Παρασκευή 23 Μαΐου 2014

Δίχως όρια

Μορφή που βγήκε από κάποια γωνιά 
της κρυμμένης μου ψυχής και έφτασε 
σε μια πλατεία ακόμα προκειμένου 
να συνειδητοποιήσει το πραγματικό. 

Μορφή που πίσω από τα χρώματα,
τα σταχένια πλημμυρίζει σε ένα 
χωμάτινο λόφο μέσα στα απέραντα 
γαλάζια λιβάδια.

Μορφή που η όψη της ξεχωρίζει 
με τη σκέψη και την γλυκύτητα των 
περασμένων ζωών που η σιγουριά 
τους ξεχειλίζει σαν ένστικτο. 

Μορφή που σέρνει το κάρο του φωτός 
και το μοιράζει στους διψασμένους 
χωρικούς, λεύτερα και αβίαστα 
σαν την πεμπτουσία της.

Μορφή που η άνοιξη την κουβαλάει 
στους ώμους και την ακολουθούν 
μαγεμένα τα χελιδόνια έξω από 
τις ετοιμόρροπες φωλιές τους. 

Υπάρχουν μορφές που η λογική 
δεν είναι ποτέ αρκετή, δε φτουράει 
για να τις περιγράψει. 

Υποκλίνεται και αυτή στο μεγαλείο. 
Αφήνει τις ώρες να περνούν στην 
ασφάλεια μιας κρυστάλλινης φωτιάς. 

Υπάρχουν μορφές ανθρώπινες. Υπάρχουν 
άνθρωποι που δεν τους καθορίζει 
η ανθρώπινη μορφή τους. 

Εκτείνονται απεριόριστα και φεγγοβολούν 
το δίχως άλλο. Υπάρχουν άνθρωποι 
που αγκαλιάζουν με τα μάτια σε 
εποχές που όλοι τα κρατούν δεμένα.

Πέμπτη 22 Μαΐου 2014

Αλησμόνητο

Υπήρξαν ζωές πίσω από τις ζωές.
Ξέρω να το νιώθω και ας μην το εξηγώ. 
Πόσα να πώ. Πόσα να δω. 
Ιστορίες από μια ζωή μόνο και δεν χωρούν 
και αυτές σε τόσο περιορισμένο χρόνο. 

Να ξέρεις τόσα πολλά και να μην σου ανήκουν. 
Στιγμές για να πεις αυτά που δεν χρειάζεται να ξέρεις.
Μα δεν είναι ούτε κρίμα ούτε άδικο. 
Είναι ευτυχία γιατί ευτυχία μόνο μπορεί να είναι 
μια τόσο ανάλαφρη ομορφιά. 

Διάβασε και ξαναδιάβασε τα λόγια. 
Μάθε τις ιστορίες για να τις πεις. 
Μην τις ξεχάσεις. Ανήσυχες πολιτείες. 
Σταθμοί σαν την πιο πράσινη όαση. 
Σταθμοί άγκυρες στις παρυφές μιας ζωής φευγάτης. 

Μίλησε σαν να μην πέρασαν τα εκατομμύρια χρόνια. 
Σαν να δέθηκαν όλα με ένα στάχυ. 
Δεν είναι μόνο η σιωπή που απελευθερώνει. 
Διάβασε και γράψε τα λόγια. Λίγα ακόμα για να θυμηθείς. 
Σαν στάχυ αλησμόνητο στην ερημιά της λογικής.

Κυριακή 18 Μαΐου 2014

Η συντροφιά του αηδονιού

Ανήκουστα. 
Ανήκουστα πράγματα αυτά παιδιά μου.
Πού ακούστηκε, μάτια ν' ακουν 
τη μαύρη νύχτα μες στη νυχτιά μου.

Τι θέλει τώρα και αυτός ο χαλασμός. 
Ρημαγμένος, ξεμαλλιασμένος και άλαλος.
Άλλη δουλειά δεν είχε, μια μέρα σαν και τούτη
Πώς του ρθε να γυρνάει, δώθε και εκείθε,
ψάχνοντας ολούθε με τα κλειστά του μάτια 
πόρτες στολισμένες να βρει να χτυπήσει. 

Πού πας λοιπόν ξένε; Και από που έρχεσαι; 
Αν ήξερες και εσύ για που γυρνάς,
θα σταματούσες πια να γυρίζεις;
Ή θα συνέχιζες με τα μάτια σου κλειστά;

Αλλά να. Είναι που πρέπει κάθε βήμα,
να ακολουθήσει το επόμενο με τη σωστή σειρά,
για να φτάσεις στην ώρα σου στο σπίτι. Εκεί 
που ανέκαθεν τα γαρύφαλλα ήταν λευκά και 
κάνανε παρέα με τα γεράνια του κλειστού ουρανού. 

Οι μέρες -να το ξέρεις- είναι νύχτες μεταμφιεσμένες 
που κρύβονται κάτω από το χαλάκι της εξώπορτας. 
Κανείς δεν μπόρεσε ποτέ τη μάσκα τους να βγάλει, 
γι αυτό γυρνούν ακούραστες, σε εξαίσιο καρναβάλι. 

Μην τις ακούς. Μην τους ακούς. Σειρήνες και λιακάδες
Είναι τα μέρη πολύπαθα και τ' οδυρμού οι μανάδες. 
Μόνο στάσου, μια στιγμή τα μάτια σου να ορίσω. 
Προτού σε βρουν. Προτού σου πουν. Τη θωριά σου,
σε τοίχους στεριανούς θέλω να ζωγραφίσω. 

Κι ας σε ψάχνουν. Κι ας σε ζητούν οι άχαροι οι νέοι. 
Η συντροφιά του αηδονιού η φλόγα σου που καίει.
Περιπλανήσου όσο θες, κι εσύ με τη σκιά σου. 
Θα ρθουν και μέρες βροχερές. Μα θα 'χω τη μιλιά σου. 

Έφυγε νύχτα ο γέροντας. Φεύγει, γυρίζει πάλι. 
Μες στις αυλές σαν το παιδί, χτυπά την πέτρα 
που εμάζεψε μια κρύα μέρα απ' το ακρογιάλι. 
Χτυπά να ρθουν οι πειρατές να τον καλωσορίσουν. 
Χτυπά να ρθουν οι εποχές να τον φιλοξενήσουν. 

Μα ο κόσμος είναι άδικος και αρχή του πάντα είναι. 
Να μη γελούν οι αμυγδαλιές. Κι αν θες να δέσεις, λύνε. 
Και τι είναι τούτες οι φωνές, απόκοσμες σαν ήχου ζάρι.
Να είναι ο γέρος που πονά ή με γελούν οι γλάροι;

Εδώ δεν είναι θάλασσα, δεν είναι περιβόλι. 
Είναι φραγμένοι ουρανοί, ψυχής μικρής και ρόλοι.
Σκηνές απέραντες, φτηνές και ήλιος παραπέρα.
Ανήκουστες, άναρθρες κραυγές κι απόψε στον αγέρα.

Εδώ θα ρθει η θύμηση λευκή σαν περιστέρι,
τον κόσμο τον ανήσυχο να πάρει απ' το χέρι.
Εδώ καρδιά, εδώ ψυχή, εδώ και άλλες μοίρες. 
Εδώ στον τοίχο των νερών, ανάβουνε σπινθήρες. 
Και ποιος να πει και ποιος γιατί.Σιωπή και παραζάλη.
Εδώ εγώ, εγώ και εκεί. Τη νύχτα φεύγω πάλι.  

Σάββατο 10 Μαΐου 2014

Ώρες ώρες

Σας ακούω να μιλάτε.
Με στόμφο ανήκουστο
και βεβαιότητα απαράμιλλη.
Για πράγματα που δυστυχώς,
άθελα μου τα κατέχω.
Θέλω να γυρίσω, να σας πώ. 
Δεν ξέρετε τι λέτε και 
μου ματώνετε την καρδιά.