελοσπάντων; Πώς τους παρασκευάζουν και μοιάζουν με απομιμήσεις; Γιατί μένουν μόνο στο να μάθουν τα γράμματα; Είναι άραγε μόνο στις πόλεις το πρόβλημα; Μήπως υπάρχει και αλλού και απλά δεν το είχα προσέξει; Πώς απέκτησα και εγώ τα ίδια προβλήματα; Τι έκανα λάθος; Μήπως αυτοί οι άνθρωποι έγιναν άνθρωποι επειδή πέρασαν τις δυσκολίες πιο νωρίς και μετά ανέβηκαν επίπεδο; Να φταίει που εμείς κατεβαίνουμε σε επίπεδο που δεν έχουμε ξαναδεί; Ο συγχρονισμός είναι που κάνει τη διαφορά; 

(*)Για κάποιο περίεργο λόγο όταν βλέπεις πιο πολλές φορές έναν πίνακα ή μια φωτογραφία η έστω μια εικόνα πανέμορφη φτιαγμένη με φώτοσοπ αντί να λες ότι ο πίνακας ή η φωτογραφία είναι τόσο όμορφη σαν πραγματική που θα ήταν το λογικό, λες ότι το πραγματικό όταν είναι πολύ όμορφο μοιάζει σαν ψεύτικο. Ένδειξη σουρρεαλισμού; Ίσως και α-σύγχρονου πολιτισμού...