Συγγνώμη που άργησα. Είναι που. Να. Δεν προλαβαίνω. Όχι γιατί δεν έχω χρόνο μα γιατί τον χρόνο που έχω τον κάνω κάτι άλλο. Κάτι αφηρημένο. Δεν ξέρω πως. Απλά μετά ξυπνάω σαν από βαθύ ύπνο και νιώθω ότι ο χρόνος πέρασε. Που πήγε ακριβώς δεν ξέρω να σου πω. Νομίζω ότι έστριψε στην δεύτερη γωνία αριστερά. Μα δεν προλαβαίνω. Δεν σε πρόλαβα και χτες να σου πω αυτά που ήθελα. Αλλά από την άλλη ούτε και εσύ προλάβαινες. Τι τα θες. Έτσι είναι. Τέτοιες εποχές, τέτοιες ζωές και η κουβέντα εύκαιρη. Δεν πρόλαβα να σου πω πως δεν δαγκώνω. Δεν πρόλαβα να σου πω πως δεν με νοιάζει. Όχι πια. Δεν πρόλαβα και να μαγειρέψω. Θα φάω όποτε προλάβω. Ίσως μέσα στο μετρό. Καθοδόν. Αλλά να, νομίζω με είδαν που έτρωγα και μετά έβγαλαν ανακοίνωση την επόμενη μέρα ότι απαγορεύεται. Λες να με θυμόντουσαν; Δεν με νοιάζει. Είναι που δεν προλάβαινα. Συγγνώμη που σε χτύπησα προσπαθώντας να τρέξω για να προλάβω. Δεν είναι πάντα ότι έχω λόγο που τρέχω. Αλλά να. Η συνήθεια. Βλέπω όλους τους άλλους να τρέχουν και να μην προλαβαίνουν και κάνω και εγώ ότι βιάζομαι για να μην με πουν απροσάρμοστη. Καταλαβαίνεις. Ο ρυθμός της εποχής και εγώ τρέχω από πίσω του. Δεν προλαβαίνω καν να μιλήσω μαζί σου, ελπίζοντας ότι από την αλληλεπίδραση, από αυτή τη μικρή ψιλοκουβεντούλα, θα ενεργοποιηθεί η σωστή ηλεκτρική εκκένωση στον εγκέφαλο για να κολλήσω το ένα και ένα κάνει δύο. Κι όταν αυτά δεν κολλάνε όσο και να τρέχω δεν φτάνω. Δεν προλαβαίνω. Μα δεν προλαβαίνεις και εσύ. Τρέχεις να προλάβεις και πάνω που ήθελα να σου μιλήσω έφυγα. Ήθελα να σου πω κάτι σημαντικό. Μα βιαζόσουν. Βιαζόμουν και εγώ και φοβήθηκα να μη χάσω το χρόνο μου μιλώντας μαζί σου. Κατάλαβες δηλαδή τι γίνεται τώρα. Βιασύνη πολύ. Χρόνος δεν υπάρχει. Πού να βρεθεί. Πώς. Εδώ δεν βρίσκονται άλλα.
Βιαζόταν και η κοπέλα που πέρασε χτες μπροστά μου διασχίζοντας ανθρώπινα χαρτόκουτα. Βιαζόταν ο μπαμπάς της μικρής που την τραβολογούσε από το χέρι. Μα η μικρή δεν βιαζόταν και γύρισε να με κοιτάξει και να χαζέψει τα μυστήρια μπλε νύχια μου. Μα ύστερα την τράβηξαν πάνω που πήγε να μου χαμογελάσει. Δεν πρόλαβα και εγώ να δω ολόκληρο το χαμόγελο. Μα πρόλαβα να δω ένα μωράκι με σκούφο που το είχαν ντύσει σαν κρεμμύδι και ενώ ο άνεμος έδερνε και έπαιρνε και οι γονείς έτρεχαν σαν τρελοί για να γυρίσουν σπίτι, ο μικρός την είχε καταβρεί με κάποια άφωνη μελωδία και χτυπιόταν σαν να κάνει πρόβα για μέταλ συναυλία. Μπορεί απλά να προσπαθούσε να κουνήσει το σκουφί από το κεφάλι του. Αλλά τουλάχιστον πρόλαβε. Κάτι ήταν και αυτό. Όταν έρθει μάλιστα η ώρα να πάει στην πρώτη του συναυλία θα έχει προλάβει να προετοιμαστεί. Ελπίζω. ΄
Να μην προλαβαίνεις να αλληλεπιδράσεις. Αυτό είναι μαγεία. Μα η μεγαλύτερη όλων είναι ότι όταν τελικά προλάβεις έχεις ξεχάσει πως είναι. Πασχίζεις να θυμηθείς και μέχρι να τα καταφέρεις να πέρασε πάλι η ώρα. Κοιτάζω όμως στη μαγική μου γυάλα και με βλέπω ένα βράδυ. Το ρολόι μένει δίχως μπαταρία. Χαζεύω το ποτήρι με το κόκκινο κρασί υπό το φως ενός κεριού. Οι φωνές στο ημίφως είναι γνωστές και γελαστές σαν τις μελωδίες που αγαπώ. Ξέρεις. Από εκείνο το γέλιο το ζεστό. Σαν το φως του κεριού. Τότε κάνω μια σκέψη. Μόνο μία αρκεί. Τότε σκέφτομαι πως αυτήν εδώ τη στιγμή δε βιάζομαι. Θα γεμίσω το ποτήρι που αδειάζει. Όχι ότι αρκεί. Ποτέ δεν θα αρκεί. Δεν πρέπει να αρκεί. Μα να. Ξέρεις. Ο χρόνος που κυλά είναι από μόνος του μοναξιά. Για αυτό και η ανάγκη για τις ηλεκτρικές εκκενώσεις.
somewhere on a desert highway
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου