Η στενότητα του δωματίου,
η στενότητα του μυαλού
ο χώρος στενεύει
όταν ακριβώς
τον αντιλαμβάνεσαι.
Ξεχειλώνει μαζί με την πτήση,
χτυπάς το κεφάλι στον ουρανό.
Τα σύννεφα ανεμίζουν,
κυματιστός ο ήλιος
στέλνει τα βήματα του
στη γη των αιώνων
και στο παγωμένο φιλί
ενός περασμένου καιρού.
Η στενότητα του δωματίου
δεν είναι όση τη φαντάζεσαι.
Επεκτείνονται οι άνθρωποι,
επεκτείνονται οι ζωές τους.
Δεν έχει πια κεριά η τραπεζαρία
τα όπλα δεν καίγονται απ'έξω.
Η ραφή στη μέρα
με το μπάλωμα στη νύχτα
δεν μοιάζουν το ίδιο
με την αμορφία των κοιτώνων
-άστοχων κρεβατιών-
και μιλούν
χωρίς να ξέρουν.
Οι καλές προθέσεις
ξεψυχούν
στο πέρασμα μιας αφηρημένης ιδέας,
που αναπάντεχα φόρεσε το φόρεμα της
ενώ είχε μόνο ένα
-για καλό-
κρεμασμένο στο πίσω μέρος της ντουλάπας
-κρυμμένο-
αναπάντεχα,
φανερώθηκε
και βγήκε στον έξω κόσμο
περίχαρη
μέχρι που τα σύννεφα πύκνωσαν
και το παχνί του αρνιού και του κατσικιού
γεμίστηκε
με άσπρο χώμα
σαν τον πανικό
τις στιγμές που όλα χάνονται
και μετά ξαναγυρνούν
αναπάντεχα
με δίχως φορέματα.
Κι οι τακτικοί κανόνες της εξαίρεσης
αφήνουν την κίνηση να εξελιχθεί
κι εξελίσσεται
σε χώρες,
σε συνήθεια,
σε μορφές που δεν αναγνωρίζονται
με γυμνό μάτι
μόνο αισθάνονται
σαν να μην ήρθαν από αυτό το θυμό,
σαν να ήρθαν από άλλον χειρότερο
για να φωνάξουν
για να φωτιστούν
μα και να υπηρετήσουν
τη σκιά της ειρήνης κάτω από τα βλέφαρα,
την απαρχή του κάτεργου δίπλα στη λίμνη,
τον τελευταίο λόγο ενός μουγγού
και τον πρώτο καφέ ενός ξυλουργού.
Ο κόσμος γκρεμίζεται
και δεν χτίζεται
με τα ίδια μέσα.
Μέσω της αυτοσύνθεσης
παρακαλούνται οι χώροι
να επεκταθούν,
οι λωτοί να ανθίσουν
κι η στενότητα
πότε να επεκτείνεται
και πότε συρρικνώνεται
στο θόλο του σπιτιού.
Δις απεριόριστα.