Ξεκίνησε η ζωή πίσω από τα δέντρα το σούρουπο, πίσω από τα ερημωμένα σπίτια, πίσω από τα βρώμικα χέρια, πάνω από την ανάλατη γη, μέσα στο βρέφος των ελπίδων, μέσα στην ακόρεστη μανία για κάτι μοναδικό.
Ξεκίνησε η ζωή και ανέβηκε στο τρένο. Τότε τα τσακάλια κατέβηκαν και έστησαν γλέντι με λάβαρο από κουρέλια και φωνές ανήκουστες και βροντερές. Άναψαν στην σκεπή το μέλλον και έδωσαν χαρτζιλίκι στο παρόν.
Ξεκίνησε η ζωή και όσοι την είδαν αρχίσανε να τη ρωτάνε. Καταγωγή, χρόνο, στιγμή και τελειωμό. Αφήνιασαν τότε οι βροχές, πότισαν δίχως έλεος τα διψασμένα χέλια μαζί με κάθε νέα αυταπάτη κι η Αταλάντη μόνη με ένα ψεύτικο διαμάντι.
Ξεκίνησε τότε η ζωή και ακολούθησαν και άλλοι πολλοί. Ξεχάσανε το μέλι που έφερνε στα αμπάρια και χύθηκε και σιρόπιασε τον κόσμο όλο. Εχάραξε στο πρόσωπο το αλλοφερμένο σαμιαμίδι και χώρισε ο ουρανός τη γη και είπε τώρα θα γενεί καινούριο το παιχνίδι.
Ξεκίνησε τότε η ζωή και ο πηγαιμός ήταν ανοιχτήρι που έβγαλε τη μέρα και άφησε να ρέει άφθονο κρασί από την πηγή. Βούτηξε τότε το μαντήλι που καλά είχε ποτίσει και προχώρησε στίβοντας το, κάθε που ήθελε να πιει.
Ανοίχτηκε τότε η ζωή, δέθηκε στα ξυλοπόδαρα και έφτασε ψηλά. Ήρθαν τότε και οι άγριοι να σημάνουν τα βιολιά και όλοι τότε πέρασαν καλά. Και ο ίδιος ο μη Μέγας Αλέξανδρος ήταν εκεί και πατήθηκε από πόδια γατίσια και χόρεψε και αυτός όμορφος και ζωντανός.
Ξενύχτησαν τότε πολλοί, μα σαν ξεκίνησε η ζωή, ξημέρωσε χαμόγελο ζεστό με τσάι ποταμίσιο, ζωγράφισε στην πλάτη ένα δέντρο και άφησε τα κλαδιά να ακολουθήσουν. Γλύκανε τότε με χρυσόσκονη που έκλεψε και χάθηκε και έφυγε και πάει.
Ξεκίνησε τότε η ζωή και τώρα πια δε θα φανεί, γιατί άλλα μέρη ήθελε να δει. Η άνοιξη ακόμα αργεί και παγώνει ο χειμώνας το γυμνό της το κορμί. Τότε είναι που η ζωή φρεσκοστολισμένη και υποκλινόμενη, βγάζει τις παντόφλες της στο σπίτι για να μπει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου