Όπου γης ξεχασμένη η αμέριμνη Ερημιά. Πότε σε άδειους δρόμους, πότε σε μονοπάτια βουνών καλά κρυμμένα. Τη γνωρίζουν τα έλη που κάτω από τα στάσιμα νερά τους, καταχωνιασμένα φυλάνε μυστικά. Τη γνωρίζουν τα χελιδόνια που διάλεξαν να φύγουν αργά. Τη γνώρισε σε ένα ταξίδι του και ο αγέρωχος Νοτιάς. Περπάτησε η Ερημιά στο γιαλό και απέμειναν στην αμμουδιά τα βήματά της. Μα εκείνος άκουσε τον ήχο των γυμνών ποδιών που σάλευαν την άμμο και βρέθηκε ευθύς κοντά της. Ενώ τα αεράκια έπαιζαν κυνηγητό, πότε άτακτα και πότε με σειρά, κύλησε ο έρωτας σαν ψίθυρος μολυβιού πάνω στο χαρτί και πότισε σαν ιδρώτας τα διψασμένα τους κορμιά. Μα ο Νοτιάς ο γεννημένος κάτω από τα όστρακα, ο πολυάσχολος πιστός της εποχής, όλο φεύγει και ταξιδεύει. Η Ερημιά το ξέρει αυτό καλά. Όσο εκείνος κοιμάται στο κρεβάτι της, εκείνη του πλέκει το τραγούδι του προσεκτικά.
Κανείς δε ξέρει που εκρύβεται
κανείς δε ξέρει που πηγαίνει
μονάχα στην ανηφοριά
εβρίσκει χώρο και ανασαίνει.
Έχει σπαρτά να ζωντανέψει
ανθρώπους να πλανέψει
βροχή και πειράγματα να φέρει
τα ατίθασα πουλιά να μεταφέρει.
Μα η καμπάνα του φωτός θα σημάνει ξημέρωμα. Ώρα του θα είναι να φύγει πάλι. Θα μείνουν κρύα τα σεντόνια. Θα αδειάσει η αγκαλιά. Θα του φορέσει το μανδύα του. Θα του δώσει το καπέλο του. Τα δάχτυλά της θα ζωγραφίσουν τα χείλη του. Θα του αφήσει ένα φιλί για φυλαχτό σχεδόν ευλαβικά. Θα τον αποχαιρετήσει πάλι πνίγοντας τις λέξεις. Και θα κοπάσει τη σιωπή μέσα της που κάθε φορά ουρλιάζει: "Μη φεύγεις αγάπη μου ξανά..."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου