Μα κοίτα τώρα που με κάνεις πάλι να σου γράψω. Λες και δεν τρέχουν όλες οι δουλειές στην άκρη και στη μέση και παραδίπλα στο δωμάτιο. Μα κάτσε λίγο να σου πω δυό κουβέντες. Να σου πω λοιπόν γιατί πολύ συχνά αναφέρομαι σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας. Είναι που κάτι ξεχνάμε.
Να μιλήσω λοιπόν για τη δειλία της εποχής. Ναι από αυτήν. Λίγο η τεχνολογία, λίγο αυτή η μόδα του καταναλωτισμού που μας κάνει να πετάμε φαγητά αβέρτα, λίγο που απλώνες το χέρι στην τσέπη και έβρισκες κανά παραπανίσιο λεφτό. Α γεια σου. Λίγο το ένα λίγο το άλλο η οδός προς τη φυγοπονία ήταν χωρίς σκύλους λυτούς. Εκεί μέσα στο γενικό πανζουρλισμό ήρθε η μία γενιά να γυρίσει τη ρόδα της άλλης. Είναι από τη μία η έμφυτη τάση του ανθρώπου να δημιουργεί προβλήματα από εκεί που δεν υπάρχουν και ήρθε μια ατονία να προσδεθεί μαζί με τη γενικότερη κατάσταση. Μα έπειτα ήρθαν τα προβλήματα αγκαζέ με μια τσακιρομάτα ανεργία. Γιατί άνθρωπος που κάθεται απλά και δεν κάνει τίποτα μόνο άχρηστος μπορεί να νιώσει και να αρχίσει να τρώγεται με τα ρούχα του και τα ρούχα του μετά δεν έχουν ποιον να φάνε. Ενώ, λοιπόν συμβαίνουν όλα αυτά κοιτάζεις γύρω. Χωρίς απαραίτητα να ψάχνεις. Είπες δυο λεπτά να ξαποστάσεις τον εγκέφαλο από την πίεση και απομένεις με τη γλώσσα έξω να αγγίζεις τις σταγόνες της βροχής. Περνάει η Ελένη τρέχοντας να μη βραχεί και λιώσει. Μία ώρα έκατσε να ισιώσει το μαλλί της και τώρα δυο σταγόνες θα της το χαλάσουν. Η κυρα Λένη από την άλλη τη βροχή δεν την φοβόταν και με τις γαλότσες πλατσουρούσε με τα νερά νιώθοντας και ευτυχισμένη από πάνω γιατί στην παιδική της ηλικία γαλότσες γιοκ. Ποδαράκια που ξύλιαζαν μονάχα.
Έκλαψε η Χαρούλα όταν της έσπασε το νύχι που με τόσο κόπο είχε βάψει ενώ η κυρά Χαρά έχανε το ένα μετά το άλλο τα νύχια της από την απάνθρωπη δουλειά και όσο και αν πονούσε δεν έκλαιγε. Είδε ο Γιώργος την ομάδα του να χάνει και δε μιλιόταν λέει για μέρες ενώ λίγο παραπέρα ο κυρ Γιώργης είχε χάσει όλα τα αδέρφια του σκοτωτούς αλλά συνέχιζε να μιλάει και να καλαμπουρίζει. Βρήκε η Αννίτα μια τρίχα στο φαγητό της και προσβλήθηκε τόσο που φρόντισε να κάνει δύσκολη τη ζωή του σερβιτόρου και όλων των συναδέλφων του ενώ, η κυρά Αννιώ έτρωγε τότε κάτι μερίδες φαγητού που φτάνανε μόνο για σπουργίτι και να επειδή τις έκανε τις έρμες μια χαψιά δεν πρόκαμε να κοιτάξει αν υπήρχαν σαβούρες για να διαμαρτυρηθεί. Μα τι να πει και ο Γιάννης που είχε κάνει τόσα σχέδια για το μέλλον και ήρθαν έτσι τα πράγματα που βρέθηκε να κάνει άλλο από αυτό που σχεδίαζε. Μα τι να πει και ο κυρ Γιάννης που δεν πρόλαβε ποτέ να σηκώσει κεφάλι από το τσαγκάρικο και να προλάβει να κάνει σχέδια για τον εαυτό του. Είχε οικογένεια να ζήσει βλέπεις. Μάνα και αδερφές.
Η Ελίνα κάθε βδομάδα κλαίει τουλάχιστον από μια φορά γιατί ακόμα και τα σαββατοκύριακα που βγαίνει κάνει ότι περνάει καλά κι όταν δεν περνάει μήπως και ξεγελάσει τον εαυτό της. Ούτε που ξέρει τι της φταίει. Η κυρα Βαγγελιώ από την άλλη έκλαψε κάμποσες φορές, μετρημένες στη ζωή της, μία που έμεινε ορφανή, μία που έφυγε ο αδερφός της στην ξενιτιά και μία που είδε το παιδί της να κλαίει. Η κυρα Βαγγελιώ ζει πια μόνη. Τις προάλλες με την ξεροκεφαλιά πήρε τα λάθος φάρμακα και λιποθύμησε χτυπώντας το κεφάλι της στην πόρτα του μπάνιου. Τυχερή ήταν που δεν συνέβη τίποτα χειρότερο. Μιλώντας στη γειτόνισσα είπε τι έπαθε και πήγαν να την πάρουν λίγο τα κλάματα. Μα η γειτόνισσα την κάλεσε να πιούνε ένα καφεδάκι μαζί υπό τα καθιερωμένα κοινωνικά κουτσομπολίστικα σχόλια και της έβγαλε και μερικά λουκουμάκια για να γλυκαθεί. Όταν δα πήγε η θύμηση στις παλιές εποχές και εκείνα τα απαγορευμένα καλαμπούρια, που λέγανε κρυφά να μην τις ακούσει η μάνα, τότε άναψε το κέφι και κύλησε η βραδιά με γέλια και ξεκαρδίσματα.
Δεν ξέρω για σας. Ανά τα χρόνια διάβασα πολλά βιβλία που οι λέξεις τους πέρασαν από το ένα αυτί και βγήκαν από το άλλο. Έμαθα τα γράμματα. Έμαθα τις επιστήμες. Μα κάτι δεν. Κάτι σα να έλειπε. Κάνω καμιά φορά παρέα με την Ελένη, τον Γιώργο, την Αννίτα, τον Γιάννη και την Ελίνα. Μα μαθαίνω πολλά και σημαντικά από την κυρα Λένη, τον κυρ Γιώργη, την κυρά Αννιώ, τον κυρ Γιάννη και την κυρα Βαγγελιώ. Όμοια και από την ιστορία της Ρόζας και του μπασκίνα της. Γιατί; Για να μην ξεχνιόμαστε.
" Γιατί οι ταξιδιώτες των Ινδιών ξέρουνε
περισσότερα να σας πουν
απ' τους Βυζαντινούς χρονογράφους. "