Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2014

Φωνούλες και ήλιος

   Ο χειμώνας είναι αυτό που είναι και όσα πρέπει να είναι, ανάμεικτος με τα πράγματα που δεν θα έπρεπε να είναι. Αλλά σε τελική ανάλυση, ποιοι είμαστε εμείς που θα πούμε στα στοιχεία της φύσης, πότε και πως, θα κάνουν τη δουλειά τους. Δεν βρέθηκε ωστόσο, ώρα καταλληλότερη για να θυμίσει ένα κομμάτι άνοιξης, μέσα στην καρδιά του χειμώνα, σαν και τώρα, που μόλις πέρασε. Μα αυτό το κομμάτι της θύμησης είναι από στρογγυλό ψωμί που βγαίνει φρέσκο και αχνιστό από το φούρνο του χρόνου. 

   Είχε ήλιο εκείνη τη μέρα και έπρεπε κάπως να μην πάει χαμένη. Απόφαση από τους δασκάλους να πάρουνε το δρόμο για μια εκδρομή με μπουλούκια από παιδιά να τους ακολουθούνε φωνάζοντας. Φωνούλες και ήλιος. Σαν να μην υπήρχε άλλο τίποτα στην απέραντη γη, εκτός από τον δρόμο τον στρωμένο με τις φωνούλες. Οι δάσκαλοι άφησαν τα παιδιά να σεργιανίσουν μα να μην απομακρυνθούν και πολύ. Απαγορευόταν να φύγουν από την περιοχή εκείνη. Το είπαν οι δάσκαλοι και όλα τα παιδιά υπάκουσαν ανεξαιρέτως. Σχεδόν όλα. Υπήρχαν και δύο που φάνηκε να χαζεύουν την ώρα που μιλούσαν οι δάσκαλοι. Ή για να είμαστε πιο συγκεκριμένοι, που δεν ήξεραν τι θα πει η λέξη απαγορεύεται. Μη γνωρίζοντας τον ορισμό ποιος μπορούσε να τα κατηγορήσει αν την καταπατούσαν; Η πόλη ήταν μικρή. Αρκετά μικρή ώστε και ένα μικρό παιδί με λίγη παρατηρητικότητα να θυμάται τους δρόμους και να μετακινείται με μεγάλη ευκολία μεταξύ δρόμων και παραδρόμων. Αρκετά, ώσπου να φτάσει στο μέρος όπου ο τελευταίος δρόμος με άσφαλτο είχε θέα στη λίμνη. 

   Είπαμε, ωραία τα κτίρια και οι δρόμοι, ωραία και τα γήπεδα του μπάσκετ αλλά κάπου εκεί κοντά υπήρχε η λίμνη. Άλλη γοητεία. Ένα πανούργο πνεύμα ήταν αρκετό ώστε να παρασύρει άλλο ένα στην εξερεύνηση που δυο μικρά παιδιά απαγορευόταν να κάνουν. Ήξερε το δρόμο. Ρολόι είχαν. Θα πήγαιναν γρήγορα και θα γυρνούσαν στην ώρα τους για το τέλος της εκδρομής. Αποστολή αρκετά απλή. Λίγη οργάνωση και τακτική και όλα θα πήγαιναν καλά. Κάπως έτσι ξεκίνησαν. Φτάσανε σε δρόμους που είχαν μονάχα χωμάτινα χαλιά και ακολούθησαν την πρασινάδα ώσπου να φτάσουν στην πολυπόθητη λίμνη. 

   Το ταξίδι ήταν λίγο μακρύτερο από όσο νόμιζαν αλλά τα κατάφεραν και έφτασαν. Ο ήλιος άστραφτε πάνω στα νερά. Η λιγοστή ομίχλη του πρωινού εξαφανιζόταν με κάθε καινούριο τικ τακ του ρολογιού. Με φοβίζει έτσι όπως φαίνεται είπε η μία φωνούλα. Γιατί σε φοβίζει απάντησε με απορία η άλλη φωνή που είχε κάνει τη λίμνη σαν δεύτερο σπίτι. Δεν ξέρω είπε η πρώτη. Μη φοβάσαι πρόσθεσε η δεύτερη. Έλα να δεις. Έχει πλάκα. Βούτηξε ένα πεταμένο ξύλο από το έδαφος και βάλθηκε να δαμάσει με μανία το νερό. Ακολούθησε τότε και η άλλη την προτροπή και γίνηκαν δύο τα παιδιά που θέλησαν να μαστιγώσουν τα στάσιμα νερά της λίμνης. Δώστου τα χτυπήματα στο άγνωρο θεριό, δώστου οι σταγόνες να πετιούνται στον αέρα και που και που πάνω τους. Μάλιστα ανακάλυψαν πως κάτω από τις σωστές προϋποθέσεις μπορούσαν να δημιουργήσουν ουράνιο τόξο χωρίς τα βέλη του να χρειαστεί να σημαδέψουνε κανέναν. Εντελώς κατά λάθος καταβρέχονταν εξεπίτηδες. Δεν έβρισκαν καμία ευχαρίστηση σε αυτό. Προσπάθησαν μάλιστα να ψαρέψουν, δίχως φόβο και πάθος, μα φαίνεται πως για κάποιον περίεργο λόγο τα ψάρια δεν δελεάστηκαν από τα ξύλα για να βγουν στην όχθη. Γελούσαν τα νερά, γελούσαν στα κρυφά τα ψάρια και θαρρώ πως για μια στιγμή είδα και τον ήλιο να μην κρατιέται και να σκάει και αυτός ένα χαμόγελο.

   Η ώρα περνούσε και η αποστολή γινόταν όλο και πιο δύσκολη. Ποια πέτρα θα πάει πιο μακριά. Ήταν θέμα ανταγωνισμού. Και πάνω από όλα τιμής. Η τελική αναμέτρηση για τον νικητή ήταν γραφτό να κριθεί στις γκέλες. Το μυστικό είναι στη συλλογή της πέτρας υποστήριζε η μία φωνή. Το μυστικό είναι στον τρόπο που τις πετάς υποστήριζε η άλλη. Το μυστικό ήταν παραπάνω από ένα. Χοροπηδούσαν οι πέτρες πάνω στο νερό. Κοιτούσαν τις πέτρες που χοροπηδούσαν τα ψάρια κάτω από το νερό. Γελούσε ο ήλιος που κοιτούσε τις πέτρες πάνω στο νερό και τα ψάρια που έτρεχαν να κρυφτούν κάτω από αυτό. 

   Έπειτα ήταν πλέον ώρα. Λίγο ακόμα, λίγο ακόμα και πόσο ακόμα, που πέρασε η ώρα όσο και αν προσπάθησαν να την σταματήσουν. Έλα μια τελευταία ματιά στη λίμνη. Μία ακόμα και μετά έπρεπε να φύγουν. Τι παράλογο να έχει μέσα της δέντρα. Σημάδι πως άνθρωποι έκαναν αυτό που έκαναν και ήρθαν και έμειναν εκεί νερά. Μα όσο και να περνούσε ο καιρός κάποια δέντρα στέκονταν ακόμα. Εκεί στο μέσο της λίμνης. Κορμοί έρμοι ποτισμένοι από νερό. Τόσο αφύσικοι και όμως τόσο ταιριαστοί στο παράδοξο αυτό σκηνικό. Κέρδισαν τη θέση τους στο υδάτινο περιβάλλον και πάλευαν μέχρι -κυριολεκτικά- τελικής πτώσης. Τα χρόνια μπορούσαν να λυγίσουν κάποιους από αυτούς. Άλλους πιο γρήγορα άλλους πιο αργά. Μα αυτός ήταν άλλου είδος διαγωνισμός. 

   Πήραν τον ίδιο δρόμο και το ίδιο δρομάκι. Γυρνώντας βρήκαν τα υπόλοιπα παιδιά έτοιμα να φύγουν και τους δασκάλους να τα μαζεύουν για το δρόμο της επιστροφής. Πού ήσασταν εσείς; Είχατε φύγει; Φυσικά και δεν είχαν φύγει. Ήταν όλη την ώρα εκεί. Σχεδόν. Δυο μικρές πανούργες ματιές διασταυρώθηκαν. Το σχέδιο είχε επιτύχει. Όλα τα παιδιά πέρασαν καλά σε εκείνη την εκδρομή. Μα κάποια από αυτά πέρασαν λιγάκι καλύτερα. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου