Τετάρτη 11 Ιουνίου 2014

Η ελπίδα του ατέλειωτου καημού

Κάθε χρόνο στο ίδιο σημείο, έκαιγε η ίδια φωτιά από τα αποκαΐδια διαφορετικών σκέψεων. Κάθε χρόνο στο ίδιο σημείο, η μάνα τάιζε τα παιδιά και τα κρατούσε σφιχτά από το χέρι μην της φύγουν και ξεμακρύνουν. Κάθε χρόνο στο ίδιο σημείο, απαντούσε ο αδερφός αδέρφια από άλλες εποχές, άλλους πατεράδες μα μάνα την ίδια. 

Έπαιρνε η νύχτα φωτιά και σπινθηροβολούσαν τα ασημένια της μαλλιά στον αέρα και ο κόσμος ήταν κάθε μέρα στο ίδιο σημείο και αποχαιρετούσε το ρημαδιό. Κρατούσε στα χείλια την ανάσα ενός δράκου και στα πόδια του μέσα έκρυβε ένα ξυράφι για τις μέρες εκείνες που θα χρειαστεί να κόψει το φόρεμα των αντιλήψεων στα δύο και να χορέψει μαζί τους γυμνός.

Κάθε χρόνο στο ίδιο σημείο, ανέπνεαν κρίνα και χαιρετούσαν κρυφά στα σκαλιά την Μαρία, γνωστή και ως ελπίδα του ατέλειωτου καημού, που κρυβόταν πίσω από τις χιλιοτρυπημένες σανίδες της καλύβας, με τις πρόκες που προεξείχαν ακόμα. Και έλεγες, αυτά εδώ δεν είναι αγκάθια που τα ακουμπάς γιατί μέσα τους παραμονεύει η πίκρα, και όποιος τολμηρός τα αγγίξει, θα πάρει πάνω του την τύχη μιας πεταλούδας που θα τον οδηγήσει σε σπηλιές και κατακόμβες. 

Κι όποιος κρύβεται, ύπουλος πάντα δεν είναι. Αλλά για τα λεγόμενα του τρελού αυτού κόσμου και η σαύρα ακόμα, που κυλιέται στο χώμα, δισυπόστατη έννοια έχει, γιατί όταν γυρίσει ανάσκελα θα δεις την κόκκινη κοιλιά της και τότε τρέχα να κρυφτείς από κινδύνους που κρύβονται μέσα σε καλύβες, γκρεμισμένες σκεπές και άδειες καρδιές. 

*
Κανείς δεν το ήθελε περισσότερο από εσένα εκείνη τη στιγμή να αγγίξει το γυμνό κορμί της αβύσσου και να φυτέψει πάνω του την πράσινη μιλιά του. Κανείς κανείς κανείς ποτέ δεν ξέρει. Κανείς ποτέ δεν θα μάθει ότι οι στιγμές που βράζει το καζάνι είναι οι λιγότερο τρομακτικές γιατί τουλάχιστον εκεί ξέρεις ότι υπάρχει φωτιά. Φαντάσου να μην υπήρχε η ηλιαχτίδα στα μάτια σου. Τότε θα είχαμε χαθεί πραγματικά και θα περιπλανιόμασταν σε κόσμους ξένους κι ας ήμασταν ακόμα στο μέρος που σιωπηλά γεννηθήκαμε. 

Εγώ όμως σε γέννησα μια βραδιά με σύννεφα που κελαηδούσαν τα αστέρια, για αυτό και τώρα βλέπω κάθε φορά στα μάτια σου τα δικά τους. Και το κρύο δεν σε αγγίζει γιατί μέσα σου φλέγεσαι και ποτίζεις τη δίψα όλων των πεθαμένων. Και εκείνοι σε ευχαριστούν και καρδιοχτυπούν ξανά για την αγάπη που φέγγει στο κάλεσμα σου. 

Άνοιξε το ντουλάπι της εύθυμης μελωδίας, να βγει έξω λίγο φως και αγκάλιασέ το με τρόπο που να το έχεις για πάντα εκεί μα που την ίδια ώρα να είναι ελεύθερο να φεύγει και όταν λείπει να κοιτάς στην αγκαλιά σου και να είναι ακόμα εκεί. Έτσι κάνει η μάνα. Κάνε και εσύ το παιδί και έλα κοντά μου να κάτσουμε, ιστορίες να πούμε και όταν πια η δίψα τη νύχτα μονομιάς θα ασβεστώσει, έλα αγκαλιασμένοι σαν τα φύλλα της λεμονιάς να κοιμηθούμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου