Παρασκευή 27 Ιουλίου 2012

Περί ψυχών και χρωμάτων

   Μα τι τρελό πραγματικά. Ο πόνος της ψυχής μοιάζει τόσο πραγματικός. Σχεδόν σωματικός. Μου κόβει την αναπνοή. Αυτό το σφίξιμο στο στήθος που με κάνει να θέλω να τραβήξω το δέρμα για μου να μην ακουμπά πάνω μου μπας και ανακουφιστώ. Νιώθω τα δάκρυα να λιμνάζουν μες στα μάτια μου. Κουράγιο. Με μερικές βαθιές ανάσες θα τα εμποδίσω να βγουν. Δε θα τα καταφέρουν αυτή τη φορά. Θα αναπνεύσω... 

   Όλη η δροσιά του αέρα μέσα μου. Που θα πάει δε θα δροσίσει κάποια στιγμή και την ψυχή; Τι τύχη να ζεις τον πόνο σε όλο του το μεγαλείο. Μπορείς να νιώσεις μαχαίρια να σε ξεσκίζουν χωρίς καν να σε έχουν ακουμπήσει. Ανάσες.. βαθιές και ήρεμες. Με ρυθμό. Να νιώθεις τα πνευμόνια σου να φουσκώνουν. Μέσα ο αέρας έξω ο φόβος. Κάτι γίνεται. Πάμε πάλι. Αρκεί ωστόσο μια στιγμή να παλινδρομήσει η σκέψη και τόσες ανάσες πάνε χαμένες. Να'τα πάλι τα μαχαίρια. Ανάθεμα στο αόρατο μέταλλο που τα δημιουργεί. Ελάτε να δω τι θα καταλάβετε. Τόσο καυτή που είναι η καρδιά μου δεν θα αργήσει να σας λιώσει. Θα δείτε. 

   Αλλά φοβάμαι μοναχά το πού θα πέσει το καυτό λιωμένο μέταλλο. Μην πάει κανένα κομμάτι του στην ψυχή και απομείνει για πάντα εκεί. Μετά να κάψεις και την ψυχή σου δεν είναι εύκολο πράγμα. Τα υγρά και στα στερεά αντικείμενα άντε τα καις και εξατμίζονται ή απομένουν αποκαΐδια. Αλλά η ψυχή δεν είναι από ύλη. Τι θα απογίνει αν πυρωθεί; Θα διασπαστεί κάθε άυλο μέρος της ή μήπως θα γυρίσει πίσω σε μια υλική κατάσταση; Αυτό το δεύτερο θα είχε πραγματικό ενδιαφέρον. Αν μπορούσε για παράδειγμα γυρνώντας να γίνει λουλούδι. Αλλά θα ήταν πολύ στάσιμη ως λουλούδι. Οι ψυχές είναι ταξιδιάρες. Όλο σεργιανίζουν. Ίσως και να γινότανε πουλί. Αυτό θα ήταν σίγουρα πιο ταιριαστό. Φτερουγίσματα στον ουρανό και παιχνίδια με τον αέρα. Φαντάσου λέει όλα τα πουλιά του κόσμου να είναι ψυχές που υπερθερμάνθηκαν και "υλοποιήθηκαν". Θα ήταν μπροστά μας όλον αυτόν τον καιρό ενώ εμείς στις στιγμές της μεταφυσικής μας ανησυχίας τις αναζητούσαμε στα τυφλά. Ίσως αυτό να εννοούσε η Κατερίνα με τα μαύρα πουλιά. Ήταν οι ψυχές των φίλων της που είχαν μαυρίσει.. Αφού το λέμε κιόλας "μου μαύρισε η ψυχή". Λες και ένα είναι το εξ'ορισμού χρώμα. Μόνο το άσπρο. Εκεί η αφετηρία. Έπειτα, αναλόγως με τα βάσανα σκουραίνει.. Σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις παίρνει και χρώματα. 

   Μακάριοι οι άνθρωποι με τις χρωματιστές ψυχές. Θα μπορέσουν να γίνουν όμορφα πουλιά. Το κακό με τα όμορφα πουλιά βέβαια είναι ότι οι άνθρωποι έχουν την τάση να τα φυλακίζουν.. Ενώ οι κόρακες στέκουν ελεύθεροι και μαύροι να φοβίζουν τον κόσμο. Τι να τους φοβίζει άραγε πιο πολύ; Το χρώμα της μεταψυχικής περιόδου ή η ελευθερία τους; Όπως και να'χει, με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο συμβολίζουν όλα αυτά που φοβούνται περισσότερο οι άνθρωποι. Όλα με τίμημα λοιπόν. 

   Θα μπορούσαμε να επεκτείνουμε τη θεωρία αυτή και στα πετούμενα ζωύφια που τόσο αγαπάμε. Μύγες, κουνούπια, κτλ.. Για παράδειγμα ψυχές που ρουφούν το αίμα σου κάθε καλοκαίρι και όχι μόνο.. Μπορεί και να θέλουν να κλέψουν τη δική σου μέσω του κόκκινου νέκταρ. Τι αποκάλυψη! Σίγουρα θα μας έκανε να δούμε με άλλο μάτι αυτά τα ήδη αντιπαθή έντομα. Αλλά ας τραβήξουμε καλύτερα το όριο της θεωρίας μας στα πουλιά. Είναι εξάλλου πιο... ρομαντικό. Και πάνω από όλα είμαστε ρομαντικοί σαν ποιητές. Χαμένοι στους πιο σκοτεινούς λαβύρινθους ίσως. Αλλά ρομαντικοί σαν ποιητές. Αναμένοντας τον Μινώταυρο...

Πέμπτη 21 Ιουνίου 2012

Τα ψηλότερα βουνά (μέρος δεύτερο)

   Τώρα ακολουθεί ένα διαφορετικό χωριό. Πιο μικρό και από μικρό. Φούρνος ούτε για δείγμα. Αν θες ψωμί περιμένεις να περάσει το φορτηγάκι του φούρναρη από άλλο μεγαλύτερο χωριό. Δυο καφενέδες όλοι και όλοι και τίποτα παραπάνω. Ευτυχώς στην τσάντα μου είχα ένα μικρό σουπερμάρκετ αυτή τη φορά. Μια πλατεία μικρή και λιτή και δρόμοι άχαροι και επικίνδυνοι. Κατά έναν περίεργο τρόπο πιο καλά θα ήταν να οδηγείς σε χωματόδρομο με τεράστιες πέτρες παρά σε αυτές τις μαύρες τρύπες από το πουθενά. Το γουρούνι βέβαια που περπατούσε αμέριμνο στη μέση του δρόμου δεν φαινόταν να είχε ιδιαίτερο πρόβλημα..

Πέραν των δρόμων όμως σε αυτό το χωριό κυριαρχούσε ένα αίσθημα αποπνικτικό. Εκεί λοιπόν συνειδητοποίησα κιόλας από τα πρώτα λεπτά ότι οι άνθρωποι ήταν διαφορετικοί (όχι δεν εννοώ ότι ήταν βαμπίρ). Φαίνονταν σε μεγαλύτερη επαφή με την τεχνολογία και τον "πολιτισμό" από τους προηγούμενους. Είχαν πιάσει τα νοήματα βρε αδερφέ. Υπερβολικά καλά θα έλεγα. Δεν μπορούσα να εντοπίσω τι ήταν αυτό το διαφορετικό που είχαν αυτοί οι άνθρωποι πάνω τους. Το σίγουρο ήταν ότι φαινόταν πιο κλειστή κοινωνία. Ίσως να ήταν λόγω μεγέθους. Παρέμεινα σε επιφυλακή για οποιοδήποτε σημάδι που θα με βοηθούσε να καταλάβω.

   Το πανδοχείο (λέμε τώρα) διέθετε δωματιάκι που μάλλον χρησίμευε για ομοιοπαθητική σε κλειστοφοβικούς. Ευτυχώς ο καιρός ήταν πια ανοιξιάτικος και δεν ήταν απαραίτητη η θέρμανση. Υπήρχαν εξάλλου και εκεί πολλές κουβέρτες. Οι ιδιοκτήτες εκεί γεροντάκια που από ότι θυμάμαι δεν χαμογελούσαν καν. Υπήρχε ωστόσο ένα άτομο στο χωριό που δεν μιλούσε πια λόγω του μεριδίου στα βάσανα που της μοιράστηκε αλλά αυτό το άτομο ότι έχανε σε μιλιά το αναπλήρωνε σε χαμόγελο. Και σε σπιτική γιαούρτη που αυτή τη φορά τίμησα με μεγάλη ευχαρίστηση.


   Αγαπητή φιγούρα εδώ είναι και ο κυρ Μιχάλης. Πότης από τους λίγους. Όλοι τον κορόιδευαν και του συμπεριφέρονταν σαν να ήταν χαζός. Εκείνος από ότι είδα μια χαρά έξυπνος μου φάνηκε. Πιο άνθρωπος από όλους τους άλλους μαζί. Αλλά τι να το κάνεις, έπινε πολύ και ξεχνούσε και ήταν έτσι εύκολη λεία για τους υπόλοιπους ατσίδες. Να σας πω την μαύρη μου αλήθεια έπειτα κατάλαβα ότι αν ζούσα και εγώ εκεί μία πιθανή κατάληξη θα ήταν σαν τον αγαπητό κυρ Μιχάλη. 

Γιατί αυτό; 

   Γιατί, μια μέρα λοιπόν πέρασε από το χωριό ένας άνθρωπος που προκάλεσε μεγάλη εντύπωση στους κατοίκους. 'Όλοι σχεδόν κατέληξαν να τον σχολιάζουν και να τον κοιτούν περίεργα. Βλέπετε αυτός ο άνθρωπος ήταν ένα είδος εξαιρετικά σπάνιο για αυτό το χωριό. Είχε μια εκπληκτική υπερδύναμη που έκανε τους υπόλοιπους να τον κοιτούν με μισό μάτι. Έγραφε με το αριστερό χέρι...


Τι άλλο να πω..
   Νομίζω τελικά το καλό με αυτό το χωριό ήταν ότι διέθετε δύο δρόμους για να φύγεις από εκεί.Το κακό είναι ότι ακόμα και αν ξεφύγεις από εκεί υπάρχουν πολλά τέτοια μέρη. Αλλού σε μορφή χωριών και αλλού σε μορφή μυαλών μεμονωμένων...

Παρασκευή 15 Ιουνίου 2012

Τα ψηλότερα βουνά (μέρος πρώτο)

Παντού προβλήματα. 

   Πνιγόμαστε μέσα σε αυτά. Βάρη περισσότερα από όσα μπορούμε να σηκώσουμε. Είναι η εποχή δύσκολη λόγω της δυσκολίας που την δυσκολεύει, αλλά το βασικό μας πρόβλημα είναι που σε άλλες δύσκολες εποχές μπορούσαμε να ελπίζουμε ότι θα έρθει η στιγμή  που η δύσκολη δυσκολία θα εξαφανιστεί. Τώρα δεν υπάρχει πια αυτό. Το μόνο που μπορούμε να ελπίζουμε ακόμα είναι ότι οι δύσκολες στιγμές στο μέλλον θα δυσκολέψουν. Χμ.. Ίσως αυτός να μην είναι λόγος ελπίδας. Δεν ακούγεται και πολύ ελπιδοφόρος.  Πώς να ελπίζει  κανείς ότι τα πράγματα θα δυσκολέψουν ακόμα πιο πολύ στις δύσκολες εποχές που έρχονται τόσο εύκολα; Δεν έχω καμία απάντηση σε αυτή την ερώτηση. Θα αρχίσω απλά να παραμιλάω λέγοντας μια ιστορία με κανένα απολύτως νόημα. Δεν θα αφηγηθώ καν εγώ την ιστορία. Θα την αφήσω να σας μιλήσει μόνη της. 

Η ιστορία λοιπόν μας αφηγείται για τότε που επισκέφτηκε εκείνο το χωριό. Στα ψηλά βουνά που έλεγε και το βιβλίο. 

   Νόμιζα ότι οι δυσκολίες μου ήταν και δύσκολες μέχρι που συνάντησα άτομα με ηλικία πολλαπλάσια από τη δικιά μου. Όχι να απελπίζονται αλλά άκουσον άκουσον να χαμογελούν. Ορφανοί από μικρές εποχές έζησαν την φτώχεια από την καλή και την ανάποδη και από όλες τις δυνατές κλίσεις γωνιών ανάμεσα. Αγνοούσαν την τεχνολογία παντελώς. Στο χωριό δεν υπήρχε καν φούρνος πια. Ο Καλλικράτης φρόντισε να καταργήσει τον τοπικό δήμο και ο φούρνος ήταν θύμα της ερήμωσης. Καλός κακός ο Καλλικράτης δεν ξέρω, ξέρω μόνο ότι φούρνος γιοκ. Υπήρχαν όμως πέντε κομμωτήρια (?). Αυτό μάλλον θα το αφήσω ασχολίαστο. Ταβέρνα μόνο μία και άνοιγε μονάχα το βράδυ. Όπως φαντάζεστε έπεσε πείνα.  Ωστόσο η ταβέρνα (παύλα κουτούκι παύλα ψησταριά) διέθετε κρεατάκι ντόπιο και πάμφθηνο. Είχε ξεχαστεί από την ιστορία πως είναι να τρως σουβλάκια από εκείνα τα μη τυποποιημένα που κυκλοφορούσαν ακόμα πριν καμιά δεκαριά χρόνια. Παχύ παχύ το σουβλάκι (ή καλαμάκι ή πιγκ ον α στικ, κτλ) όχι πιο λεπτό και από λεπτό του αρρώστου ωσαν τα πρότυπα της μόδας στις μέρες μας. Όσο για τις τηγανιτές πατάτες .. εξαφανίζονταν σε χρόνο μικροσεκόντ από το πιάτο. Ούτε καν περιττός χρόνος στο μάσημα δεν χάθηκε. 

  Ένα χωριό λοιπόν, που βρισκόταν στην άκρη του πουθενά κυριολεκτικά. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα μέχρι να επισκεφτώ και το επόμενο χωριό που ήταν ακόμα πιο απομονωμένο και από την ίδια την απομόνωση.  Αλλά να ξέρετε ότι τα ηλιοβασιλέματα εκεί ήταν πιο απολαυστικά και από.. πίνακα..(*) Και σας το λέω για ακριβώς αυτό το λόγο. Να το ξέρετε και σας το δείχνω και εδώ για να το δείτε. Αν και χωρίς τη δροσιά να σου χαϊδεύει το πρόσωπο και τους απόμακρους ήχους που συνοδεύουν το σούρουπο χάνεται η ουσιαστική ουσία της απόλαυσης. Σταγονίτσα νερού σε διψασμένο. 


   Το ξενοδοχείο που έμεινα βρισκόταν στο παραπέρα χωριό που για καλή μου τύχη δεν υπήρχε θέρμανση σε καιρό χειμωνιάτικο εκεί πάνω στα βουνά. Οι ιδιοκτήτες εξήγησαν ότι δεν συμφέρει να καίνε πια πετρέλαιο αφού δεν γεμίζουν όλα τα δωμάτια και άρα δεν βγαίνουν τα έξοδα.. Για εμένα την κρυουλιάρα το καλύτερο νέο ήταν αυτό. Η ζωή στα όρια! Και φυσικά απαγορεύονταν και τα έξτρα θερμαντικά σώματα. Έκαιγαν πολύ ρεύμα. Όσο για το ζεστό νερό του μπάνιου οι ιδιοκτήτες τόνισαν ότι πρέπει να ανοίγεται μόνο δέκα λεπτά και όχι παραπάνω. Μικρή ασήμαντη λεπτομέρεια ότι το ξέχασα μια μέρα ολόκληρη ανοιχτό. Θα χρειάστηκε αρκετά δεκάλεπτα προτού να κλείσει. Ευτυχώς που έφυγα προτού έρθει ο λογαριασμός του ρεύματος.. Για ίντερνετ μην με ρωτήσετε καν θα γελάσει και το παρδαλό κατσίκι. Ο επονομαζόμενος βλακάκος στην προκειμένη περίπτωση. Παρόλαυτά συμπαθέστατοι άνθρωποι οι ιδιοκτήτες. Ο παππούς δείχνοντας πράος και ήρεμος κοιτούσε να μην σπαταλήσει λεπτό χωρίς να πιάσει κουβέντα και να δείξει τα κόλπα που έμαθε στο κοτοπουλάκι του. Το οποίο ήταν ομολογουμένως πανέξυπνο αλλά εγώ το έβλεπα απλά σαν κοτομπουκιά με πόδια (αιτία κυρίως η έλλειψη φούρνου στο χωριό)...Όσο για την κυρά Μαργαρίτα, την ιδιοκτήτρια, αιώνιος σεβασμός. Ήταν αδύνατο να παρακολουθήσω τον ειρμό των σκέψεων της καθώς πεταγόταν πανέξυπνα από το ένα θέμα στο άλλο. Οφείλω να παραδεχτώ ότι ήταν η πιο δυναμική γυναίκα που έχω δει στην ηλικία της και όχι μόνο. Είπε πολλές ιστορίες. Σε διάστημα δύο -το πολύ- ωρών.. Είπε και για τότε που πήγε να δει τα παιδιά της στην Αθήνα και εκεί που περίμενε το μετρό, είδε μια κοπέλα να παίρνει φόρα και να πέφτει στις γραμμές. Κοιτούσαν όλοι απορημένοι και έντρομοι καθώς ο συρμός την πλησίαζε και για ευνόητους λόγους οι υπάλληλοι απομάκρυναν τον κόσμο. Μιλώντας με μία υπάλληλο του μετρό η κυρά Μαργαρίτα έμαθε ότι αυτό είναι αρκετά συχνό φαινόμενο.Προσθήκη σε αυτό και μια παρόμοια διαπίστωση για τα άτομα που πέφτουν στον ισθμό της Κορίνθου. Πιο συχνό από ότι νομίζουμε.  Πιο συχνό από ότι ακούμε (και ακούμε ήδη πολλά τελευταία). Ξυπνάμε και λέμε: "Ποιος πέθανε σήμερα; Πόσοι μαχαιρώθηκαν; Πόσα από αυτά θα τα πουν στις ειδήσεις; Ποιος ήταν ο Έλληνας; Πόσο θεατρικά θα τα παρουσιάσουν; Με πόσους διαφορετικούς τρόπους θα τονίσουν ότι μια κηδεία είναι λυπητερή;". Γυρνώντας πίσω στην κυρά Μαργαρίτα μας πρέπει να σας πω ότι έλεγε την ιστορία με μια απίθανη δύναμη και συγκρότηση που μου φάνηκε αξιοθαύμαστη και ταυτόχρονα αξιοπερίεργη. Φυσικά, δεν παρέλειψε να ενημερώσει και για τα παιδιά της στην Αθήνα που έχασαν τις δουλειές τους. Αλλά η κυρά μας αγωνίστρια από τις λίγες. Δεν έχανε την ψυχραιμία της και φαινόταν να τα αντιμετωπίζει όλα με απίστευτο ρεαλισμό και καρδιά παλικαριού. Σαν τον άλλο εκείνον τον παππού που κυκλοφορούσε παντού με την γκλίτσα του, περπάτημα περήφανο και λόγο θεσπέσιο. Λεβεντιά στην κυριολεξία ο μπάρμπα-Αλέξης. Ένιωσα απέραντη ευχαρίστηση που παρόλη την ξεροκεφαλιά του κατάφερα να συνεννοηθώ μαζί του.. Όπως είπα, απλά λεβεντιά!


   Η αλήθεια είναι ότι ποτέ μου δεν είχα ξαναδεί τόσο αυθεντικούς ανθρώπους όπως σε αυτό το χωριό. Οι περισσότεροι ήταν αγράμματοι και είχαν μάθει μόνο να γράφουν το πρώτο γράμμα από το όνομα τους και το πρώτο από το επώνυμο τους ίσα ίσα για να σχηματίζουν την υπογραφή τους. Χωρίς να τους ρωτήσεις κιόλας σου έλεγαν ότι δεν ήξεραν γράμματα και ντρέπονταν για αυτό. Που να ήξεραν ότι εγώ ντρεπόμουν πιο πολύ γιατί μπορεί να είχα μάθει γράμματα αλλά από ότι φαίνεται δεν είχα μάθει τίποτα άλλο. Έτσι ένιωθα πραγματικά μηδαμινή μπροστά τους. Χειρότερα και από τα μηδενικά του Ζερβάκη ένα πράμα. Και εύλογα ήρθε και η ερώτηση στον εαυτό μου. Μα καλά που ζούσα τόσο καιρό; Γιατί αυτοί οι άνθρωποι εδώ μου φαίνονται τόσο διαφορετικοί; Τι πρόβλημα έχουν οι άνθρωποι στις πόλεις τελοσπάντων; Πώς τους παρασκευάζουν και μοιάζουν με απομιμήσεις; Γιατί μένουν μόνο στο να μάθουν τα γράμματα; Είναι άραγε μόνο στις πόλεις το πρόβλημα; Μήπως υπάρχει και αλλού και απλά δεν το είχα προσέξει; Πώς απέκτησα και εγώ τα ίδια προβλήματα; Τι έκανα λάθος; Μήπως αυτοί οι άνθρωποι έγιναν άνθρωποι επειδή πέρασαν τις δυσκολίες πιο νωρίς και μετά ανέβηκαν επίπεδο; Να φταίει που εμείς κατεβαίνουμε σε επίπεδο που δεν έχουμε ξαναδεί; Ο συγχρονισμός είναι που κάνει τη διαφορά; 

(*)Για κάποιο περίεργο λόγο όταν βλέπεις πιο πολλές φορές έναν πίνακα ή μια φωτογραφία η έστω μια εικόνα πανέμορφη φτιαγμένη με φώτοσοπ αντί να λες ότι ο πίνακας ή η φωτογραφία είναι τόσο όμορφη σαν πραγματική που θα ήταν το λογικό, λες ότι το πραγματικό όταν είναι πολύ όμορφο μοιάζει σαν ψεύτικο. Ένδειξη σουρρεαλισμού; Ίσως και α-σύγχρονου πολιτισμού...


Πέμπτη 31 Μαΐου 2012

Τετάρτη 30 Μαΐου 2012

Once upon a time

Τότε,

γεννηθήκαμε τότε που τα παιδιά γεννιόντουσαν,
γελάσαμε τότε που τα παιδιά γελούσαν,
παίξαμε τότε που τα παιδιά έπαιζαν,
ερωτευτήκαμε τότε που τα παιδιά ερωτευόντουσαν.

Τώρα,

ανησυχούμε αλλά δεν ανησυχούν,
φωνάζουμε αλλά δεν μας ακούν,
αγκαλιάζουμε αλλά δεν μας αγκαλιάζουν,
αγαπάμε αλλά δεν μας αγαπούν.

Το δάκρυ μας όμως παραμένει δικό μας..
Και είμαστε ακόμα στα δύο τρίτα.

Παρασκευή 18 Μαΐου 2012

Ευτυχώς...

Σαν να μας τελείωσαν οι διέξοδοι τον τελευταίο καιρό.
Θες να βγεις από το δέρμα σου αλλά αυτό το άθλιο δε σε αφήνει.
Η διεστραμμένη αίσθηση δικαιοσύνης έμεινε απλά διεστραμμένη.
Τρεμάμενος στην σκέψη και τρομοκρατημένος στην πράξη.
Εξαφανίστηκε και η φωνούλα της ελπίδας μέσα στα παράσιτα.

Η άνοιξη ήρθε αλλά τα χρώματα έφυγαν.
Η γκρίζα ζώνη κατέλαβε το σύμπαν.

Όμως το γκρίζο είναι και το χρώμα της στάχτης.
Μπορεί ξαφνικά να φουντώσει από αυτήν σε ανύποπτες στιγμές.
Ευτυχώς σου λέω που μερικά γκρίζα χρωματίζουν από μόνα τους.
Ευτυχώς..


Κυριακή 15 Απριλίου 2012

Ζεστά τα δάκρυα.
Ζεστά σαν το αίμα.
Παντού υπήρξε ανάσταση.
Εδώ υπήρξε μόνο θάνατος.

Κυριακή 1 Απριλίου 2012

Ένα ταξίδι ακόμα


Αυτές οι στριγκλιές του αέρα δεν βρίσκουν πουθενά να καταλαγιάσουν. 
Αυτό δεν είναι ταξίδι για δύο. 
Αυτό είναι ταξίδι μόνο για ένα άτομο.
Σκοτεινό, μοναχικό και παγωμένο.
Δεν θα υπάρξει καμία ανταμοιβή στο τέλος της πορείας. 
Ούτε καν αυτή του ταξιδιού.. 
Δεν θα υπάρξει σκοπός. 
Δεν θα υπάρξει ελπίδα. 
Δεν θα υπάρξει προορισμός.
Θα υπάρχουν μόνο ώρες που πετούν στην πλώρη του ανέμου. 
Θα υπάρχουν μόνο άγρια θηρία έξω από τα κλουβιά τους. 
Τίποτα δεν θα μπορεί να σταματήσει γιατί τίποτα ποτέ δεν ξεκίνησε. 
Θα υπάρξει απλά το ακατανόητο και το αδύνατο.
Και θα υπάρξει μόνο για μια στιγμή...


Τετάρτη 28 Μαρτίου 2012

Στη χαραμάδα της πόρτας

Όταν στέκεσαι
στη χαραμάδα της πόρτας 
θα είσαι πάντα μισός.
Το ξέρεις. 
Δεν θα γίνεις ποτέ ολόκληρος.
Μόνο θα σκορπίσεις.
Η κόλλα που σε κρατάει 
φαίνεται να κάνει τη δουλειά της. 
Τα χιλιάδες κομματάκια σου 
δεν ισοδυναμούν με εσένα.
Εδώ δεν είναι ο δυαδικός κόσμος. 
Εδώ το αίμα κυλάει στα αλήθεια. 


Τετάρτη 21 Μαρτίου 2012

Έμπνευση;


      Η έμπνευση είναι ένα λουλούδι
      που ανθίζει μέσα σου 
      και μεγαλώνει με τέτοιο ρυθμό
      που το σώμα σου 
      δεν μπορεί να το συγκρατήσει. 
      Σε ξεπερνά. 
      Απλώνεται γύρω σου 
      ενσαρκώνοντας την τέχνη 
      στο παρτέρι του έξω κόσμου. 




Θα υπάρξουν άνθρωποι 
που θα το προσπεράσουν,
άλλοι που θα του ρίξουν 
μια κοφτή ματιά
και ίσως μια ηλιόλουστη μέρα 
κάποιος κοντοσταθεί να το κοιτάξει.
Έμπνευσή λοιπόν, 
είναι η ευχή 
εκείνου του περαστικού
που έγινε πραγματικότητα.. 
Γεννιέται και ζει μόνο για αυτόν
και είναι αυτή 
η μοναδική επικοινωνία σου
με κάθε περαστικό ξεχωριστά.  

Σάββατο 3 Μαρτίου 2012

Κάποιο βράδυ

Κάποιο βράδυ είχα πει πως ήθελα να γυρίσω όλο τον κόσμο και ακόμα πιο πολλά το σκεφτόμουν.
Και η ανάσα του ταξιδιού γυρνούσε στο μαξιλάρι μου.
Και η ανάγκη για κάτι καινούριο μου σιγοτραγουδούσε στο αυτί.
Και η επιθυμία ενός πνεύματος ελεύθερου έφτασε ως τα άκρα της γης και ακόμα παραπέρα.
Αλλά ποτέ δεν βρήκε σπίτι.
Δεν ένιωσε ποτέ την ασφάλεια να τυλίγει την καρδιά του.
Δεν ένιωσε το χάδι της σιγουριάς να αγγίζει την ψυχή.
Κάθε μοναξιά ερχόταν σαν κύμα μέχρι που μαζεύτηκαν όλες και έγιναν μια απέραντη θάλασσα.
Και η σανίδα της σωτηρίας χάθηκε σε ένα μεγάλο κύμα.
Και τότε δεν έμεινε τίποτα.
Ούτε ψήγμα απάγγειου.
Ούτε κομμάτι κλαδιού.
Και η ψυχή μόνη χάθηκε μες στα νερά.
Και τίποτα δεν έδειχνε την σωτηρία.
Μόνο που στην απέραντη θάλασσα ξεμύτισε ένα κομμάτι γης.
Ναυάγησε σε ένα νησί ξεγραμμένο από το χάρτη.
Ναυάγησε σε μια στεριά με καταπράσινα δέντρα και πηγές με κρυστάλλινα νερά.
Κάθε μυρωδιά από τα φρούτα έδινε την εντύπωση του παραδείσου.
Κάθε πουλί που κελαηδούσε έλιωνε τον πάγο της κακοτυχίας με κάθε νότα του.
Σκαρφάλωσα στο πιο ψηλό βουνό και αγνάντεψα την θάλασσα.
Κύματα τεράστια.
Βάσανα ως εκεί που φτάνει το μάτι.
Κάθε φορά που χτυπούσαν στα βράχια έπαιρναν ενα κομμάτι μου.
Έβρεχαν τα πόδια μου με το αλμυρό τους νερό.
Αλλά συνέχισα να στέκομαι όρθια.
Έμεινα εκεί να χαζεύω το ηλιοβασίλεμα.
Πιο όμορφη εικόνα στη ζωή μου δεν είχα ξαναδεί.
Το γλυκό πορτοκαλοκόκκινο χρώμα του δειλινού χάιδευε το πρόσωπό μου.
Και ο ήλιος βυθιζόταν στην αγκαλιά της θάλασσας.
Φοβήθηκα μήπως η φωτιά του σβήσει όταν ακούμπησε τα νερά της.
Σχεδόν περίμενα να δω τον καπνό της φλόγας που πέφτει στο νερό.
Δεν έσβησε όμως.
Συνέχισε να βυθίζεται μέχρι που έμεινε η γλυκιά ανάμνηση του.
Και απέμεινα να κοιτάω τα ροζ χρώματα καθώς το σούρουπο με αγκάλιαζε.
Και δεν φοβόμουν πια.
Γιατί ήξερα ότι την επόμενη μέρα θα ξανανατείλει και θα με ζεστάνει με το χαμόγελό του.
Ακόμα και αν έχει σύννεφα ξέρω ότι θα είναι πάντα εκεί πίσω.
Και ούτε και φοβήθηκα το σκοτάδι.
Γιατί κρύβει και αυτό την ομορφιά.
Και όταν εξαφανίστηκε και το τελευταίο φωτεινό λουλούδι η νύχτα αγκάλιασε τον ορίζοντα.
Μα το σκοτάδι δεν κράτησε πολύ.
Το φως του ήλιου που μόλις έφυγε αντανακλάστηκε στο σώμα του φεγγαριού.
Και σαν δεύτερος ήλιος τε φεγγάρι ανέτειλε.
Και απέμεινα πάλι να κοιτάζω τον ουρανό σα μαγεμένη.
Γιατί δεν έχω δει τέτοια ομορφιά μαζεμένη.
Γιατί δεν υπάρχει εικόνα που να συγκρίνεται με τις εναλλαγές του ορίζοντα.
Ο έναστρος ουρανός με έκανε να χαθώ.
Προσπάθησα να βρω κάθε αστέρι σε κάθε γωνιά όπου και αν κρυβόταν.
Αλλά ήταν τόσα πολλά που μια νύχτα δεν μου έφτανε να τα μετρήσω όλα.
Για αυτό και αποφάσισα απλώς να τα κοιτάξω.
Και τότε κατάλαβα ότι σε όποια γωνιά του κόσμου και να τρέξω, θα βρίσκομαι πάντα κάτω από τον ίδιο ουρανό.
Η πιο όμορφη εικόνα που αντίκρυσα ποτέ θα είναι παντού η ίδια.
Και αυτό θα είναι το σπίτι μου.
Εκεί πάνω θα χάνεται η ψυχή μου.
Στο ξημέρωμα και στο ηλιοβασίλεμα.
Πάντα θα πλανιέται στον ουρανό και στη γη θα γυρίζει σε όλες τις ενδιάμεσες στιγμές.
Το κομμάτι της γης δεν είναι στην πραγματικότητα αυτό που έχει σημασία.
Απλά μου δίνει ώθηση για να πετάξω ψηλά.
Αυτό που πραγματικά έχει σημασία είναι να αγναντεύω πάντα τον ίδιο ουρανό.
Να γυρίζω το βλέμμα και να βλέπω πάντα τα αστέρια μου εκεί.
Να ακούω τον ήχο της θάλασσας να δέρνεται στα βράχια.
Και να αγναντεύω..
Να ερωτεύομαι κάθε χρωματισμό..
Και να πετάω με τη σκέψη μου..



Και τότε κατάλαβα ότι σε όποια γωνιά του κόσμου και να τρέξω,
 θα βρίσκομαι πάντα κάτω από τον ίδιο ουρανό.