Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2015

Η στενότητα του πανικού

Η στενότητα του δωματίου, 
η στενότητα του μυαλού
ο χώρος στενεύει 
όταν ακριβώς
τον αντιλαμβάνεσαι.
Ξεχειλώνει μαζί με την πτήση, 
χτυπάς το κεφάλι στον ουρανό.
Τα σύννεφα ανεμίζουν,
κυματιστός ο ήλιος
στέλνει τα βήματα του
στη γη των αιώνων 
και στο παγωμένο φιλί 
ενός περασμένου καιρού.

Η στενότητα του δωματίου
δεν είναι όση τη φαντάζεσαι.
Επεκτείνονται οι άνθρωποι,
επεκτείνονται οι ζωές τους.
Δεν έχει πια κεριά η τραπεζαρία
τα όπλα δεν καίγονται απ'έξω.
Η ραφή στη μέρα 
με το μπάλωμα στη νύχτα 
δεν μοιάζουν το ίδιο 
με την αμορφία των κοιτώνων
-άστοχων κρεβατιών-
και μιλούν 
χωρίς να ξέρουν.

Οι καλές προθέσεις 
ξεψυχούν 
στο πέρασμα μιας αφηρημένης ιδέας, 
που αναπάντεχα φόρεσε το φόρεμα της
ενώ είχε μόνο ένα 
-για καλό-
κρεμασμένο στο πίσω μέρος της ντουλάπας
-κρυμμένο- 
αναπάντεχα, 
φανερώθηκε
και βγήκε στον έξω κόσμο 
περίχαρη 
μέχρι που τα σύννεφα πύκνωσαν 
και το παχνί του αρνιού και του κατσικιού
γεμίστηκε 
με άσπρο χώμα 
σαν τον πανικό 
τις στιγμές που όλα χάνονται
και μετά ξαναγυρνούν
αναπάντεχα
με δίχως φορέματα.
Κι οι τακτικοί κανόνες της εξαίρεσης
αφήνουν την κίνηση να εξελιχθεί
κι εξελίσσεται 
σε χώρες,
σε συνήθεια, 
σε μορφές που δεν αναγνωρίζονται 
με γυμνό μάτι 
μόνο αισθάνονται 
σαν να μην ήρθαν από αυτό το θυμό, 
σαν να ήρθαν από άλλον χειρότερο
για να φωνάξουν 
για να φωτιστούν
μα και να υπηρετήσουν 
τη σκιά της ειρήνης κάτω από τα βλέφαρα,
την απαρχή του κάτεργου δίπλα στη λίμνη,
τον τελευταίο λόγο ενός μουγγού
και τον πρώτο καφέ ενός ξυλουργού.

Ο κόσμος γκρεμίζεται 
και δεν χτίζεται 
με τα ίδια μέσα.
Μέσω της αυτοσύνθεσης
παρακαλούνται οι χώροι 
να επεκταθούν, 
οι λωτοί να ανθίσουν 
κι η στενότητα
πότε να επεκτείνεται 
και πότε συρρικνώνεται 
στο θόλο του σπιτιού.
Δις απεριόριστα.

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2015

Στο σπίτι του δεν υπάρχουν φωτογραφίες

Στο σπίτι του δεν υπάρχουν φωτογραφίες 
αγαπημένων προσώπων. 
Δεν υπάρχουν φωτογραφίες 
παλιότερων ευτυχισμένων στιγμών. 
Στο σπίτι του δεν υπάρχουν φωτογραφίες. 

Η αποτύπωση της ευτυχίας, 
αυτής της ολιγόλεπτης ύπαρξης, 
διατρέχει κίνδυνο έξω 
από τη χρονική στιγμή της δημιουργίας της. 

Οι φωτογραφίες κρατούν, δεν ζωνταντεύουν. 
Οι φωτογραφίες παγιδεύουν, δεν απελευθερώνουν. 
Στο σπίτι του δεν υπάρχουν φωτογραφίες. 
Μόνο καρφιτσωμένα ποιήματα στους τοίχους.

Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2015

Τα χέρια σου

Με τρομάζει αυτή η σιωπή. Εικόνες κινούνται φευγαλέα. Σκηνές διαδραματίζονται πάνω στους τοίχους, στις πόρτες, στο δέρμα μου. Χωρίς προβολέα. Τον θυμάμαι πάλι. Να μου κρατά τα χέρια. Τα 'βαλε μέσα στις χούφτες του. Τα 'τριβε για να ζεσταθούν. Όταν έμαθα τα νέα, με διαπέρασε ένας βουβός ήχος. Μέσα απ' το στομάχι, κατα μήκος της σπονδυλικής στήλης. Έφτασε παντού. Χάθηκα τόσο από την πραγματικότητα, που νόμιζα ότι ήμουν ακόμα εκεί. Όλα πήγαιναν κανονικά. 

Συνέχισα να κοιτάω την οθόνη του υπολογιστή. Μια φωνή με σκούντηξε. Απότομα, βίαια, με πέταξε από τη λήθη. Δεν θα πας; Γιατί είσαι ακόμα εδώ; Πρέπει να πας. Πήγα. Όταν τον είδα, τα μαλλιά του ήταν ανακατεμένα. Ψυχοσωματικά συμπτώματα, το είπαν. Προσπαθώντας να ισχυροποιήσει την θέση του, τραβούσε τα μαλλιά του. Το βλέμμα, απλανές, χανόταν. 

Έκανε τόσο κρύο. Περιμένοντας τόση ώρα, έξω από την πόρτα, να έρθει η ώρα. Τα χέρια μου είχαν παγώσει μαζί με την ψυχή. Όταν δεν με πρόσεχε, τον παρατηρήσουσα στα κλεφτά. Αποφεύγοντας να διασταυρωθούν τα βλέμματά μας. Φοβόμουν μη γίνω ρυάκι και κυλήσω έξω από το κτίριο. Έμοιαζε αυτός που ξέρω. Αλλά σαν κάτι να έλειπε. Μια ένδειξη μόνο ζητούσα. Μια ένδειξη να καταλάβω ότι ήταν ακόμα εκεί. Κι έκανε τόσο κρύο. Αυθόρμητα. Τόσο αυθόρμητα που το είπε. 

Τα χέρια σου. Τα χέρια σου παιδί μου. Είναι παγωμένα. 

Έτσι, απλά και φυσιολογικά, μου πήρε τα χέρια και τα ζέστανε μέσα στα δικά του.

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2015

Σπιθαμή

Απένταρη μια τρύπια δεκάρα 
κατρακυλά
κι η κίνηση της ακολουθεί
την ακινησία των ολίγων.
Ελέγχουν τα μάτια τη στιγμή,
καθετί που εκείνη ξεχνά 
κι αυτό καιροσκοπεί. 
Κατρακυλά, 
μαζί με την πεντάρα στην ερημιά.
Γέμισε ο κήπος απρόσμενα
και κουνήθηκαν τ' αστέρια.
Την ώρα της αναμονής
κάθε βήμα πίσω,
σε πάει μπροστά 
κι ας νομίζεις πως η γη
δεν κουνήθηκε
ο ύ τ ε μια σπιθαμή. 

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2015

Γέννηση

Μερικά γράμματα ήρθαν 
από την καλή και επέζησαν. 
Άλλα πάλι ήρθαν ανάποδα. 
Δύσκολη γέννα. 

Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2015

Εγχώρια Προέλευση


Είχαμε προέλευση από τις γάτες
και κάποιος έπρεπε 
να την πληρώσει.

Γι' αυτό, ξεσκίσαμε κάθε είδους ιδέα
και την αφήσαμε
μόνη της,
ν' ανεμοδέρνεται,
να σπαρταρά
μέχρι να κυλήσει το μεδούλι
σαν το νερό.

Κι  εκείνη,
να αντιστέκεται,
να παρακαλά,
έλεος να ζητάει.
Να θρυμματίζεται η αγωνία
και μέσα της αυτή.
Ξανά και ξανά.

Είχαμε προέλευση από τις γάτες
και κάπως έπρεπε 
να ακονίσουμε τα νύχια μας.

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2015

Στο σφαγείο

Είσαι ο κυνηγός. 
Οι νόμοι επιβάλλουν.
Το μαχαίρι να είναι κοφτερό και καλογυαλισμένο.
Να επιλεχθεί το πιο αδύναμο μέλος μιας κλειστής ομάδας.
Όταν αποφασιστεί ο στόχος, να επέλθει το κυνήγι. 
Εκτός κι αν ο στόχος εμπιστεύεται τον κυνηγό.
Τότε, τότε έρχεται από μόνος του.
Το μαχαίρι περιμένει στην άκρη.
Κοφτερό και καλογυαλισμένο.
Η κραυγή δεν είναι πάντα πνιχτή.
Κι η ψυχή προτού βγει, σπαρταράει πρώτα.
Έτσι κρατάς στα χέρια σου, για λίγο, 
σώμα και ψυχή. 
Έπειτα, την αφήνεις να φύγει.
Μένει μόνο το κουφάρι. 
Δεν τελειώνει όμως εκεί για σένα. 
Σειρά έχει η λαξευτική.
Ξεγύμνωμα. Με γροθιές. 
Το μαχαίρι δεν είναι πια καλογυαλισμένο. 
Το δέντρο αντιστέκεται.
Μα δε μιλά. 
Τα περιττά πετιούνται. 
Το μαχαίρι ξαναγυαλίζεται.
Μπαίνει στη θέση του,
και περιμένει τον επόμενο στόχο. 

Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2015

Αστέριος


Με λένε Αστέριο. Ζω σε ένα σπίτι με πάρα πολλές πόρτες. Δεν βγαίνω έξω. Ο κόσμος λέει διάφορα για μένα. Πως είμαι κακός, απόμακρος, φυλακισμένος. Αδιαφορώ. Κάνουν λάθος. Δεν είμαι φυλακισμένος. Οι πόρτες μου είναι πάντα ανοιχτές. Μια φορά μόνο θυμάμαι, είχα βγει στον έξω κόσμο, βράδυ. Όσοι με έβλεπαν τρόμαζαν. Γύρισα πίσω. Όταν βαριέμαι παίζω παιχνίδια μόνος μου. Καλωσορίζω τον εαυτό μου. Έχω τόσα δωμάτια. Κάθε μέρα πηγαίνω σε διαφορετικό. Ο ήλιος όμως είναι ένας. Το ίδιο και εγώ. Στο σπίτι μου είναι όλοι ευπρόσδεκτοι. Κάθε χρόνο με επισκέπτονται 9 άτομα. Είμαι ο λυτρωτής τους. Ξέρω ότι κάπου εκεί έξω υπάρχει όμως κι ο δικός μου. Τον περιμένω. Ίσως να είναι ο ήλιος. 


Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2015

To drift

Κι αν μας πιάσουνε; 
Αγκαλιασμένους με τα αυγά και τα πασχάλια;
Κι αν μας ρωτήσουν,
πού το βρήκατε αυτό; 
Αλλού ο κάβουρας
αλλού το ζουμί του θα τους πώ. 
Δεν οδηγω. Δεν με νοιάζει και 
να οδηγήσω. Άλλο με νοιάζει. 
Να περιπλανιέμαι. 
Νύχτα, μέρα,
σούρουπο,νύχτα, 
μέσα στα εγκεφαλικά κύτταρα,νύχτα, 
έξω από αυτά, νύχτα, 
μέσα σε διπλανές συνειδήσεις, νύχτα,
σε διπλανά σώματα, νύχτα. 
Εκεί που ακούω
να είναι όλοι και όλα 
μια φωνή. 
Φαντάζεσαι; 
Όλοι και όλα μια φωνή.
Μοναδική.
Επικοινωνία 
χωρίς το συνεστραμένο ζεύγος καλωδίων. 
Φαντάζεσαι; 
(Σταμάτησες επιτέλους να ορκίζεσαι;)
Ήταν κάτι. Στην αρχή ήταν το κάτι. 
Και μετά το κάτι ταξίδεψε
και εξελίχθηκε σε κάτι άλλο. 
Μα συνέχισε να είναι το κάτι. 
(Κάτι για σένα λέω με ακούς; )
Κατηφορίζω ξανά σε εκείνη τη 
χωμάτικη κατηφόρα και ακούω τον ήχο ενός φιδιού δίπλα μου. 
Φοβάμαι, τρέχω να φύγω και πεφτω. 
Γεύομαι χώμα. 
Δεν είχα ιδέα πως είναι η γεύση του πριν. 
Έμαθα.
Δεν μου άρεσε. 
(Βαζω μπρος τα δυο μου χέρια.)
Σηκώθηκα. Κοντοστάθηκα. 
Πώς να βάλω το ένα βήμα πίσω απ' το άλλο; 
Δεν ήξερα αν το σώμα μου θα ακολουθήσει. 
Ήταν ο φόβος της πτώσης. 
Η μνήμη του σώματος. 
Μα είναι κι η αγάπη για περιπλάνηση. 
Δίνει τη μάχη της. 
Νικάει. 
Ξεκινώ πάλι να τρέχω. 
Ο ήχος του φιδιού πάντα δίπλα. 
Τη δουλειά του εκείνο. 
Τυλιγμένο στον αγκαθωτό θάμνο. 
Τη δουλειά μου και εγώ. 
Στο μονοπάτι μου.