Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2014

Σώπα μου

Σώπασε καλό μου.
Κι άλλο πια μην κλαις.
Έρχονται μέρες βουβές.
Στον άνεμο του τρόμου.

Μα δεν θα φοβηθούμε.
Στο 'χω πει πως όχι.
Το χέρι θα κρατούμε.
Στου φόβου την απόχη.

Το ξέρω δεν σ' απαντούν.
Ήσυχο δεν σ' αφήνουν.
Μήτε όρθιο μήτε καθιστό.
Κι ούτε νερό σου δίνουν.

Μόνο σώπασε καλό μου
και έλα να κοιμηθούμε.
Τον κόμβο των πειρατών
μαζί θα τον διαβούμε.

Ας χτυπούν τα γιαταγάνια.
Σε γκρίζους ουρανούς.
Ας κυνηγούν τα καραβάνια.
Σε δρόμους σκοτεινούς.

Θα σου χαρίσω την αυγή.
Της λήθης το καμάρι. 
Δώρο στην παρακμή.
Φρέσκο αγνό θυμάρι. 

Μονάχα σώπασε καλό μου.
Εγώ που σ' αγαπώ.
Αγκαλιά σ' ολάκερη τη νύχτα.
Θα δεις, θα σε βαστώ.

Τις κρύες άδειες νύχτες.
Στον ήλιο θα μιλούμε.
Τις κρύες άδειες μέρες.
Στους κάμπους θα πετούμε.

Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2014

Φωνούλες και ήλιος

   Ο χειμώνας είναι αυτό που είναι και όσα πρέπει να είναι, ανάμεικτος με τα πράγματα που δεν θα έπρεπε να είναι. Αλλά σε τελική ανάλυση, ποιοι είμαστε εμείς που θα πούμε στα στοιχεία της φύσης, πότε και πως, θα κάνουν τη δουλειά τους. Δεν βρέθηκε ωστόσο, ώρα καταλληλότερη για να θυμίσει ένα κομμάτι άνοιξης, μέσα στην καρδιά του χειμώνα, σαν και τώρα, που μόλις πέρασε. Μα αυτό το κομμάτι της θύμησης είναι από στρογγυλό ψωμί που βγαίνει φρέσκο και αχνιστό από το φούρνο του χρόνου. 

   Είχε ήλιο εκείνη τη μέρα και έπρεπε κάπως να μην πάει χαμένη. Απόφαση από τους δασκάλους να πάρουνε το δρόμο για μια εκδρομή με μπουλούκια από παιδιά να τους ακολουθούνε φωνάζοντας. Φωνούλες και ήλιος. Σαν να μην υπήρχε άλλο τίποτα στην απέραντη γη, εκτός από τον δρόμο τον στρωμένο με τις φωνούλες. Οι δάσκαλοι άφησαν τα παιδιά να σεργιανίσουν μα να μην απομακρυνθούν και πολύ. Απαγορευόταν να φύγουν από την περιοχή εκείνη. Το είπαν οι δάσκαλοι και όλα τα παιδιά υπάκουσαν ανεξαιρέτως. Σχεδόν όλα. Υπήρχαν και δύο που φάνηκε να χαζεύουν την ώρα που μιλούσαν οι δάσκαλοι. Ή για να είμαστε πιο συγκεκριμένοι, που δεν ήξεραν τι θα πει η λέξη απαγορεύεται. Μη γνωρίζοντας τον ορισμό ποιος μπορούσε να τα κατηγορήσει αν την καταπατούσαν; Η πόλη ήταν μικρή. Αρκετά μικρή ώστε και ένα μικρό παιδί με λίγη παρατηρητικότητα να θυμάται τους δρόμους και να μετακινείται με μεγάλη ευκολία μεταξύ δρόμων και παραδρόμων. Αρκετά, ώσπου να φτάσει στο μέρος όπου ο τελευταίος δρόμος με άσφαλτο είχε θέα στη λίμνη. 

Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2014

Κουρνιάζοντας

Αναριγά καμιά φορά το σπουργίτι που φωλιάζει στην καρδιά μου.
Με ζεσταίνουν τα πούπουλα, σα μένει μόνο η σιωπή με τη μιλιά μου.
Κρύψου καλό μου πετούμενο. Κρύψου όσο καλά εσύ θέλεις. 
Τον λόγο εγώ δεν σου ζητώ. Της απονιάς τη δύναμη εσύ καλά την ξέρεις.
Κουράγιο δεν σου δίνουν πια τα κλαδιά των δέντρων. 
Κουράγιο δεν σου δίνουν της πόλης τα άψυχα μπετά των κέντρων.
Κρύψου αδύναμο μου εσύ σπουργίτι. Κρύψου ώσπου η άνοιξη να ρθει.
Να γίνεις τότες χελιδόνι.  Να χτίσεις τη φωλιά σου.
Με αγάπη εγώ θα τραγουδώ σε εσέ και τα μικρά σου. 
Απάγγειο θα γίνω μέχρι ο χειμώνας να περάσει.
Ανάσα εγώ θα δίνω, κουβέρτα ζεστή να σε σκεπάσει.
Κρύψου καλά μικρό μου περιστέρι. Ο ήλιος ακόμα μας δαγκάνει.
Θα ρθει η ώρα να βρεις και το δικό σου ταίρι.
Και η αγάπη του κόσμου την καρδιά σου θα τη γιάνει.
Τα πούπουλα με γαργαλούν. Πασχίζει να κρυφτεί. 
Όλο και πιο βαθιά στη χούφτα μου να μπει. Κι όλο και με ζεσταίνει.
Ανασκαλεύει το χώμα από το οποίο έχω φτιαχτεί.
Γλυκούς ήχους βγάζει κουρνιάζοντας κι υπομονετικά αναμένει. 

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2014

Το σημείο

Έμεινε το βλέμμα σε ένα σημείο.
Καρφώθηκε εκεί.
Τίποτα που να μπορεί να το μετακινήσει.
Κοιτούσε με τόση προσήλωση.
Μα δεν το έβλεπε καν.
Έβλεπε μύρια άλλα.
Εκεί που άλλοι έβλεπαν ένα σημείο.
Είδε πιο πολλά.
Κόσμους ολόκληρους πέρα από τον κόσμο.
Ταξίδεψε μακριά.
Σχεδόν ευχάριστα.
Όλοι νόμιζαν ότι κοιτάζει το σημείο.
Δεν ήξεραν.
Πώς μπορούσαν να ξέρουν.
Αποφάσισε να μείνει εκεί.
Πέρα από το σημείο.
Δεν το κατάλαβαν.
Κι όλο ρωτούσαν γιατί.