Κυριακή 31 Αυγούστου 2014

Ανα θώρηση

είπα να κάνω δύο βήματα πίσω
σήμερα
μέρα που είναι
είπα να κάνω δύο βήματα πίσω
να σταματήσω
για λίγο
να τρέχω
είπα να κάνω δύο βήματα πίσω
να αντιμετωπίσω
να ενδώσω
είπα να κάνω δύο βήματα πίσω
γιατί σκέφτομαι πως
δε θα μπορέσω αλλιώς
να προχωρήσω εμπρός

Παρασκευή 29 Αυγούστου 2014

Σύγχυση

Σύγχυση με τις γωνίες.
Γωνίες του προσώπου.
Οπτικές γωνίες.
Μια γωνία κρυφή και σκοτεινή.
Γωνιές στις γειτονιές της γης.
Γωνίες μέσα στους κύκλους.
Οι γωνίες του χαμόγελου.
Οι γωνίες των ματιών.
Δυο γωνίες τα χείλη.
Αγωνιώδεις προσπάθειες.
Γονατιστοί σε μια άγονη εποχή.
Αγωνία.

Κυριακή 10 Αυγούστου 2014

Δίψα

Εδώ που είσαι έχεις υπάρξει ξανά
και θα βρεθείς πολλές φορές ακόμα.
Εδώ που είσαι τρέχουν δροσερά νερά
που δεν φτάνουν το διψασμένο χώμα.

Μοναξιά

Μια ψυχούλα μονάχη της
κουλουριάσμένη 
σε ένα παπούτσι.
Μια άλλη ψυχούλα μονάχη της
κάθεται και την κοιτάζει 
από μακριά.


Τρίτη 5 Αυγούστου 2014

Ίκαρε

Ίκαρε μην πετάς πολύ ψηλά.
Τι θες και κυνηγάς τον ήλιο να αγγίξεις.
Όσο και να προσπαθείς τα χέρια σου θα κάψεις.
Να μείνουμε μαζί εδώ στη γη.
Στης τύχης τις πικρές αναμνήσεις.
Ίκαρε μην απομακρύνεσαι.
Δικά σου φτερά ποτέ δεν είχες.
Μην κάνεις τα αδύνατα δυνατά.
Δεν είναι ώρα τώρα για πετάγματα.
Ίκαρε μην πετάς ψηλά.
Ο ήλιος είναι μοναξιά.
Αν μέσα του πολύ θα μπεις.
Τον δρόμο να γυρίσεις δύσκολα θα βρεις.

Είδομεν

Με διέσχισε μια κραυγή 
που έκοψε στα δύο το νου μου
και τη νύχτα.
Ευθύς χτύπησα στα σπιτάκια 
των νεκρών να δω αν τρόμαξαν.
Ευτυχώς δεν φοβήθηκαν.
Καλού κακού όμως εγώ άφησα 
κάτι αναμμένο. 
Πιο δίπλα, οι σκηνές των ζωντανών 
στέκονται πάνω σε κινούμενη άμμο.
Τα παραθύρια τους τρίζουν 
και τα κέρινα ομοιώματα σιγολιώνουν.
Μια σκιά τρεμοπαίζει πίσω από τη σιγή
που ακολουθεί.
Όλοι αναμένουν την ώρα
που οι μάσκες θα πέσουν.
Ποιο θα είναι το κύκνειο άσμα ενός
καλοκαιριού.
Κανείς δεν ξέρει, κανείς δεν μπορεί
να φανταστεί. 
Πώς μπορείς να προσφέρεις αυτό 
που τόσο λίγο ξέρεις 
και τόσα χρόνια αγαπάς.
Βγαίνεις στιγμές από το σώμα σου 

και κοιτάζεις με απορία τι ακριβώς 
είναι αυτό που άφησες πίσω.
Τα πουλιά της νύχτας ξυπνάνε.
Κι εμείς επιτέλους βλέπουμε. 

 
 

Δευτέρα 4 Αυγούστου 2014

Κι ύστερα σιωπή

Οι αναμνήσεις φώτα που τρεμοπαίζουν στη γνωστή συχνότητα.
Οι νυχτερίδες σε κάθε ευκαιρία μασουλάνε τα ίδια τους τα πόδια.
Ο ταβερνιάρης αγέλαστος φέρνει τις κανάτες με το κρασί.
Οι θαμώνες απελπισμένοι ψάχνουν κάτι που δεν είναι εκεί. 
Αρνήθηκε ο κυρ Σπύρος να πληρώσει το λογαριασμό.
Έγινε σαματάς μεγάλος και ήρθε το αστυνομικό.
Ψάξανε στις τσέπες του να δούνε τι θα βρουν.
Βρήκανε δυο σπίρτα, ένα φυτίλι και ένα κλωνάρι βασιλικό.
Τα σπίρτα τα βρήκε πεταμένα στο δρόμο μια μέρα 
προσπαθώντας στα τέσσερα να πάει στη δουλειά πιο πέρα.
Το φυτίλι το πήρε από μιας εικόνας θαυματουργής λέει το καντήλι,
για να νιώθει ότι έχει ένα θαύμα μαζί του πάντα όταν το χρειαστεί.
Το κλωνάρι με ένα χαμόγελο μαζί, του το χάρισε ένα πρωινό η Αυγή.
Του είχε δώσει ακόμα, για να τον φυλάει, μέσα σε ένα μαντήλι
στα κρυφά, μια τούφα από τα χρυσά της τα μαλλιά. 
Τον γυρίσανε ανάποδα και όσο καλά και αν τα είχε κρύψει
δεν την γλίτωσε, το μικρό του θησαυρό κάποιος να ανακαλύψει.
Του πήραν το φυτίλι γιατί το θαύμα ήταν ξένο και δεν του άνηκε.
Πήραν και το κλωνάρι για να το βάλει ένας κομψός θαμώνας στο πέτο.
Του πήραν τα χρυσά μαλλιά, φανερά για τον αγώνα του χρέους που δεν 
εχάθει.Τα υπόλοιπα τα κράτησαν δικά τους για να μην πάνε στράφι.
Του άφησαν μόνο τα σπίρτα. Αλλά χωρίς το σπιρτόκουτο. Εκείνο
το έδωσε ο ίδιος σε ένα ποντικό που ήθελε κάπου να φωλιάσει.
Τα δύο σπίρτα ήταν δύο επιπλέον ξύλινα δαχτυλάκια.
Έκατσε στην άκρη ενός πεζοδρομίου λίγο να αγαλλιάσει.
Τα κοιτούσε, τα κοιτούσε, τα κοιτούσε και απορούσε.
Τα βράδια έμπαινε στα σπίτια των ανθρώπων που κοιμούνται,
άλλαζε χρώματα στους τοίχους και έπειτα γυρνούσε
και τα κοιτούσε, τα κοιτούσε μήπως και κατά τύχη μια μέρα 
φυτιλιάσουν από μόνα τους, σαν από θαύμα και μυρίσουν βασιλικό.  


Κυριακή 3 Αυγούστου 2014

Εις ένα σώμα

Οι μούσες του καλοκαιριού 
συναντήθηκαν προχτές 
στην αυλή μου 
κι έστησαν χορό τρελό 
και ανάλαφρο 
πάνω στα ανοιγμένα 
πέταλα ενός λουλουδιού. 
Κι είπαν πόσα είπαν, 
αχ και πόσα τραγούδησαν.

Ωδή στο λατρεμένο κορμί του ήλιου
που τα σίδερα θέλησαν να το λυγίσουν
μα εκείνο εξαίσιο και φωτεινό 
τα έλιωσε και τα ξέρασε σα λάβα.
Απέμεινε ύστερα να φωτάει 
ήρεμο και δυνατό
αγναντεύοντας τη γη από ψηλά.

Ωδή στο πανώραιο κορμί της σελήνης 
που δε μεγάλωσε ποτέ
και έμεινε έτσι παιδικό 
παρά τις καταιγίδες του χρόνου
που πέσαν πάνω του με μανία. 
Απέμεινε παιδικά να περπατάει
και σταματήμό να μην έχει
όλες τις νύχτες πάνω στη γη.

Ωδή μοναδική
στο μοίρασμα του κόσμου.
Ένα στο κορμί του ήλιου,
ένα στο κορμί της σελήνης.
Στα δυο μιας μπάλας δροσερής 
που κάθε που γυρνάει
τους ενώνει και τους λυτρώνει. 

Ωδή ξεχωριστή
σε δυο αιθέρια κορμιά 
που γήινα ενώνονται.

Σάββατο 2 Αυγούστου 2014

Παράθυρο του κόσμου

Έχασες την πατρίδα που σε φάσκιωσε.
Έκλεισαν την πόρτα από τα καταφύγια.
Σου στέρησαν τις χρυσές ανεμώνες. 
Μα άθελα τους καίγοντας τις ρίζες σου,
πήραν τα δάκρυα μακριά από τις πέτρες
και άστατα απελευθέρωσαν 
την πουπουλένια σου ψυχομορφή.

Τώρα σε κάθε σεργιάνι υποκλίνεσαι.
Κάθε τόπος γίνεται τόπος σου
και έχεις πατρίδες αμέτρητες.
Ολόγυμνα τα πόδια που αρμενίζουν
σε ένα μπαλκόνι δίχως ντροπή.
Ξέγνοιαστοι χτύποι καρδιάς.
Με θέα κάθε φορά ένα διαφορετικό 
παράθυρο του κόσμου.