Πρωί. Εκεί, ήσυχη, σιωπηλή.
Ακίνητη σαν τα δέντρα.
Μέσα στο μυαλό της.
Δεν φυσούσε καν.
Αλλά οι κλέφτες
πετούσαν ολόγυρα.
Kαθόταν στην άκρη του ποταμού.
Άκουγε γυναίκες να κλαίνε.
Πετούσε πέτρες στο νερό.
Οι σταγόνες ανασηκώνονταν.
Άγγιζαν το πρόσωπο της.
Ο καθρέφτης της φύσης
έκανε να φαίνεται πως κλαίει.
Μα δεν έκλαιγε. Απλά καθόταν.
Πετούσε πέτρες στο νερό.
Κι αναρωτιόταν
ως που θα φτάσουν.
Θα τις παρασύρει ο ποταμός;
Στην αγκαλιά του;
Κι είναι μεσημέρι.
Ντάλα ο ήλιος. Μα κόβουν
τη ζέστη τα πλατάνια.
Τα νερά του ποταμού
μοιάζουν να κυνηγιόνται.
Πόσα παιχνίδια ξέρουν.
Πιο πολλά και από τα παιδιά.
Ανύποτη χαρά, αέναα κυνηγητά.
Το βράδυ όμως βγάζει ψύχρα.
Τα νερά δεν έχουν πια χρώμα.
Μουσκεύουν τα μαλλιά. Υγρασία.
Το δέρμα της παγωμένο.
Προσπαθεί να βρει μέσα της
ζεστασιά για να κρατηθεί.
Φως κανένα.
Τα μάτια προσαρμόζονται
στο σκοτάδι.
Νυχτόβια που λαμπυρίζουν.
Θέλησε να κάνει μια βουτιά.
Μα πως. Όλο το σκεφτόταν.
Μα δεν ήξερε πως.
Ξαπλώνει λίγο στην όχθη
να σκεφτεί.
Πέτρες σκαλίζουν την πλάτη της.
Και ανάμεσα το χώμα απατηλό.
Ξεχωρίζει ένα κομμάτι ουρανού.
Πέρα από τα πλατανόφυλλα.
Το αποφασίζει.
Παίρνει φόρα και κάνει
μια βουτιά στον ουρανό.
Αστέρια γίνονται τα μαλλιά της.
Και από Καλλιστώ σε Άρκτο
αλλάζει το όνομα της.
Ακίνητη σαν τα δέντρα.
Μέσα στο μυαλό της.
Δεν φυσούσε καν.
Αλλά οι κλέφτες
πετούσαν ολόγυρα.
Kαθόταν στην άκρη του ποταμού.
Άκουγε γυναίκες να κλαίνε.
Πετούσε πέτρες στο νερό.
Οι σταγόνες ανασηκώνονταν.
Άγγιζαν το πρόσωπο της.
Ο καθρέφτης της φύσης
έκανε να φαίνεται πως κλαίει.
Μα δεν έκλαιγε. Απλά καθόταν.
Πετούσε πέτρες στο νερό.
Κι αναρωτιόταν
ως που θα φτάσουν.
Θα τις παρασύρει ο ποταμός;
Στην αγκαλιά του;
Κι είναι μεσημέρι.
Ντάλα ο ήλιος. Μα κόβουν
τη ζέστη τα πλατάνια.
Τα νερά του ποταμού
μοιάζουν να κυνηγιόνται.
Πόσα παιχνίδια ξέρουν.
Πιο πολλά και από τα παιδιά.
Ανύποτη χαρά, αέναα κυνηγητά.
Το βράδυ όμως βγάζει ψύχρα.
Τα νερά δεν έχουν πια χρώμα.
Μουσκεύουν τα μαλλιά. Υγρασία.
Το δέρμα της παγωμένο.
Προσπαθεί να βρει μέσα της
ζεστασιά για να κρατηθεί.
Φως κανένα.
Τα μάτια προσαρμόζονται
στο σκοτάδι.
Νυχτόβια που λαμπυρίζουν.
Θέλησε να κάνει μια βουτιά.
Μα πως. Όλο το σκεφτόταν.
Μα δεν ήξερε πως.
Ξαπλώνει λίγο στην όχθη
να σκεφτεί.
Πέτρες σκαλίζουν την πλάτη της.
Και ανάμεσα το χώμα απατηλό.
Ξεχωρίζει ένα κομμάτι ουρανού.
Πέρα από τα πλατανόφυλλα.
Το αποφασίζει.
Παίρνει φόρα και κάνει
μια βουτιά στον ουρανό.
Αστέρια γίνονται τα μαλλιά της.
Και από Καλλιστώ σε Άρκτο
αλλάζει το όνομα της.