Κυριακή 23 Ιουνίου 2013

Χρωστάω

Χρωστάω στην ανάγκη κούτες πολλές και παράθυρα κλειστά.
Χρωστάω στον ξένο που μπήκε κρυφά και άναψε το καντήλι.
Χρωστάω στο πρόσωπο που κρύβεται πίσω από το φεγγάρι.


Χρωστάω στον ίσκιο μου που έπλεξα με αραχνοΰφαντα μαντήλια.
Χρωστάω στον χρόνο που πέρασε μια μέρα και μου χτύπησε την πόρτα.
Χρωστάω στη φωνή που ταξίδεψε τους ουρανούς και όλους τους καιρούς. 


Χρωστάω στον διάφανο ποταμό που έσυρε ως εδώ τα άνθη της ερήμου.
Χρωστάω παντού. 

Μα τέτοια χρωστούμενα είναι καλοδεχούμενα.

Τρίτη 11 Ιουνίου 2013

Σταγόνες στο σήμερα

Στρατιές γύρω οι άνθρωποι. 
Γύρω από αυτούς αθάνατες ψυχές. 
Ας σταθούμε σε μια γραμμή έτοιμοι για μάχη.  
Ας σημάνει τώρα μια κραυγή.
Ένα πουλί κρατώντας το τελευταίο στάχυ. 

Ας βαρύνουν και άλλο τα σύννεφα. 
Να πέσουν οι σταγόνες στο σήμερα. 
Της καθημερινής ζωής ατέλειωτοι οι αγώνες.

Τα χελιδόνια σκαρίζουν μετά τη βροχή.
Αφήνουν το δέντρο και γυρνούν για τροφή.
Τα μοσχάρια μουγκρίζουν σα θερία σωστά.
Διώχνουν μακριά τους τα πρώτα νερά.
Τα αυτοκίνητα τρέχουν, μακριά βουητό.
Και δίπλα ο κρίνος δακρύζει νερό. 


Ξεκίνησε η μάχη με στρατιώτες νεκρούς
Οι άγιοι φοβερίζουν και πλέκουν ιστούς.

Κεραίες στοχεύουν αθώα παιδιά.
Και οι λύκοι ζητάνε με αίμα κρασιά.
Στέκεσαι με το ένα πόδι. Γλάρος φτωχός.
Πετάς με τα δύο. Επήγες στο φως. 

Παρασκευή 7 Ιουνίου 2013

Τετράστιχο ταξίδι στο παρελθόν

   Πριν περίπου δεκαπέντε χρόνια είχε κυκλοφορήσει μια διαφήμιση στην τηλεόραση που παρόλο που δεν την έχω ξαναβρεί από τότε μου χει μείνει ακόμα στο μυαλό. Μέσα στη θολή μου λοιπόν μνήμη, θυμάμαι έναν ταξιδιώτη να κατεβαίνει από ένα τρένο, να κάνει μια στάση για να αγοράσει κάτι να πιει και έπειτα να συνεχίζει το ταξίδι του. Νομίζω ότι ήταν διαφήμιση του μιλκο αλλά δεν παίρνω και όρκο. 

  Το τραγουδάκι της γράφτηκε με τόσο έντονα γράμματα στο μυαλό μου που ένα κλασικό μεσημεριανό καλοκαίρι, ως γνωστό ξυπολητάκι της βεράντας, αποφάσισα να πάρω έναν μαρκαδόρο και να γράψω παντού αυτούς τους στίχους. Η πιο εύκολη λύση ήταν τα καφετιά κάγκελα. Τη στιγμή ακριβώς που δημιουργούσα, μια φωνή με διέκοψε απότομα. "Τι κάνεις εκεί;". Ευθύς σταμάτησα. Πλήρως κατατρομαγμένη ότι έκανα έγκλημα και ότι θα με μαλώσουν. Νομίζω ότι τελικά η φωνή μου είπε "συνέχισε το αφού το ξεκίνησες". Δεν θυμάμαι αν ολοκλήρωσα το έργο μου μετά την παρότρυνση. Πάλι η μνήμη εδώ δεν με βοηθά. Νομίζω όμως ότι το συνέχισα παρόλη την τρομάρα μου. Τα κάγκελα πλέον έχουν χρώμα κυπαρίσσι και έτσι δεν υπάρχει τρόπος να το μάθω. Το σημαντικό είναι ότι αποφάσισα να το γράψω και εδώ. Με την ελπίδα ότι είμαι ελεύθερη και ωραία και κανείς δεν θα με διακόψει. Για να δούμε λοιπόν. 

Είδα τον κόσμο απ' την αρχή
ήταν η δίψα μου μεγάλη
βάδισα μέσα στη βροχή
και όπου με βγάλει...


   Απομένει ο φόβος της λογοκρισίας. Της κυρά Μαρίας και της Λενιώς. Μα μάνα έχτισαν τα χελιδόνια  φωλιά στο σπίτι μας και τώρα πια δεν φοβάμαι τίποτα.