Τετάρτη 24 Ιουλίου 2013

ο ήλιος εβασίλευε

ο ήλιος εβασίλευε
και το μυαλό ταξίδευε.
έφυγα.

στις γάργαρες πηγές 
θα κάτσω να ξαποστάσω.
στην αναπνοή 
ενός παιδιού που κοιμάται.
οι πόνοι αγκαλιάστηκαν
με τις νεράιδες.
μπλέχτηκαν τα φτερά τους.

κι ο ήλιος εβασίλευε.
σωρός από τυχαία συμβάντα
και η μοίρα ανύπαρκτη.
τι να προβλέψω,
πώς να μπορέσω.
το ξέρεις και το ξέρω,
 
αυτό που δεν ξέρει κανείς.
μια χαρακιά ακόμη 
στο ζωνάρι της ζωής.
ρίζες που φυτρώνουν μέσα μου.
αποτυπώματα.

κι ο ήλιος εβασίλευε.
κάτω από μια μουριά,
απάγγειο από τη βροχή.
στάλες μοναξιάς.
μπροστά ανηφόρα.


Δευτέρα 15 Ιουλίου 2013

Γελάνε

Κι αν γελάνε μαζί σου και τι με αυτό;
Ξέρεις ότι δεν έχουν δίκιο.
Ποιος τους δίνει το δικαίωμα
να σε βαφτίζουν τρελό.
Μην ακούς τι λένε.
Δεν έχει η τρέλα σημείο αναφοράς.
Δεν είναι το ανθρώπινο μυαλό μαθηματικά.
Ούτε η ψυχή που θεριάζει μέσα σου.
Αυτά υπακούν στους δικούς τους νόμους. 

Κυριακή 14 Ιουλίου 2013

Ο κυρ Γιάννης

   Κοντεύει σχεδόν ένας χρόνος από την τελευταία φορά που επισκέφτηκα ένα νησί πετώντας. Ο κλήρος έπεσε σε ένα από τα πολλά όμορφα και μακρινά νησιά μας και έτσι είχα την τιμή να ταξιδέψω για πρώτη φορά στη ζωή μου με ελικοφόρο. Μια απόλυτα περίεργη αίσθηση ταξιδιού, που όταν έφτασα στον προορισμό μου, με έκανε να πω δίχως να σκεφτώ "Ναι είδα τα γύρω νησιά όταν ερχόμουν με το καράβι" και δέκατα του δευτερολέπτου μετά να συνειδητοποιήσω ότι δεν είχα ταξιδέψει με καράβι... Ωραίο το νησί και μαγευτικό όπως και τα περισσότερα άλλωστε. Η αλήθεια είναι ότι πιστή στις τρελές αντιθέσεις της ζωής που με κυνηγούν, έφυγα με πιο πολλές κακές αναμνήσεις από καλές, μα οι διακοπές, όπως και να 'χει, είχαν τελειώσει και έπρεπε να πάρω τον δρόμο του γυρισμού. Για την ακρίβεια έπρεπε να φύγω νωρίτερα από την προκαθορισμένη ώρα που είχα κλείσει το εισιτήριο και ας πούμε ότι το πλήρωσα με τρόπο ώστε στο υπόλοιπο το ταξίδι (έξτρα ώρες με λεωφορείο) να έχω δυνατότητα να αγοράσω κανένα μπουκαλάκι νερό. Δεν ήταν η πρώτη φορά βέβαια που μου συνέβαινε αυτό. Οικονομία στο φαγητό και πάμε. Μουσική να υπάρχει στα αυτιά και είμαστε καλά. Το ταξίδι ωστόσο με ξεπλήρωσε με άλλον τρόπο και ο τρόπος αυτός άξιζε πραγματικά.

  Να 'μαι  στο αεροδρόμιο και πάλι, να έχω περάσει στην πλευρά των πυλών και να περιμένω το ελικοφόρο που θα με πήγαινε πίσω στη μαμά στεριά. Πήγα στην πύλη που προοριζόταν η άφιξη του μεγάλου σιδερένιου πτηνού, έπιασα μια άβολη θεσούλα και ξεκούρασα το κεφάλι μου στο σίδερο της καρέκλας μήπως και αντέξω την κούραση. Όμως όπως συχνά πυκνά συμβαίνει σε τέτοια ταξίδια άλλαξε η πύλη άφιξης και χρειάστηκε να μετακινηθώ με αργά και βαριεστημένα πηδηματάκια στην νέα πύλη. Δεν ήταν δα και λαβύρινθος. Λίγο πιο πέρα ήταν. Μιας που έκανα την αρχή να σηκωθώ και είχα βαρεθεί ομολογουμένως ακόμα και να κάθομαι, έκοβα βόλτες πάνω κάτω στο αεροδρόμιο μήπως περάσει έτσι πιο γρήγορα η ώρα. Σε μία από αυτές τις βόλτες παρατήρησα ότι στην προηγούμενη αναγγελθείσα πύλη είχαν απομείνει δύο άτομα. Ο ένας εβδομήντα φεύγα χρονών και ο άλλος καμιά δεκαπενταριά χρόνια νεότερος. Είχα ακούσει πριν τον μεγαλύτερο από αυτούς να μιλάει στο τηλέφωνο. Δυνατά και φωναχτά, όπως ακριβώς και οι δικοί μου γονείς φωνάζουν με απόλυτα φυσιολογικό τρόπο στο κινητό γιατί εσύ βρίσκεσαι "μακριά" και πρέπει να ταξιδέψει η φωνή με ένταση για να σε φτάσει. Πιο ζωντανός από όλους μας ήταν εκεί μέσα. Όπως έλεγε λοιπόν στο συνομιλητή και σε όλους εμάς που βρισκόμασταν δίπλα, συνέβη κάτι έκτακτο σε κάποιον συγγενή του και έπρεπε να πάει επειγόντως σε κάποιο νοσοκομείο στην Αθήνα. Δεν είχε πάρει καν ρούχα μαζί του και ζητούσε πληροφορίες για το πως θα φτάσει στο νοσοκομείο.  

    Μην τα πολυλογώ, μου φάνηκε περίεργο που είχαν ξεμείνει στην προηγούμενη πύλη και ανησύχησα ότι δεν θα πήραν χαμπάρι πως η πύλη είχε αλλάξει. Και είχα δίκιο. Πήγα σαν καλή νεραϊδούλα, τους ενημέρωσα και γύρισα πίσω να λάβω θέση στην ουρά επιβίβασης. Με ακολούθησαν, με ευχαρίστησαν, με ρώτησαν κάποιες πληροφορίες για το νοσοκομείο, που σαν επαρχιώτισσα και εγώ δεν είχα ιδέα να τους πω, και έφυγα για να ανέβω στο ελικοφόρο. Το φερε όμως έτσι η τύχη με εμένα να έχω, κλασικά τη θέση στο παράθυρο, δίπλα μου στις δυο εναπομείναντες να κάθονται οι νεοαποκτηθέντες φίλοι μου. Συστηθήκαμε και επισήμως. 

   Ο μεγαλύτερος σε ηλικία και ασπρομάλλης ήταν ο κυρ Γιάννης και ο άλλος ήταν ο ανιψιός του ο κυρ Κώστας. Εγώ ήμουν δίπλα στον κυρ Γιάννη ο οποίος όπως χαρακτηριστικά ανέφερε είχε σαράντα χρόνια να μπει σε αεροπλάνο. Λίγο καιρό μετά τις εκλογές ήταν αναπόφευκτο να πιάσεις κουβέντα που να μην οδηγήσει σε πολιτική συζήτηση. Μιλώντας για την κατάσταση της χώρας προκάλεσα την πολύ τρυφερά και αστεία εκδηλωμένη ερώτηση του κυρ Κώστα "είσαι αριστερή;". Για να είμαι ειλικρινής, σάστισα λίγο γιατί δεν ήξερα τι να απαντήσω. Φαινόταν απλή ερώτηση μα για μένα τα όρια δεν είναι τόσο ευδιάκριτα όπως ήταν τότε για τις δικές τους τις γενιές. Απάντησα με λέξεις που πίστευα ότι έδιναν ορισμό του τι θεωρώ πως είμαι. Δεν ξέρω τι κατάλαβαν. Βασικά και εγώ δεν είμαι σίγουρη ότι κατάλαβα τι είπα. Τέλος πάντων, μέσα από την κουβέντα μας συνειδητοποίησα γιατί είχα συμπαθήσει εξαρχής τόσο τον κυρ Γιάννη. Ξεκίνησε να μου λέει για τη φτώχεια που είχε περάσει και ότι αναγκάστηκε να κάνει διάφορες δουλειές ανά τα χρόνια για να ζήσει. Επί χούντας συγκεκριμένα ήταν λούστρος. Μα έρχονταν κάθε τόσο οι αστυνομικοί και δεν τον άφηναν να βγάλει το ψωμί του. Τον έδιωχναν κάθε τρεις και λίγο και τον κυνηγούσαν. Κυνηγητό στο κυνηγητό έφτασε η ώρα που τον έδιωξαν μια και καλή από το νησί. "Σε στείλανε κυρ Γιάννη διακοπές σε άλλο νησάκι;" του λέω εγώ η έξυπνη με διάθεση να τον πειράξω γιατί μου έδινε την εντύπωση ότι ήταν ένας άνθρωπος που ήδη γνώριζα. Και κατά κάποιον τρόπο έτσι ήταν. Η ερώτηση μου του προκάλεσε ένα διάπλατο χαμόγελο και το μπράτσο του ήρθε με αυθόρμητο τρόπο να με αγκαλιάσει σφίγγοντας με στιγμιαία. Τον είχαν στείλει όντως εξορία σε ένα ακριτικό νησί αλλά ευτυχώς όχι για πολύ καιρό όπως μου είπε. 

   Συνεχίζοντας το ταξίδι στη ζωή αυτού του ανθρώπου, φτάσαμε και στην Κατερίνα. Ήταν η μεγάλη του αγάπη και θέλανε να φύγουν μαζί στο εξωτερικό. Εκείνη πήγε στην Αυστραλία και του είχε πει πως θα του φτιάξει τα χαρτιά και θα του τα στείλει για να την ακολουθήσει και αυτός. Έτσι και έγινε. Η Κατερίνα έφυγε, ετοίμασε όλα τα χαρτιά και του τα έστειλε. Όλα έτοιμα. "Εκτός από ένα," είπε ο κυρ Γιάννης. Εκείνη τη στιγμή ήταν σαν να είδα μπροστά μου τη φλόγα που άναψε μέσα του και τον έκανε να σφίξει τα δάχτυλά του σε μια γροθιά που έπεσε στο πλαστικό τραπεζάκι του μπροστινού καθίσματος. Είδα τόσα χρόνια μετά να τον καίει ακόμα το κρίμα αυτού του διαολεμένου χαρτιού... Ναι, σωστά μαντεύουμε. Το χαρτί που του έλειπε ήταν αυτό των κοινωνικών φρονημάτων. Αυτό που έκανε τον κυρ Γιάννη να ξεμείνει στην Ελλάδα. Να φτιάξει αλλιώς τη ζωή του. Αλλά παρόλαυτα συνέχισε να παλεύει με κάθε τρόπο και με όλη του την ψυχή και να μην αποθαρρύνεται. Δεν είχε δα και άλλη λύση. Παντρεύτηκε εδώ, έκανε παιδιά, τα μεγάλωσε. Μόνο να, κάτι στιγμές σαν αυτή, όταν το σκεφτόταν ο πόνος της ψυχής οδηγούσε το χέρι του στην ίδια γροθιά και έκανε το χρόνο να μοιάζει ασήμαντος... 

   Στο κινητό μου έχω σημειωμένη τη διεύθυνση και το πλήρες όνομα του κυρ Γιάννη. Συμφωνήσαμε ότι αν ποτέ ξαναπάω στο νησί του, θα πάω να τον δω και θα μου πει και άλλες ιστορίες. Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω αν θα μπορέσω. Ίσως να βαρέσω και εγώ τη γροθιά στο τραπέζι και να το επιχειρήσω μια μέρα. Τον κυρ Γιάννη όμως τον έχω κουβαλήσει μες στην καρδιά μου. 


Σάββατο 6 Ιουλίου 2013

Κάθε φορά

Κάθε φορά οι αγκαλιές του αποχαιρετισμού πύκνωναν.
Κάθε φορά ξεχείλιζε η αγάπη από τα μάτια.
Άφηνε καθένας μας ένα κομμάτι της ψυχής του εκεί. 
Στις δύσκολες ώρες γυρίζαμε πίσω στο ίδιο σημείο.
Με το νου ή με το σώμα. Μα ο καθένας μόνος.
Ψάχνοντας καταφύγιο σε εκείνες τις στιγμές.
Και κάθε φορά το βρίσκαμε.
Ήμασταν εκεί 
μαζί ακόμα κι όταν δεν ήταν κανείς. 
Ανασαίναμε ο ένας τον άλλο κάθε φορά.
Και έτσι φτιάξαμε τη δική μας αιωνιότητα. 

Τετάρτη 3 Ιουλίου 2013

Πρωινό ανάμεσα σε τρεις πόλεις

    Τι ωραία που είμαστε όλοι εδώ στην αναμονή. Σχεδόν μια παρέα αλλά καθείς στο τραπεζάκι του. Εκτός από τους δυο νιους στο βάθος που επιδίδονται σε πρωινό καβγαδάκι για κάποια μυστηριώδη εξαφάνιση πεντακοσίων ευρώ. Θα φταίει που καταργήθηκε το αντίστοιχο χαρτονόμισμα μιας που ο βασικός μισθός είναι πλέον κατώτερός του. Ναι σίγουρα αυτό θα φταίει. Για αυτό θα διαφωνούν. Ξέρουν άραγε ότι βγήκε καινούριο πεντάευρω; Να πάω να τους το πω αν είναι να σταματήσουν τον καβγά. 

   Απέναντί μου απλώνεται μια πολυπληθής παρέα νιων τρίτης ηλικίας. Μεταξύ τους και κάποιοι νεότεροι που ρουφάνε με σθένος τις κουβέντες των παλιότερων και προπονούνται έτσι και για τη δική τους άφιξη στην ηλικία αυτή. Στην αρχή οι συζητήσεις ήταν ευχάριστες. Το καλαμπούρι έδινε και έπαιρνε. Τώρα κάποιο περίεργο ξωτικό έφερε τη συζήτηση στα "λεφτά". Το θέμα εξαιρετικά σοβαρό και ανησυχητικό εξαπλώνεται και στα διπλανά τραπέζια. Λίγο η εξάπλωση λίγο η ζέστη σωστό καμίνι έγινε η υπόθεση. 

   Υπάρχει όμως και ένα τραπεζάκι που δεν συμμετέχει στις συζητήσεις. Με έναν άνθρωπο που κάθεται μόνος. Πέρα από το παρεάκι με τα φρεσκοξυρισμένα πρόσωπα και τα προσεγμένα μουστάκια βρίσκεται αυτός αξύριστος, με άσπρα αδάμαστα γένια και μορφή σιωπηλή. Πώς να τον κοιτάξω και να μην τον αγαπήσω; Πιθανότατα είναι από άλλο χωριό και βρέθηκε εδώ για άλλον σκοπό. Δε συναναστρέφεται με το κομβόι των υπολοίπων. Δε μιλά, δεν αναλύει. Χάνεται στα μονοπάτια της σκέψης προσπαθώντας να μπλοκάρει την γύρω οχλαγωγία. Αυτός ο άνθρωπος, σας λέω, μοιάζει να κατέχει το μυστικό της ζωής. Μα δεν το προδίδει έτσι απλά. Το έχει καλά κλεισμένο σε ένα σεντούκι με σπασμένο κλειδί. Όση ώρα τον παρατηρώ, τα μάτια του συνεχίζουν να κοιτάζουν στο βάθος, λες και βλέπει μπροστά του πλήθος από κινούμενες εικόνες. Ανακαλύπτω πως είμαι πάντα με τους τρελούς και τους σιωπηλούς. Αυτοί είναι οι άνθρωποι μου. Όχι από επιλογή. Από κάτι σαν έμφυτη τάση. Δε λέω. Ωραίο το καλαμπούρι. Μα ωραία και η σιωπή. Πιο αληθινή.  

 "Πιάσε μου μια τυρόπιτα βρε κοπελιά", φωνάζει ένας από τους φρεσκοξυρισμένους παππούδες στην σερβιτόρα και με ξυπνάει από το βαθύ ύπνο των δικών μου σκέψεων. Ναι συμφωνώ. Ας φέρει μια τυρόπιτα η κοπελιά. Να πέσουν τα ψίχουλα κάτω. Να μπορέσουν να τραφούν από την τυρόπιτα του φρεσκοξυρισμένου παππού και οι μικροί πτερωτοί πιλότοι μας που πραγματικά αξίζουν βραβείο ζωηράδας. Όση ώρα είμαι εδώ μοιάζουν να τα περνούν πιο καλά από όλους. Αξιοθαύμαστα αυτά τα τρελούτσικα σπουργίτια που σαν πρωταγωνιστές του Αρκά, έμαθαν να ζουν μες στις πόλεις και να χοροπηδούν με άψογη τεχνική πάνω στο μάρμαρο. Γλιστρώντας λίγο λίγο σε κάθε προσγείωση, γιατί όπως και να το κάνουμε, αυτό το πάτωμα με την ανύπαρκτη τριβή δεν είναι φτιαγμένο για τα ποδαράκια τους. Κλεφτρόνια από τα λίγα, βουτούν τα ψίχουλα με ελαφρά αστεία πηδηματάκια και ύστερα πετούν για να γυρίσουν ξανά.  Ώρα μου να φύγω και εγώ. Το λεωφορείο των 13.15 για τον προορισμό της κοπέλας που σκαλίζει λέξεις στο χαρτί αναχωρεί.