Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2016

Ο χορός του αέρα


Έτσι νιώθουν όταν πετούν; 
Τεντώνεται το κορμί.
Τα πόδια γαργαλούν τον αέρα.
Τα χέρια δεμένα.

Τόσος καιρός που δεν σε άγγιξα.
Τα φύλλα σου γύρισαν προς τα κάτω.
Αναξιόπιστη μελάνη έγραψε πάνω τους.
Σταμάτησαν ν' αναζητούν τον ήλιο.

Μα είμαι τώρα εδώ.

Να πατάω το ένα βήμα στο έδαφος
και δεκαπέντε στον αέρα.
Να δημιουργώ τον άνεμο
που παρασέρνει τα φύλλα σου.

Κι εσύ να ταξιδεύεις.

Να προσπαθώ να σε φτάσω.
Φύλλο φύλλο που σκορπίστηκες,
πίσω να σε μαζέψω.


Εσύ να ταξιδεύεις.
Εγώ να ακολουθώ.

Τα μάτια του εδάφους να κοιτούν.
Να στροβιλίζεσαι γύρω μου.
Να γυρνώ με τη φορά σου.

Ένας αιθέριος χορός.

Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2016

Μεταμορφώσεις

Κάμπια ανέβηκα στο Βερολίνο
κάμπια κατέληξα στον Έβρο
φράγματα, τοίχοι, τείχη
και πώς να γίνω πεταλούδα.

Το πελώριο ημιαρκετό

στην κορυφή της ραχοκοκαλιάς
έπεσε ένα χνούδι
ίσα κατάισα στο πελώριο αρκετό.

σίγησαν οι νέοι
ζύγισαν το καλημέρα
και είπαν πως δεν είναι αρκετό.
στηλίτευσαν το καληνύχτα
χωριό σαν έρημο κενό.

αφήνει την γωνιά του δρόμου
μόνη της να κυλήσει
πάει βήμα βήμα
και φτάνει πάλι
στην άκρη της ραχοκοκαλιάς.

πέφτει το χνούδι
λυγίζει και σκύβει το κεφάλι πιο κάτω
στο μόνιμο ημιαρκετό.

κατρακυλά
η καλημέρα και η καληνύχτα,
κατρακυλούν
κι οι νέοι στα σκαλιά.

κακώς που γέμισε νερό ποταμίσιο
μια γούρνα φτιαγμένη
για τη βροχή.
βούτηξαν όλοι εκεί
έκλεψαν τη θέση από τις μύγες.

κι η στέρεα αίσθηση
ενός κέντρου
ενός κύκλου
αποσταθεροποιεί. 

τα καλολαξευμένα και απεριποίητα κανάλια
στέρεα
ευθεία
και δίφθαλμα
στο ανείπωτο άπλετο αρκετό. 

η ακτίνα που κάμπεται
διαθλάται μέσα στο σκέπαστρο
μιας σκέψης υπερ αρκετής
σιλοκουλουριάσαμε
και αλληλοσκουριάσαμε
εδώ ψηλά
στο ύψος της ραχοκοκκαλιάς.

στα υπόγεια

Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2016

Σημείο βρασμού


Μια μέρα που θα βράζει το δέρμα σου,
θα πετάξεις 
τις άχρηστες επιθυμίες στα σκουπίδια

και θα μάθεις
πως τα ομορφότερα λόγια 
λέγονται για να σε παραπλανήσουν,

πως οι άνθρωποι
δεν ξεκίνησαν να χτενίζονται 
για λόγους ομορφιάς 

και δεν υπάρχουν πουθενά δάκρυα
σαν εκείνα 
στις ώρες επισκεπτηρίου.  

Θα μάθεις να τινάζεις
τα ρούχα σου,

να δένεις ψηλά 
τα μαλλιά σου

και να γκρεμίζεις τοίχους 
γελώντας δυνατά.


 

Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2015

Η στενότητα του πανικού

Η στενότητα του δωματίου, 
η στενότητα του μυαλού
ο χώρος στενεύει 
όταν ακριβώς
τον αντιλαμβάνεσαι.
Ξεχειλώνει μαζί με την πτήση, 
χτυπάς το κεφάλι στον ουρανό.
Τα σύννεφα ανεμίζουν,
κυματιστός ο ήλιος
στέλνει τα βήματα του
στη γη των αιώνων 
και στο παγωμένο φιλί 
ενός περασμένου καιρού.

Η στενότητα του δωματίου
δεν είναι όση τη φαντάζεσαι.
Επεκτείνονται οι άνθρωποι,
επεκτείνονται οι ζωές τους.
Δεν έχει πια κεριά η τραπεζαρία
τα όπλα δεν καίγονται απ'έξω.
Η ραφή στη μέρα 
με το μπάλωμα στη νύχτα 
δεν μοιάζουν το ίδιο 
με την αμορφία των κοιτώνων
-άστοχων κρεβατιών-
και μιλούν 
χωρίς να ξέρουν.

Οι καλές προθέσεις 
ξεψυχούν 
στο πέρασμα μιας αφηρημένης ιδέας, 
που αναπάντεχα φόρεσε το φόρεμα της
ενώ είχε μόνο ένα 
-για καλό-
κρεμασμένο στο πίσω μέρος της ντουλάπας
-κρυμμένο- 
αναπάντεχα, 
φανερώθηκε
και βγήκε στον έξω κόσμο 
περίχαρη 
μέχρι που τα σύννεφα πύκνωσαν 
και το παχνί του αρνιού και του κατσικιού
γεμίστηκε 
με άσπρο χώμα 
σαν τον πανικό 
τις στιγμές που όλα χάνονται
και μετά ξαναγυρνούν
αναπάντεχα
με δίχως φορέματα.
Κι οι τακτικοί κανόνες της εξαίρεσης
αφήνουν την κίνηση να εξελιχθεί
κι εξελίσσεται 
σε χώρες,
σε συνήθεια, 
σε μορφές που δεν αναγνωρίζονται 
με γυμνό μάτι 
μόνο αισθάνονται 
σαν να μην ήρθαν από αυτό το θυμό, 
σαν να ήρθαν από άλλον χειρότερο
για να φωνάξουν 
για να φωτιστούν
μα και να υπηρετήσουν 
τη σκιά της ειρήνης κάτω από τα βλέφαρα,
την απαρχή του κάτεργου δίπλα στη λίμνη,
τον τελευταίο λόγο ενός μουγγού
και τον πρώτο καφέ ενός ξυλουργού.

Ο κόσμος γκρεμίζεται 
και δεν χτίζεται 
με τα ίδια μέσα.
Μέσω της αυτοσύνθεσης
παρακαλούνται οι χώροι 
να επεκταθούν, 
οι λωτοί να ανθίσουν 
κι η στενότητα
πότε να επεκτείνεται 
και πότε συρρικνώνεται 
στο θόλο του σπιτιού.
Δις απεριόριστα.

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2015

Στο σπίτι του δεν υπάρχουν φωτογραφίες

Στο σπίτι του δεν υπάρχουν φωτογραφίες 
αγαπημένων προσώπων. 
Δεν υπάρχουν φωτογραφίες 
παλιότερων ευτυχισμένων στιγμών. 
Στο σπίτι του δεν υπάρχουν φωτογραφίες. 

Η αποτύπωση της ευτυχίας, 
αυτής της ολιγόλεπτης ύπαρξης, 
διατρέχει κίνδυνο έξω 
από τη χρονική στιγμή της δημιουργίας της. 

Οι φωτογραφίες κρατούν, δεν ζωνταντεύουν. 
Οι φωτογραφίες παγιδεύουν, δεν απελευθερώνουν. 
Στο σπίτι του δεν υπάρχουν φωτογραφίες. 
Μόνο καρφιτσωμένα ποιήματα στους τοίχους.

Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2015

Τα χέρια σου

Με τρομάζει αυτή η σιωπή. Εικόνες κινούνται φευγαλέα. Σκηνές διαδραματίζονται πάνω στους τοίχους, στις πόρτες, στο δέρμα μου. Χωρίς προβολέα. Τον θυμάμαι πάλι. Να μου κρατά τα χέρια. Τα 'βαλε μέσα στις χούφτες του. Τα 'τριβε για να ζεσταθούν. Όταν έμαθα τα νέα, με διαπέρασε ένας βουβός ήχος. Μέσα απ' το στομάχι, κατα μήκος της σπονδυλικής στήλης. Έφτασε παντού. Χάθηκα τόσο από την πραγματικότητα, που νόμιζα ότι ήμουν ακόμα εκεί. Όλα πήγαιναν κανονικά. 

Συνέχισα να κοιτάω την οθόνη του υπολογιστή. Μια φωνή με σκούντηξε. Απότομα, βίαια, με πέταξε από τη λήθη. Δεν θα πας; Γιατί είσαι ακόμα εδώ; Πρέπει να πας. Πήγα. Όταν τον είδα, τα μαλλιά του ήταν ανακατεμένα. Ψυχοσωματικά συμπτώματα, το είπαν. Προσπαθώντας να ισχυροποιήσει την θέση του, τραβούσε τα μαλλιά του. Το βλέμμα, απλανές, χανόταν. 

Έκανε τόσο κρύο. Περιμένοντας τόση ώρα, έξω από την πόρτα, να έρθει η ώρα. Τα χέρια μου είχαν παγώσει μαζί με την ψυχή. Όταν δεν με πρόσεχε, τον παρατηρήσουσα στα κλεφτά. Αποφεύγοντας να διασταυρωθούν τα βλέμματά μας. Φοβόμουν μη γίνω ρυάκι και κυλήσω έξω από το κτίριο. Έμοιαζε αυτός που ξέρω. Αλλά σαν κάτι να έλειπε. Μια ένδειξη μόνο ζητούσα. Μια ένδειξη να καταλάβω ότι ήταν ακόμα εκεί. Κι έκανε τόσο κρύο. Αυθόρμητα. Τόσο αυθόρμητα που το είπε. 

Τα χέρια σου. Τα χέρια σου παιδί μου. Είναι παγωμένα. 

Έτσι, απλά και φυσιολογικά, μου πήρε τα χέρια και τα ζέστανε μέσα στα δικά του.

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2015

Σπιθαμή

Απένταρη μια τρύπια δεκάρα 
κατρακυλά
κι η κίνηση της ακολουθεί
την ακινησία των ολίγων.
Ελέγχουν τα μάτια τη στιγμή,
καθετί που εκείνη ξεχνά 
κι αυτό καιροσκοπεί. 
Κατρακυλά, 
μαζί με την πεντάρα στην ερημιά.
Γέμισε ο κήπος απρόσμενα
και κουνήθηκαν τ' αστέρια.
Την ώρα της αναμονής
κάθε βήμα πίσω,
σε πάει μπροστά 
κι ας νομίζεις πως η γη
δεν κουνήθηκε
ο ύ τ ε μια σπιθαμή. 

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2015

Γέννηση

Μερικά γράμματα ήρθαν 
από την καλή και επέζησαν. 
Άλλα πάλι ήρθαν ανάποδα. 
Δύσκολη γέννα. 

Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2015

Εγχώρια Προέλευση


Είχαμε προέλευση από τις γάτες
και κάποιος έπρεπε 
να την πληρώσει.

Γι' αυτό, ξεσκίσαμε κάθε είδους ιδέα
και την αφήσαμε
μόνη της,
ν' ανεμοδέρνεται,
να σπαρταρά
μέχρι να κυλήσει το μεδούλι
σαν το νερό.

Κι  εκείνη,
να αντιστέκεται,
να παρακαλά,
έλεος να ζητάει.
Να θρυμματίζεται η αγωνία
και μέσα της αυτή.
Ξανά και ξανά.

Είχαμε προέλευση από τις γάτες
και κάπως έπρεπε 
να ακονίσουμε τα νύχια μας.