Καθόταν στο μπαλκόνι καπνίζοντας ένα τσιγάρο. Κοιτώντας το τίποτα. Ο τρόπος που καθόταν έμοιαζε με μικρού παιδιού που γαντζώνεται στην καρέκλα γιατί τα μικρά του ποδαράκια δεν φτάνουν το έδαφος. Κάθε εισπνοή εξαφανιζόταν στον αέρα. Κάθε εκπνοή έκανε άσπρες νεράιδες να χορεύουν στο δρόμο τους για μια ουράνια πίστα.
Οι δείκτες του ρολογιού τραγούδησαν ότι είχε φτάσει η ώρα. Σκέφτηκε να της ανοίξει την πόρτα του σπιτιού και έπειτα να την κλειδώσει μέσα. Ίσως έτσι κατάφερνε να την σταματήσει έστω και για λίγες στιγμές. Έτσι για αλλαγή να πάγωνε λίγο ο χρόνος. Ανόητη ιδέα. Και μετά ήρθε μια άλλη ανόητη ιδέα και μετά μια λίγο πιο λογική. Έτσι περνούσαν όλες, έλεγαν το κομμάτι τους και απέμεναν να στριφογυρίζουν. Άφηναν όμως άπλετο χώρο και για τα συναισθήματα. Όλων των λογιών και εκείνα. Επικράτησαν όμως δύο να κονταροχτυπιούνται. Μια ιπποτική μάχη με καθόλου ιπποτικούς κανόνες. Όποιο από τα δυο έπεφτε πρώτο, κέρδιζε το άλλο ως λάφυρο. Έτσι για να έχει ενδιαφέρον η μάχη.
Όμως η ώρα είχε περάσει πια. Δεν κατάφερε να την παγώσει για άλλη μια φορά. Έσβησε το τσιγάρο. Σηκώθηκε χωρίς να έχει δει το τέλος της μάχης του μυαλού. Άφησε το βάρος να κυλήσει στα γόνατα και τα εμπιστεύτηκε για το υπόλοιπο της διαδρομής. Σε κάθε βήμα ο συνήθης πόνος στην καρδιά. Καλά που υπήρχαν και οι ανάσες να δείχνουν ότι πέρασε κάποια στιγμή από εκεί... Έτσι συνέχισε να περπάτα ώρες, λεπτά δευτερόλεπτα, ποτέ. Με τη δαρμένη ανθρώπινη ψυχή να έχει γραπωθεί από τα γόνατα και να χτυπά σε κάθε πέτρα του δρόμου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου