Πέμπτη 31 Ιουλίου 2014

Χώμα απατηλό

Πρωί. Εκεί, ήσυχη, σιωπηλή.
Ακίνητη σαν τα δέντρα. 
Μέσα στο μυαλό της. 
Δεν φυσούσε καν.
Αλλά οι κλέφτες 
πετούσαν ολόγυρα. 

Kαθόταν στην άκρη του ποταμού.
Άκουγε γυναίκες να κλαίνε. 
Πετούσε πέτρες στο νερό. 
Οι σταγόνες ανασηκώνονταν.
Άγγιζαν το πρόσωπο της. 

Ο καθρέφτης της φύσης 
έκανε να φαίνεται πως κλαίει. 
Μα δεν έκλαιγε. Απλά καθόταν. 
Πετούσε πέτρες στο νερό. 
Κι αναρωτιόταν 
ως που θα φτάσουν.

Θα τις παρασύρει ο ποταμός;
Στην αγκαλιά του;
Κι είναι μεσημέρι. 
Ντάλα ο ήλιος. Μα κόβουν 
τη ζέστη τα πλατάνια. 
Τα νερά του ποταμού 
μοιάζουν να κυνηγιόνται.
Πόσα παιχνίδια ξέρουν. 
Πιο πολλά και από τα παιδιά. 
Ανύποτη χαρά, αέναα κυνηγητά. 

Το βράδυ όμως βγάζει ψύχρα. 
Τα νερά δεν έχουν πια χρώμα.
Μουσκεύουν τα μαλλιά. Υγρασία.
Το δέρμα της παγωμένο. 
Προσπαθεί να βρει μέσα της 
ζεστασιά για να κρατηθεί. 
Φως κανένα. 
Τα μάτια προσαρμόζονται 
στο σκοτάδι.
Νυχτόβια που λαμπυρίζουν. 

Θέλησε να κάνει μια βουτιά. 
Μα πως. Όλο το σκεφτόταν.
Μα δεν ήξερε πως. 
Ξαπλώνει λίγο στην όχθη 
να σκεφτεί. 
Πέτρες σκαλίζουν την πλάτη της.
Και ανάμεσα το χώμα απατηλό. 

Ξεχωρίζει ένα κομμάτι ουρανού.
Πέρα από τα πλατανόφυλλα.
Το αποφασίζει.
Παίρνει φόρα και κάνει 
μια βουτιά στον ουρανό. 
Αστέρια γίνονται τα μαλλιά της.
Και από Καλλιστώ σε Άρκτο
αλλάζει το όνομα της.




Σάββατο 26 Ιουλίου 2014

Αποφάσεις

Παραπεταμένοι μου,
ελάτε να πετάξουμε μαζί, ανάμεσα στις κλειστές πόρτες
και τα σφραγισμένα παράθυρα. 

Παραπεταμένοι μου,
ελάτε να οργώσουμε τα χωράφια της λύπης και της μοναξιάς
να βγάλουμε καρπούς σπάνιους και περιζήτητους.

Παραπεταμένοι μου,
ελάτε να βγούμε έξω στους δρόμους, να ψάξουμε, να μάθουμε
για ποιο λόγο μας (παρά)πέταξαν εδώ.
 
Παραπεταμένοι μου, 
ίσως το μόνο τραγούδι που μας ταιριάζει να είναι 
εκείνο του ανέμου που δέρνεται. 

Παραπεταμένοι μου,
δεν ξέρω να σας οδηγώ και ελπίζω να μην ξέρετε ούτε εσείς, 
η πυξίδα μας είναι χρόνια τώρα χαλασμένη.

Παραπεταμένοι μου, 
σωπάστε, μη σωπαίνετε
γελάστε, μη γελάτε
κλάψτε, μην κλαίτε
πετάξτε, μην πετάτε
ζήστε, μη ζείτε
αγαπήστε, μην αγαπάτε
φοβηθείτε, μη φοβάστε
αρκεστείτε, μην αρκείστε.

Θα σας περιμένω κάτω από ενα δέντρο στη μέση του αχανούς.
Μπορείτε να καβαλήσετε ένα ψέμα και να έρθετε. Η να μην ερθείτε.
Η απόφαση άλλωστε ήταν πάντα δική σας.

Τρίτη 15 Ιουλίου 2014

Μικρός στη θάλασσα

Έπεσαν τα φύλλα της καρυδιάς στα μάτια 
και δεν μπορούσε να δει καλά.
Άκουγε ήχους πίσω από ένα πηγάδι 
θαμμένο με στιγμές
και χαλάρωνε σε μια βάρκα 
με ρετσίνι και ηλίανθους που φύτρωσαν 
δίπλα στο κατάρτι που έσπασε χτες. 

Αλάφιασαν οι βράχοι 
και τα πουλιά έκατσαν γύρω τους 
να τους καθησυχάσουν. 
Τους παρηγορούν δωρίζοντας φτερά 
και ανάσες που μπλέκονται
από το ένα στόμα στο άλλο. 

Όταν οι βράχοι κλαίνε, 
τα δάκρυα τους τα σκουπίζει η θάλασσα. 
Όταν οι βράχοι σπάνε, 
τους παίρνει στην απέραντη αγκαλιά της 
και τους νανουρίζει με αέρηδες 
πότε απαλούς και πότε τρανταχτούς. 

Κι έτσι αυτοί κοιμούνται 
σαν πεταμένες ασπίδες γιγάντων
κομματιασμένοι και ελεύθεροι,
κοιτάζοντας το είδωλο τους στον ουρανό.
Κι όλο αναρωτιούνται αν θα φυσήξει ποτέ
αρκετά δυνατά για να τον φτάσουν. 

Πέρασαν έτσι καιροί μιλώντας με το άραγες,
ώσπου φάνηκε κάποτε στην όχθη ένα μικρό παιδί.
Ξέγνοιαστο και γελαστό, πήρε μια πέτρα, 
τη φίλησε και την πέταξε στη θάλασσα. 

Η πέτρα άγγιξε γρήγορα τον ουρανό, 
βούτηξε αργά στο νερό 
και στάθηκε στα πόδια ενός ψαριού. 
Εκεί ακριβώς, κείτονταν αλυσοδεμένο ένα όνειρο
που είχε ξεχάσει να περπατάει στη στεριά.

Άθελα της το απελευθέρωσε και έπειτα όλοι 
τη θαύμασαν και θέλησαν να την ονομάσουν θεό.
Εκείνη όμως δεν θέλησε 
γιατί ήταν τα λατρεμένα χέρια του παιδιού 
που την είχαν φέρει ως εκεί. 

Και εκείνο το παιδί. 
Έμεινε και γελούσε στον ήλιο.
Μικρός στη θάλασσα. 
Ανάμεσα στην ψυχή και στο βουνό.