Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2013

Ευχαριστώ

Στο σπίτι εκείνο το πότε ζοφερό και πότε σπιτικό.
Πάντα κρεμόταν η απειλή πάνω από τις ψυχές.
Τόσες στριμωγμένες που ζούσαν εκεί μέσα.
Ακόμα και ποντίκια βρίσκανε κάτι φορές χώρο
να κοιμηθούν. Τρυπώνανε στην ντουλάπα. 

Στο σπίτι εκείνο που οι ζωγραφιές ενός μικρού
παιδιού προσπαθούσαν να παλέψουν με τα μαύρα
σύννεφα. Από εκείνα που τρυπώνουν στις καρδιές.
Να οι εφιάλτες που ζωντανεύουν στους τοίχους.
Μα να και οι μαρκαδόροι με τα χρώματα. 

Στο σπίτι εκείνο που μόνο το τραγούδι εξευμένιζε
για λίγο το κακό. Έκανε έτσι σε στιγμές να φαίνεται
ότι όλα θα πάνε καλά. Δημιουργούσε την ελπίδα.
Τι και αν η ελπίδα έσβηνε σαν το κερί. Άναβε 
μόνο που και που το καντήλι. Υπήρξε λίγο φως.

Στο σπίτι εκείνο ποτέ δεν νίκησα. Το ξέρω ότι ποτέ 
δεν θα νικήσω. Τα ντουβάρια ρουφήξαν τη μοίρα 
του και την επαναλαμβάνουν σαν κακοπαιγμένη 
ταινία. Μάνα θυμάμαι όμως φορές, σε εκείνο το 
σπίτι, τραγουδούσες. Κι η φωνή σου με έσωσε. 

Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2013

Σημάδι της ζωής

Δεν θέλω να νομίζω πως τα χω λυμένα
όλα. Δεν θέλω να τα καταλαβαίνω όλα. 
Δεν μου αρέσει να το παίζω ειδήμων, 
αυτό το αφήνω σε σας.
Εγώ θέλω να ζω συνέχεια με απορίες.
Να ανακαλύπτω κάθε φορά τον κόσμο 
από την αρχή. Όπως εκείνοι οι στίχοι
που έγιναν σημάδι της ζωής μου.

Δεν θέλω να επιβάλλομαι σε κανέναν. 
Δεν θέλω να μου επιβάλλονται.
Αν τύχει μάλιστα και ξεφύγω, 
αν τύχει και κάποια στιγμή το κάνω
τότε ξέρω πως εκείνη τη στιγμή
στάθηκα αδύναμη.Πως ήμουν λίγη 
και δεν μπόρεσα και τότε με λυπάμαι. 
Κάνω δύο βήματα πίσω κι έπειτα 
προσπαθώ ξανά.

Δεν είναι ότι δεν ξέρω τίποτα.
Ξέρω πράγματα λίγα και μετρημένα.
Είναι οι αλήθειες μου, τις κρατάω 
σαν φυλαχτό. Μα ξέρω ότι μπορούν 
πολύ εύκολα να αλλάξουν, όπως άλλαξαν 
και ένα σωρό άλλες στο παρελθόν.
Εκείνες μάλιστα τις σπάνιες που έτυχε 
να μην αλλάξουν, εκείνες τις βάζω στο 
προσκεφάλι μου. Σε εκείνες γυρνάω 
όταν το σύμπαν καταρρέει γύρω μου
σε εκείνες μιλάω ακόμα κι όταν η 
φωνή μου δεν βγαίνει.

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2013

Σείεται όλη η γης

    Τεκτονικές πλάκες που συγκρούονται ή αλλιώς άνθρωποι σε ένα σταθμό αποβίβασης. Ή απλώς άνθρωποι. Σκέτο. Προγραμματισμένοι. Από ποιον; Από μένα όχι πάντως. Στο σχολείο μας είπαν νομίζω να μη ρωτάμε και πολλά. Τώρα πια καταλαβαίνω το γιατί. Γιατί δεν ήξεραν να απαντήσουν. Αν άτομο ένα τέταρτο της ηλικίας σου σε στήνει στον τοίχο, πετάς το έξυπνο στο επόμενο μάθημα παιδιά και ξεμπερδεύεις. Μέχρι το επόμενο μια αιωνιότητα και μια μέρα. Μα και τόσες συγκρούσεις. Μετά τη σύγκρουση τι; Ποια πλάκα κερδίζει; Ελπίζω όχι η ταφόπλακα. Λέω ελπίζω, γιατί την γνώση δεν την έχω και αν την είχα, το ξέρετε ότι θα σας την έδινα. Γιατί αυτός είναι ο σκοπός της. Άσχετα με τα άλλα που λένε. Είπαμε. Προγραμματισμένοι. Στο πρόγραμμα για τα ευαίσθητα και χρωματιστά. Ε παιδιά δεν χωράμε όλοι εδώ. Μόνο οι χρωματιστοί να σε χαρώ. 


   Να τη και η Αττική. Την είδα χτες να αγοράζει τσιγάρα. Καλή κοπέλα αλλά να. Υποκύπτει εύκολα. Νομίζω ότι πιστεύει πως αν καπνίσει αρκετά θα γίνει και αυτή ασπρόμαυρη σαν τις παλιές φωτογραφίες που τόσο αγάπησε. Της λέω να το κόψει αλλά δεν με ακούει. Γιατί ρε συ καταστρέφεσαι; Τζάμπα κόπος. Γκρίζα θα γίνεις απλά. Το άσπρο μαύρο θέλει ψυχή μου άλλη συνταγή με μυστικά συστατικά. Λένε ότι για να τα βρεις πρέπει να ψάξεις χίλια μέτρα κάτω από τη γη και πέντε πάνω από το φεγγάρι. Ο πρώτος που τα βρήκε περιπλανήθηκε σαν τους αθανάτους πάνω στη γη και δεν είπε ποτέ σε κανέναν τίποτα. Τον βάραινε η γνώση μα δεν λύγισε. Τον βάραινε και η καρδιά, που και που, μα εκεί αυτός. Επιμονή. Μέχρι που είδε μια καρδιά λίγο πιο ανάλαφρη και την ρώτησε. Πώς; Τότε αυτή του απάντησε πως βρήκε τα μυστικά συστατικά αλλά τα μοιράστηκε. Ε και να αναθάρρησε λιγάκι και έπαψε να σκύβει. 

   Το δοκίμασε και αυτός αλλά δεν έπιασε. Τότε το έριξε στο ποτό. Ή για να είμαστε πιο ειλικρινείς το ποτό έπεσε πάνω του και δεν σταμάτησε μέχρι τελικά να του αλλάξει χρώμα. Δεν ήταν πια ασπρόμαυρος και κανείς δεν τον αναγνώριζε έτσι. Σκέφτηκε λοιπόν να το εκμεταλλευτεί και να περιπλανηθεί πιο άγνωστος από ποτέ, ακόμα και ανάμεσα στους γνωστούς. Ελεύθερος ήταν τώρα. Κανείς πια δεν τον σταματούσε. Άρχισε να ψάχνει και άλλα μυστικά μέχρι που τελικά τα βρήκε. Τα μυστικά όλου του κόσμου χωρούσαν στις άκρες των δαχτύλων του. Τόσο ατόφια που ακόμα και τη μέρα που τόλμησε να αγγίξει τον ουρανό εκείνα δεν ξέβαψαν. Μα ξέβαψε αυτός. Αρχίσανε τότε να τον αναγνωρίζουν. Πάλι. Έγινε ο ασπρόμαυρος. Κοίταξε ξανά την παλιά φωτογραφία. Είδε πως της έμοιαζε. Μα αυτή τη φορά το χάρηκε πολύ. Ένιωσε ότι βρήκε σε ποιο κομμάτι του ανθρώπινου ψηφιδωτού ανήκει. Πήρε τότε τη θέση του εκεί, περήφανος πια για την αντίθεση του. Ο τοίχος τον καλωσόρισε και εκείνος αφέθηκε. Κομμάτι μιας τέχνης απόδημης φτιαγμένης από ανθρώπους σε ασπρόμαυρους τόνους. 

Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2013

Οι ταξιδιώτες


   Μα κοίτα τώρα που με κάνεις πάλι να σου γράψω. Λες και δεν τρέχουν όλες οι δουλειές στην άκρη και στη μέση και παραδίπλα στο δωμάτιο. Μα κάτσε λίγο να σου πω δυό κουβέντες. Να σου πω λοιπόν γιατί πολύ συχνά αναφέρομαι σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας. Είναι που κάτι ξεχνάμε.

   Να μιλήσω λοιπόν για τη δειλία της εποχής. Ναι από αυτήν. Λίγο η τεχνολογία, λίγο αυτή η μόδα του καταναλωτισμού που μας κάνει να πετάμε φαγητά αβέρτα, λίγο που απλώνες το χέρι στην τσέπη και έβρισκες κανά παραπανίσιο λεφτό. Α γεια σου. Λίγο το ένα λίγο το άλλο η οδός προς τη φυγοπονία ήταν χωρίς σκύλους λυτούς. Εκεί μέσα στο γενικό πανζουρλισμό ήρθε η μία γενιά να γυρίσει τη ρόδα της άλλης. Είναι από τη μία η έμφυτη τάση του ανθρώπου να δημιουργεί προβλήματα από εκεί που δεν υπάρχουν και ήρθε μια ατονία να προσδεθεί μαζί με τη γενικότερη κατάσταση. Μα έπειτα ήρθαν τα προβλήματα αγκαζέ με μια τσακιρομάτα ανεργία. Γιατί άνθρωπος που κάθεται απλά και δεν κάνει τίποτα μόνο άχρηστος μπορεί να νιώσει και να αρχίσει να τρώγεται με τα ρούχα του και τα ρούχα του μετά δεν έχουν ποιον να φάνε. Ενώ, λοιπόν συμβαίνουν όλα αυτά κοιτάζεις γύρω. Χωρίς απαραίτητα να ψάχνεις. Είπες δυο λεπτά να ξαποστάσεις τον εγκέφαλο από την πίεση και απομένεις με τη γλώσσα έξω να αγγίζεις τις σταγόνες της βροχής. Περνάει η Ελένη τρέχοντας να μη βραχεί και λιώσει. Μία ώρα έκατσε να ισιώσει το μαλλί της και τώρα δυο σταγόνες θα της το χαλάσουν. Η κυρα Λένη από την άλλη τη βροχή δεν την φοβόταν και με τις γαλότσες πλατσουρούσε με τα νερά νιώθοντας και ευτυχισμένη από πάνω γιατί στην παιδική της ηλικία γαλότσες γιοκ. Ποδαράκια που ξύλιαζαν μονάχα. 
 
 Έκλαψε η Χαρούλα όταν της έσπασε το νύχι που με τόσο κόπο είχε βάψει ενώ η κυρά Χαρά έχανε το ένα μετά το άλλο τα νύχια της από την απάνθρωπη δουλειά και όσο και αν πονούσε δεν έκλαιγε. Είδε ο Γιώργος την ομάδα του να χάνει και δε μιλιόταν λέει για μέρες ενώ λίγο παραπέρα ο κυρ Γιώργης είχε χάσει όλα τα αδέρφια του σκοτωτούς αλλά συνέχιζε να μιλάει και να καλαμπουρίζει. Βρήκε η Αννίτα μια τρίχα στο φαγητό της και προσβλήθηκε τόσο που φρόντισε να κάνει δύσκολη τη ζωή του σερβιτόρου και όλων των συναδέλφων του ενώ, η κυρά Αννιώ έτρωγε τότε κάτι μερίδες φαγητού που φτάνανε μόνο για σπουργίτι και να επειδή τις έκανε τις έρμες μια χαψιά δεν πρόκαμε να κοιτάξει αν υπήρχαν σαβούρες για να διαμαρτυρηθεί. Μα τι να πει και ο Γιάννης που είχε κάνει τόσα σχέδια για το μέλλον και ήρθαν έτσι τα πράγματα που βρέθηκε να κάνει άλλο από αυτό που σχεδίαζε. Μα τι να πει και ο κυρ Γιάννης που δεν πρόλαβε ποτέ να σηκώσει κεφάλι από το τσαγκάρικο και να προλάβει να κάνει σχέδια για τον εαυτό του. Είχε οικογένεια να ζήσει βλέπεις. Μάνα και αδερφές. 

   Η Ελίνα κάθε βδομάδα κλαίει τουλάχιστον από μια φορά γιατί ακόμα και τα σαββατοκύριακα που βγαίνει κάνει ότι περνάει καλά κι όταν δεν περνάει μήπως και ξεγελάσει τον εαυτό της. Ούτε που ξέρει τι της φταίει. Η κυρα Βαγγελιώ από την άλλη έκλαψε κάμποσες φορές, μετρημένες στη ζωή της, μία που έμεινε ορφανή, μία που έφυγε ο αδερφός της στην ξενιτιά και μία που είδε το παιδί της να κλαίει. Η κυρα Βαγγελιώ ζει πια μόνη. Τις προάλλες με την ξεροκεφαλιά πήρε τα λάθος φάρμακα και λιποθύμησε χτυπώντας το κεφάλι της στην πόρτα του μπάνιου. Τυχερή ήταν που δεν συνέβη τίποτα χειρότερο. Μιλώντας στη γειτόνισσα είπε τι έπαθε και πήγαν να την πάρουν λίγο τα κλάματα. Μα η γειτόνισσα την κάλεσε να πιούνε ένα καφεδάκι μαζί υπό τα καθιερωμένα κοινωνικά κουτσομπολίστικα σχόλια και της έβγαλε και μερικά λουκουμάκια για να γλυκαθεί. Όταν δα πήγε η θύμηση στις παλιές εποχές και εκείνα τα απαγορευμένα καλαμπούρια, που λέγανε κρυφά να μην τις ακούσει η μάνα, τότε άναψε το κέφι και κύλησε η βραδιά με γέλια και ξεκαρδίσματα.

   Δεν ξέρω για σας. Ανά τα χρόνια διάβασα πολλά βιβλία που οι λέξεις τους πέρασαν από το ένα αυτί και βγήκαν από το άλλο. Έμαθα τα γράμματα. Έμαθα τις επιστήμες. Μα κάτι δεν. Κάτι σα να έλειπε. Κάνω καμιά φορά παρέα με την Ελένη, τον Γιώργο, την Αννίτα, τον Γιάννη και την Ελίνα. Μα μαθαίνω πολλά και σημαντικά από την κυρα Λένη, τον κυρ Γιώργη, την κυρά Αννιώ, τον κυρ Γιάννη και την κυρα Βαγγελιώ. Όμοια και από την ιστορία της Ρόζας και του μπασκίνα της. Γιατί; Για να μην ξεχνιόμαστε. 


" Γιατί οι ταξιδιώτες των Ινδιών ξέρουνε 
περισσότερα να σας πουν 
απ' τους Βυζαντινούς χρονογράφους. "

Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2013

Γράμμα σε άγνωστο παραλήπτη

Πρέπει να σου πω. Πρέπει να σου μιλήσω. Άσε με. Πρέπει. 
Έγινε κάτι. Μα δεν ξέρω πως να στο πω. Δεν ξέρω πως να το
σκεφτώ δηλαδή. Δεν το χωράει το μυαλό μου.
Πρέπει να αλλάξω μου είπαν. Όχι ρούχα ούτε καν χτένισμα. 
Πρέπει να αλλάξω εμένα. Τον χαρακτήρα μου. Το μέσα μου.
Άκουσέ με. Έχω τρομάξει. Δεν ξέρω πως να αλλάξω.
Δεν ξέρω τι να αλλάξω. Μα πάνω από όλα δεν ξέρω γιατί να
αλλάξω. Είμαι τρομοκρατημένη. Είμαι σαστισμένη. 

Πάνω που βρήκα τον εαυτό μου και τον άφησα ελεύθερο
πρέπει να τον συμπιέσω. Πώς να το κάνω αυτό;

Γιατί γιατί γιατί; Γιατί να το κάνω αυτό; Ποιος το λέει; 
Τι είναι αυτοί οι νόμοι και οι κανόνες τους οποίους πρέπει 
να ακολουθώ; Δεν τους καταλαβαίνω. Ποιον ενόχλησα; 
Γιατί με ενοχλούν; Γιατί δεν μπορώ να ζήσω όπως θέλω εγώ; 
Γιατί να μην μπορώ να είμαι όπως είμαι; Σε πόσα καλούπια 
πια να μπω; Δεν χωράω. Το ένα μου κόβει το μυαλό το άλλο 
την αναπνοή. Κανένα δεν χωράει εμένα μέσα. Είναι στιγμές 
που εκτείνομαι απεριόριστα και δεν μπορώ να με σταματήσω.
Μα δεν θέλω κιόλας. Αυτοί όμως θέλουν. Και με περιορίζουν. 
Και μου λένε ποιο είναι το σωστό. Αλλά εγώ δεν το βλέπω 
σωστό. Δεν το νιώθω σωστό διάολε. Το νιώθω ασφυκτικό. 

Άκουσέ με. Φοβάμαι. Δεν ξέρω τι άλλο να πω. Μες στην 
άρνηση θέλω να μείνω. Αλλά πρέπει να τα μάθεις και εσύ. 
Άκουσέ με. Ό,τι βγει σήμερα από το στόμα μπορεί να μην 
ξανατολμήσει. Ευκαιρία είναι τώρα. Ίσως και η μοναδική. 
Μιλούν σαν να με ξέρουν. Εγώ όμως δεν τους ξέρω. 
Αν με ήξεραν δεν θα μιλούσαν έτσι. Αν με ήξεραν δεν θα 
μου το έκαναν αυτό. Αν με ήξεραν, θα ήξεραν ότι εγώ δεν 
θέλω να πειράξω κανέναν. Αν με ήξεραν ίσως να καταλάβαιναν.
Μα δεν με ξέρουν. Δεν με καταλαβαίνουν. Δεν τους νοιάζει να
με καταλάβουν. Μόνο ξέρουν να κατανέμουν μπρούτζινα κλουβιά.

Δεν φτάνει πια ο χρυσός ούτε για τα χρυσαφένια ψεύτικα
κλουβιά. Μπρούτζινα είναι και σε λίγο θα τα φτιάχνουν από 

παλιοσίδερα που βρίσκουν στα νεκροταφεία αυτοκινήτων.
Ούτε για αυτό δεν κάνουν πια τον κόπο. Να κάνουν πιο όμορφες
τις φυλακές όπως παλιά που δεν καταλαβαίναμε ότι ήμασταν μέσα. 

Άκουσέ με τουλάχιστον εσύ. Εσύ πρέπει να με καταλάβεις. Εσύ
ξέρω ότι μπορείς να με καταλάβεις. Και κάτι παραπάνω. Ξέρω ότι 

με νιώθεις. Ξέρω ότι τα λόγια μου αντηχούν σαν καμπάνες μέσα 
στο μυαλό σου. Να ξέρεις δεν μου αρέσει το ασύρματο ίντερνετ. 
Δεν μου αρέσουν τα πράγματα που δεν μπορώ να δω και πρέπει 
απλά να υποθέτω ότι είναι εκεί. Δεν μου αρέσουν τα πράγματα 
που μου κρύβουν αλλά τα γνωρίζω χωρίς να τα ξέρω. Εκ των 
πραγμάτων δεν μου αρέσουν πολλά. Νοιάζομαι για λίγα μόνο. 
Για τα λίγα που μου αρέσουν. Ακόμα και αυτό όμως πρέπει να το 
αλλάξω μου λένε. Δεν πρέπει να είμαι έτσι. Πρέπει να γίνω κάτι 
άλλο. Να αφήσω το απροσδιόριστο και να γίνω κάτι προσδιορίσμένο.
Ψάχνω τρόπους να ξεφύγω. Δεν μπορώ να τους αφήσω να μου το 
κάνουν αυτό. Ψάχνω τρόπο να φανώ έστω ότι άλλαξα μα να παραμείνω
η ίδια. Ούτε και αυτό το θέλω. Υποκρισία είναι και αυτό. Και εγώ δεν 
την αντέχω. Ψάχνω, σκέφτομαι δεν ξέρω τι άλλη λύση να βρω. Στα λέω 
και σε σένα μήπως βάλω σε σειρά τις σκέψεις μου. Φοβάμαι και να τις 
βάλω σε σειρά. Αντιστέκονται. Κατάλαβαν τον κίνδυνο. Κατάλαβες; 
Εκεί έχουμε φτάσει. Πρέπει να φύγω. Δεν έχω άλλο χρόνο. Μα άκου με. 
Να προσέχεις και τις δικές σου. Εντάξει; Κάνε ότι καλύτερο μπορείς. 
Κλείσε την πόρτα στα μούτρα τους και αν χρειαστεί να φυγαδευτείς 
βγες από το παράθυρο και τρέξε με όλη σου τη δύναμη. Τρέξε και μην 
κοιτάξεις πίσω. Θα σε περιμένω εκεί όπου κανείς τους δεν ξέρει. 
Ραντεβού εκεί. Σε κλείνω. Μπαίνω στα έγκατα της γης και μου είπαν ότι 
εκεί δεν πιάνει το κινητό. Ευτυχώς. Ησυχία.

Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2013

Περνά περνά

Στην αρχή το πόδι σου
ήταν φτιαγμένο για το χώμα.
Στη συνέχεια, το χώμα
καλύφθηκε από άμορφα μπετά
και το γυμνό σου πόδι
από πέτσινες σόλες.
Κάπως έτσι χάθηκε η επαφή
με τη γη στην οποία ανήκες.

Πέρασαν τόσες μέρες.
Ακόμα το σκέφτεσαι.
Κοίταξες σήμερα το ημερολόγιο.
Πέρασαν τόσα χρόνια.
Μα εξακολουθείς να το σκέφτεσαι.
Και εσύ, κυρά μου εσύ,
στέκεις ακόμα εδώ και κοιτάζεις
τον χρόνο που περνάει.