Παρασκευή 27 Ιουνίου 2014

Σταγόνες

- Και για πες μου. Μπορούν να αλλάξουν οι άνθρωποι;
- Είναι πολύ λίγοι αυτοί που τελικά τα καταφέρνουν.

   Άνθρωποι. Ράτσα σπάνια και στυγερή. Ποιος μα ποιος πες μου σε ξεγέλασε πάλι; Ποια αδικία σου θέρισε τα αυτιά; Ο αχός ο ζοφερός τη δική σου ιαχή δεν φτάνει. Είναι η αδικία σαν πανι τεντωμένο που το κρατούν τρεμάμενα χέρια. Εκεί πάνω πέφτουμε όταν γλιστράμε και τυλιγόμαστε με το κουκούλι. Εδώ όμως μετάξι δε βγαίνει. Εδώ μόνο το παραγγέλνουνε πια. Δεν γίνεται αλλιώς. Άνθρωποι. Ράτσα τέτοια με μύριες εκδορές στα πέλματα της. Δεν χωρούν ούτε κάτω από τις γέφυρες να κρυφτούν οι ψευδαισθήσεις. Στην πιο κρίσιμη στιγμή που θα αναγκαστείς να κρατήσεις τα μάτια σου ανοιχτά, μην ξεχάσεις. Το στόμα σου να κλείσεις με ροδοπέταλα για να έρθουν της ξενιτιάς οι έρμοι, να τα μαζέψουν ένα ένα και ως υπέρτατο φόρο τιμής να τα καταπιούν. Μήπως και έτσι ζήσει η Αλίκη με το πιθάρι σε ένα σπίτι παγερό που η θάλασσα θα πάρει και το ψάρι θα γνέφει μόνο του της λησμονιάς το νυφικό. Κι αν γίνουμε σταγόνες; Θα μάθουμε τότε να ζούμε στον ωκεανό.

Σάββατο 14 Ιουνίου 2014

Αθροί ζωντας

   Τα επίπεδα της γνώσης ανισοπεδώνουν κάθε προσπάθεια ενός άστυφου ανθρώπου να γυρίσει το κεφάλι πίσω από τον ώμο και να διαλέξει αν η ζωή που θα δει μετριέται ποιοτικά ή ποσοτικά. Το καλό με την ποσότητα είναι ότι μετριέται εύκολα. Το κακό είναι ότι ακόμα και αν μετρηθεί ποτέ δεν είναι αρκετή. Από την άλλη, το καλό με την ποιότητα είναι η επίδραση που αφήνει στους πιο ντροπαλούς νευρώνες που γλυκοκοιτάζουν κρυφά κάτι που τους αρέσει. Το κακό της είναι πως δεν μετριέται. 

   Η ανάγκη ποσοτικοποίησης ή ποιοτικοποίησης της ζωής δεν έχει απαραίτητα νικητές. Το κάκιστο ή ελπιδοφόρα ευτυχές, με την ίδια την προσπάθεια μέτρησης της ζωής, είναι η καταδίκη της να μη μετριέται. Η ζωή δεν μετριέται. Όταν πέφτω το βράδυ για ύπνο, δε σκέφτομαι πόση ζωή έζησα. Ίσως και να έπρεπε να το δοκιμάσω αλλά το ξεχνάω. Έτσι, κατάλαβα ότι εκ των υστέρων, η ζωή πάντα θα αθροίζεται στο ένα. Στο τώρα μια στιγμής, ένα δευτερόλεπτου, ένος αιώνα ή σε μια ανάσα του τότε και του ποτέ.

   Σε ένα βράδυ αυπνίας ακόμα, προσπάθησα να μετρήσω τη γνώση για να αποκοιμηθώ. Έβαλα σε φακέλους με ξεχωριστά χρώματα κάθετι που είχα μάθει από όταν τα μάτια μου αντίκρυσαν τη ζωή. Δεν υπήρχαν αρκετά χρώματα, σκέφτηκα. Το ορατό φάσμα δεν μου φτάνει. Μα δεν είχα και άλλη επιλογή. Ξεκίνησα να τα αθροίζω. Γνώση πρώτη, γνώση δεύτερη, γνώση τρίτη. Mέχρι που έφτασα σε έναν αριθμό τρομακτικά μεγάλο αλλά ταυτόχρονα μετρήσιμο και έτσι ποσοτικοποίησα όλα όσα ήξερα. 

   Αυτό ωστόσο δεν με ικανοποιούσε. Αυτός ο αριθμός δεν μου έλεγε αυτό που ήθελα να ξέρω. Έτσι, απέμεινε η ποιότητα. Να χωρίσω τις γνώσεις ανάλογα με τον τρόπο που συγκρούονται σε ένα δωμάτιο μια μέρα που δεν ήξερα και δεν θυμόμουν τίποτα. Τα χρώματα αυτή τη φορά ήταν αρκετά. Αλλά όχι όμως διακριτά. Ανακατεύονταν το ένα μέσα στο άλλο. Η ποιότητα τελικά μετρήθηκε με το πόσα πραγματικά πράγματα χρειαζόμουν να γνωρίζω για να ζήσω. Φοβήθηκα, γιατί ήταν τρομακτικά λίγα και ίσως αυτό να είναι ένδειξη ότι κάτι δεν πάει καλά με τον τρόπο που ανακατεύονται τα χρώματα μέσα μου. Κάπως έτσι υποψιάστηκα ότι χρώματα της γνώσης, λόγω της φύσης τους, δεν έχουν παρά να αθροίζονται στο μαύρο. 

"I'm in my finest hour.
Can I be more than just a fool."

Τετάρτη 11 Ιουνίου 2014

Η ελπίδα του ατέλειωτου καημού

Κάθε χρόνο στο ίδιο σημείο, έκαιγε η ίδια φωτιά από τα αποκαΐδια διαφορετικών σκέψεων. Κάθε χρόνο στο ίδιο σημείο, η μάνα τάιζε τα παιδιά και τα κρατούσε σφιχτά από το χέρι μην της φύγουν και ξεμακρύνουν. Κάθε χρόνο στο ίδιο σημείο, απαντούσε ο αδερφός αδέρφια από άλλες εποχές, άλλους πατεράδες μα μάνα την ίδια. 

Έπαιρνε η νύχτα φωτιά και σπινθηροβολούσαν τα ασημένια της μαλλιά στον αέρα και ο κόσμος ήταν κάθε μέρα στο ίδιο σημείο και αποχαιρετούσε το ρημαδιό. Κρατούσε στα χείλια την ανάσα ενός δράκου και στα πόδια του μέσα έκρυβε ένα ξυράφι για τις μέρες εκείνες που θα χρειαστεί να κόψει το φόρεμα των αντιλήψεων στα δύο και να χορέψει μαζί τους γυμνός.

Κάθε χρόνο στο ίδιο σημείο, ανέπνεαν κρίνα και χαιρετούσαν κρυφά στα σκαλιά την Μαρία, γνωστή και ως ελπίδα του ατέλειωτου καημού, που κρυβόταν πίσω από τις χιλιοτρυπημένες σανίδες της καλύβας, με τις πρόκες που προεξείχαν ακόμα. Και έλεγες, αυτά εδώ δεν είναι αγκάθια που τα ακουμπάς γιατί μέσα τους παραμονεύει η πίκρα, και όποιος τολμηρός τα αγγίξει, θα πάρει πάνω του την τύχη μιας πεταλούδας που θα τον οδηγήσει σε σπηλιές και κατακόμβες. 

Κι όποιος κρύβεται, ύπουλος πάντα δεν είναι. Αλλά για τα λεγόμενα του τρελού αυτού κόσμου και η σαύρα ακόμα, που κυλιέται στο χώμα, δισυπόστατη έννοια έχει, γιατί όταν γυρίσει ανάσκελα θα δεις την κόκκινη κοιλιά της και τότε τρέχα να κρυφτείς από κινδύνους που κρύβονται μέσα σε καλύβες, γκρεμισμένες σκεπές και άδειες καρδιές. 

*
Κανείς δεν το ήθελε περισσότερο από εσένα εκείνη τη στιγμή να αγγίξει το γυμνό κορμί της αβύσσου και να φυτέψει πάνω του την πράσινη μιλιά του. Κανείς κανείς κανείς ποτέ δεν ξέρει. Κανείς ποτέ δεν θα μάθει ότι οι στιγμές που βράζει το καζάνι είναι οι λιγότερο τρομακτικές γιατί τουλάχιστον εκεί ξέρεις ότι υπάρχει φωτιά. Φαντάσου να μην υπήρχε η ηλιαχτίδα στα μάτια σου. Τότε θα είχαμε χαθεί πραγματικά και θα περιπλανιόμασταν σε κόσμους ξένους κι ας ήμασταν ακόμα στο μέρος που σιωπηλά γεννηθήκαμε. 

Εγώ όμως σε γέννησα μια βραδιά με σύννεφα που κελαηδούσαν τα αστέρια, για αυτό και τώρα βλέπω κάθε φορά στα μάτια σου τα δικά τους. Και το κρύο δεν σε αγγίζει γιατί μέσα σου φλέγεσαι και ποτίζεις τη δίψα όλων των πεθαμένων. Και εκείνοι σε ευχαριστούν και καρδιοχτυπούν ξανά για την αγάπη που φέγγει στο κάλεσμα σου. 

Άνοιξε το ντουλάπι της εύθυμης μελωδίας, να βγει έξω λίγο φως και αγκάλιασέ το με τρόπο που να το έχεις για πάντα εκεί μα που την ίδια ώρα να είναι ελεύθερο να φεύγει και όταν λείπει να κοιτάς στην αγκαλιά σου και να είναι ακόμα εκεί. Έτσι κάνει η μάνα. Κάνε και εσύ το παιδί και έλα κοντά μου να κάτσουμε, ιστορίες να πούμε και όταν πια η δίψα τη νύχτα μονομιάς θα ασβεστώσει, έλα αγκαλιασμένοι σαν τα φύλλα της λεμονιάς να κοιμηθούμε.

Τετάρτη 4 Ιουνίου 2014

Ο χωματένιος άντρας

Δεν ξέρω αν αυτό που βουίζει είναι σειρήνες ή το κεφάλι μου. Ακούγονται όλα θολά σε αυτή την άχαρη πλάση. Δύσκολο να ξεθωριάσουν τα παράσιτα. Δύσκολο να ακούσω την καρδιά μου. Οι σειρήνες φωνάζουν πιο δυνατά. Σε ένα όνειρο, είδα έναν χωματένιο άντρα να πλησιάζει προς το μέρος μου. Το σώμα του κουβαλούσε την καταγωγή του. Έμοιαζε να γεννήθηκε ακριβώς εκείνη τη στιγμή. Σα τώρα δα, νεογνός βγήκε από το έδαφος κι όταν στάθηκε στα πόδια αντρειωμένος, με κοίταξε ίσια κατά-ισια στα μάτια. Δεν ήξερε την ιστορία μου. Μα ήξερε εμένα. Εγώ πάλι ήξερα τη δικιά του. Την είδα να εξελίσσεται σε μια μέρα μόνο. Τότε που παράφορες εικόνες κούνησαν το κρεβάτι μου και άμορφες σκέψεις έγιναν μαξιλάρι μου. Κι από τότε, χώρισαν οι αιώνες μισό-μισό το χρόνο και μοίρασαν το ένα κομμάτι του σε μένα. Αλλά εμένα, απρόσεκτη όπως είμαι, μου έπεσε και έσπασε και έγινε κομμάτια πολλά. Χαμένη από τότε, με βουητά στο κεφάλι ψάχνω να ενώσω τα σπασμένα κομμάτια που σπάρθηκαν στο έδαφος. Εκείνα όμως, όσο εγώ κοιμόμουν, ποτίστηκαν από τη βροχή. Και τώρα, άξαφνα μπροστά μου, ανύψωσαν και έδωσαν πνοή, σε έναν μυστηριώδη άντρα φτιαγμένο από χώματα και χρόνο.

Τρίτη 3 Ιουνίου 2014

Κηλίδες

Ανοίξανε τα μάτια οι θάλασσες.
Και μπήκανε μέσα πουλιά ξενιτεμένα.
Ποιος να ξέρει. Από που ήρθαν. 
Και γιατί βρίσκονται εκεί οι κόκκινες 
κηλίδες. Κάποιος θα ξέρει.Όποιος και αν
είσαι μίλα. Γνέψε μου με τρόπο να σε 

καταλάβω. Ακολούθα τα χνάρια μου
και έλα. Το μυστικό να μοιραστείς.