Δευτέρα 4 Αυγούστου 2014

Κι ύστερα σιωπή

Οι αναμνήσεις φώτα που τρεμοπαίζουν στη γνωστή συχνότητα.
Οι νυχτερίδες σε κάθε ευκαιρία μασουλάνε τα ίδια τους τα πόδια.
Ο ταβερνιάρης αγέλαστος φέρνει τις κανάτες με το κρασί.
Οι θαμώνες απελπισμένοι ψάχνουν κάτι που δεν είναι εκεί. 
Αρνήθηκε ο κυρ Σπύρος να πληρώσει το λογαριασμό.
Έγινε σαματάς μεγάλος και ήρθε το αστυνομικό.
Ψάξανε στις τσέπες του να δούνε τι θα βρουν.
Βρήκανε δυο σπίρτα, ένα φυτίλι και ένα κλωνάρι βασιλικό.
Τα σπίρτα τα βρήκε πεταμένα στο δρόμο μια μέρα 
προσπαθώντας στα τέσσερα να πάει στη δουλειά πιο πέρα.
Το φυτίλι το πήρε από μιας εικόνας θαυματουργής λέει το καντήλι,
για να νιώθει ότι έχει ένα θαύμα μαζί του πάντα όταν το χρειαστεί.
Το κλωνάρι με ένα χαμόγελο μαζί, του το χάρισε ένα πρωινό η Αυγή.
Του είχε δώσει ακόμα, για να τον φυλάει, μέσα σε ένα μαντήλι
στα κρυφά, μια τούφα από τα χρυσά της τα μαλλιά. 
Τον γυρίσανε ανάποδα και όσο καλά και αν τα είχε κρύψει
δεν την γλίτωσε, το μικρό του θησαυρό κάποιος να ανακαλύψει.
Του πήραν το φυτίλι γιατί το θαύμα ήταν ξένο και δεν του άνηκε.
Πήραν και το κλωνάρι για να το βάλει ένας κομψός θαμώνας στο πέτο.
Του πήραν τα χρυσά μαλλιά, φανερά για τον αγώνα του χρέους που δεν 
εχάθει.Τα υπόλοιπα τα κράτησαν δικά τους για να μην πάνε στράφι.
Του άφησαν μόνο τα σπίρτα. Αλλά χωρίς το σπιρτόκουτο. Εκείνο
το έδωσε ο ίδιος σε ένα ποντικό που ήθελε κάπου να φωλιάσει.
Τα δύο σπίρτα ήταν δύο επιπλέον ξύλινα δαχτυλάκια.
Έκατσε στην άκρη ενός πεζοδρομίου λίγο να αγαλλιάσει.
Τα κοιτούσε, τα κοιτούσε, τα κοιτούσε και απορούσε.
Τα βράδια έμπαινε στα σπίτια των ανθρώπων που κοιμούνται,
άλλαζε χρώματα στους τοίχους και έπειτα γυρνούσε
και τα κοιτούσε, τα κοιτούσε μήπως και κατά τύχη μια μέρα 
φυτιλιάσουν από μόνα τους, σαν από θαύμα και μυρίσουν βασιλικό.  


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου