Τετάρτη 27 Μαρτίου 2013

Σε ρωτώ

Τι κουβέντες να πω που να μην έχουν ειπωθεί.
Τι γράμματα να γράψω που δεν υπάρχει πια χαρτί.

Τι λουλούδια να μυρίσω που να μην έχουν ξεραθεί.
Τι αγάπη να ζητήσω που να μην έχει πια χαθεί. 

Ποια χαρά να κυνηγήσω που να μην έχει πικραθεί.
Ποια μοίρα να ζητήσω για μια αδέσποτη ψυχή.
Ποια λύπη να φιλήσω μέσα σε τούτη τη σιωπή και

πώς τα κάστρα μου να χτίσω σε αυτή την άδικη ζωή.

Τρίτη 26 Μαρτίου 2013

Το δέντρο

Ακόμα και οι φωλιές των πουλιών
εξαφανίστηκαν από το 
μεγάλο και αθάνατο δέντρο. 
Δεν αντικρύζω πια ούτε φτερούγισμα 
ούτε μικρές πουπουλένιες καρδιές 
να πετούν ανάποδα στον άνεμο. 
Ήταν πανέμορφα εκείνα τα πουλιά. 
Τα θυμάμαι σαν να 'ταν τώρα. 
Ζωντανά χρώματα 
πάνω στο δέντρο.
 Συμπλήρωναν τα κενά του 
και του έδιναν ζωή. 
Λες και υπήρχαν 
για να τραγουδούν
 για αυτό αλλά 
και αποκλειστικά 
για κάθε πεζό που περνούσε.
 Να ξέρει πως δεν είναι μόνος. 
Το τραγούδι τους 
συντρόφευε κάθε έναν 
από όπου και αν ερχόταν 
και όσο μακριά και αν πήγαινε.
 Τώρα οι ταξιδιώτες περνούν 
από τον γκρίζο κορμό 
και δεν το ακούνε πια.
 Τα τραγουδίσματα χάθηκαν.

 Ώρες ώρες το μόνο που μπορείς να ακούσεις αν αφουγκραστείς προσεχτικά 
είναι ένα μοιρολόι σιγανό και ξένο. Μοιάζει σα να βγαίνει μέσα από τον κορμό.  Σα να θρηνεί και το ίδιο το δέντρο. Ο θλιμμένος του σκοπός ράγιζει την καρδιά μου. Δεν μπορώ να δεχτώ αυτή του την κατάληξη.


 Έτσι, από σήμερα, αποφάσισα να πηγαίνω εγώ να του τραγουδώ και να του κάνω παρέα ώσπου να ξανάρθουν. Δανείζοντας τη φωνή μου, θα φτιάξω τραγούδια για τις παλιές εποχές και θα τα κάνω να ζωντανέψουν. Θα χορέψουν οι αναμνήσεις μέσα από τη μελωδία και θα αναγεννηθούν για αυτή και για κάθε φορά. Όσες φορές χρειαστεί.  
 Ο σκοπός είναι σαφής. 
Ως άγρυπνη φρουρός,
 θα κρατήσω ασφαλές το παρελθόν 
και με τις κλωστές του 
θα υφάνω το μέλλον. 
Το κέντημα θα γίνει τότε 
τόσο ζωντανό 
που θα δώσει πνοή ανατολής
 και ανάσα δροσοσταλιάς 
σε μένα, στο δέντρο 
και στα εξαφανισμένα 
χρυσοπλούμιτα πουλιά. 
Τότε εκείνα θα πετάξουν 
πάνω από τα δεσμά τους 
και θα γυρίσουν πίσω 
χαρίζοντας του πάλι την ευτυχία.
 Ώρα μου λοιπόν, 
να ξεκινήσω να υφαίνω.

Κυριακή 24 Μαρτίου 2013

Το άκουσες;

- Το άκουσες; Είπαν ότι...
- Ναι το άκουσα.
- Τι να κάνουμε;
- Δεν ξέρω. 
- Κάτι πρέπει. Δεν πάει άλλο. 
- Πρέπει να είναι όμως κάτι πραγματικά δυνατό. Να μη χαθεί στη   
  σιγαλιά της λύπης σαν όλα τα άλλα. Να κουνήσει τόσο γερά τη γη 
  που να τινάξει από πάνω της όποιον δεν ξέρει στα δυο του πόδια 
  να σταθεί. Μπορεί έτσι να καταλάβουν και αυτοί που νόμιζαν πως 
  στέκονται πως τα πόδια τους ότι ήταν μοναχά ελατήρια που τους   
  εκτόξευαν μακριά της. Όχι ρίζες σαν εκείνα που αν και ξυπόλητα, 
  από τη γη δεν λένε να ξεκολλήσουν.  
- Πρέπει να σκεφτούμε σωστά και γρήγορα. Ο χρόνος σταματάει 
  πάντα πιο απότομα από ότι αρχίζει. Ώσπου να φτάσει μια σταγόνα
  στη γη, η μέρα έχει αλλάξει. 
- Φέρε το κρασί. Βάλε μου να πιω και πιες και εσύ. Να ζεστάνουμε 
  λίγο το σώμα μήπως και ζεσταθεί και το μυαλό. 

. . . 

- Φοβάσαι;
- Ναι. 
- Τι θα γίνει αν δεν τα καταφέρουμε;
- Θα γίνει αυτό που θα γίνει. Τι σημασία έχει να σκεφτούμε το 
  "αν";   Τι μας ωφελεί αυτό τώρα;
- Θέλω απλά να φανταστώ όλα τα ενδεχόμενα. Έτσι, για να έχω μια 
  ψευδή αίσθηση του ελέγχου. Ίσως αν τα έχω σκεφτεί όλα 
  διεξοδικά, τη στιγμή που το μυαλό μου σαστίσει, θα μπορέσω να 
  το επαναφέρω αμέσως. Θέτω από πριν τις ερωτήσεις του εαυτού μου 
  για να έχω έπειτα έτοιμες τις απαντήσεις. 
- Εντάξει λοιπόν. Αν αποτύχουμε η θάλασσα θα φουσκώσει τόσο πολύ 
  που για μας θα 'ναι ουρανός και θάλασσα το ίδιο πράγμα. Δε θα 
  ακούμε πια πουλιά που κελαηδούν. Μόνο σειρήνες που μας ματώνουν 
  τα αυτιά. 
- Θα πρέπει τότε να τα κλείσουμε και εμείς με κερί. 
- Δεν ξέρω αν θα βοηθήσει το κερί. Ξέρω όμως ότι δεν θα 'μαστε 
  μόνοι μας.  Θα 'ναι και άλλοι ξυπόλητοι σαν εμάς. Υπάρχουν και 
  άλλοι άνθρωποι που στηρίζουν τα πόδια βαθιά στη γη και αντλούν 
  δύναμη από αυτήν. 
- Πώς το ξέρεις; Τους έχεις δει;
- Όχι, αλλά τους νιώθω. Το ίδιο κάνει. Ακούω καθημερινά τις 
  σκέψεις τους μες στο μυαλό μου. Υπάρχουν και άλλοι σου λέω. 
  Πρέπει να υπάρχουν. 



Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013

Ήταν η ώρα

   Καθόταν στο μπαλκόνι καπνίζοντας ένα τσιγάρο. Κοιτώντας το τίποτα. Ο τρόπος που καθόταν έμοιαζε με μικρού παιδιού που γαντζώνεται στην καρέκλα γιατί τα μικρά του ποδαράκια δεν φτάνουν το έδαφος. Κάθε εισπνοή εξαφανιζόταν στον αέρα. Κάθε εκπνοή έκανε άσπρες νεράιδες να χορεύουν στο δρόμο τους για μια ουράνια πίστα.

   Οι δείκτες του ρολογιού τραγούδησαν ότι είχε φτάσει η ώρα. Σκέφτηκε να της ανοίξει την πόρτα του σπιτιού και έπειτα να την κλειδώσει μέσα. Ίσως έτσι κατάφερνε να την σταματήσει έστω και για λίγες στιγμές. Έτσι για αλλαγή να πάγωνε λίγο ο χρόνος. Ανόητη ιδέα. Και μετά ήρθε μια άλλη ανόητη ιδέα και μετά μια λίγο πιο λογική. Έτσι περνούσαν όλες, έλεγαν το κομμάτι τους και απέμεναν να στριφογυρίζουν. Άφηναν όμως άπλετο χώρο και για τα συναισθήματα. Όλων των λογιών και εκείνα. Επικράτησαν όμως δύο να κονταροχτυπιούνται. Μια ιπποτική μάχη με καθόλου ιπποτικούς κανόνες. Όποιο από τα δυο έπεφτε πρώτο, κέρδιζε το άλλο ως λάφυρο. Έτσι για να έχει ενδιαφέρον η μάχη.

   Όμως η ώρα είχε περάσει πια. Δεν κατάφερε να την παγώσει για άλλη μια φορά. Έσβησε το τσιγάρο. Σηκώθηκε χωρίς να έχει δει το τέλος της μάχης του μυαλού. Άφησε το βάρος να κυλήσει στα γόνατα και τα εμπιστεύτηκε για το υπόλοιπο της διαδρομής. Σε κάθε βήμα ο συνήθης πόνος στην καρδιά. Καλά που υπήρχαν και οι ανάσες να δείχνουν ότι πέρασε κάποια στιγμή από εκεί... Έτσι συνέχισε να περπάτα ώρες, λεπτά δευτερόλεπτα, ποτέ. Με τη δαρμένη ανθρώπινη ψυχή να έχει γραπωθεί από τα γόνατα και να χτυπά σε κάθε πέτρα του δρόμου.


Το μόνο κρυπτόν υπό τον ήλιο

Ο κόσμος είναι κακός.
Μα ο κόσμος είμαστε εμείς.
Ανίκανοι να σηκώσουμε το βάρος των πράξεων μας
κρυβόμαστε σε λαγούμια για να γλιτώσουμε.
Βγαίνουμε μοναχά για να κάνουμε το κακό
και έπειτα πάλι στην όμορφη φωλιά μας.
Και ευθύνη καμιά.
Τέτοιο υπέρλαμπρο άστρο μα ταυτόχρονα σκοτεινό.
Ποτέ δεν υπήρξε ανάγκη για αυτήν την πλανεύτρα.
Λόγια κουφού σε δωμάτιο κλειστό. 
Πάντα έφταιγε ο απρόσωπος κόσμος που έχει μάθει 
να υπάρχει ως σύνολο μόνο.
Ποιοι να τον απαρτίζουν άραγε;
Τι μυστήρια κρύβει;
Τι δυνάμεις μαγικές και ανεξήγητες;
Παραφυλάει στις χαραμάδες της πόρτας
και κινείται μαζί με τις σκιές των φύλλων.
Γυρνάς να τον δεις και εξαφανίζεται
με βήματα πιο ελαφρά και από του ανέμου. 
Το μόνο κρυπτόν υπό τον ήλιο.