Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2013

Ανησυχίες

Στους ανθρώπους δε με ανησυχούν
τα πράγματα που ξέρουν. 
Με ανησυχούν τα πράγματα που αγνοούν.
Κι αν ανησυχείς πώς να κοιμηθείς. 
Κι άμα κοιμηθείς δεν θα ανησυχείς;
Τι σου φταίει και το ρολόι στον τοίχο.
Τη δουλειά του κάνει και αυτό. 
Κρατάει το ρυθμό.


Τι σου φταίει και το φως στο βάθος.
Είναι εκεί για να φωτίζει τις αναμνήσεις.
Ένδειξη ζωής πότε χορτασμένης 
και πότε κακοπερασμένης.
Και τα μάτια. Αχ αυτά τα μάτια.
Χρώμα δεν αποφασίζουν πoιο θέλουν
να κρατήσουν και σαν δικό σου στόμα
θέλουν να μιλήσουν.

Τι τραβάει και αυτό το αστέρι
που φωλιάζει στην καρδιά σου. 
Πόσο πια να κρυφτεί. 
Πόσο να φωτίσει την ανοιχτή σκλαβιά σου.
Πες του ύπνου τώρα να ξενιτευτεί 
σαν της αυταπάτης την αναπνοή.
Σαν ιππότης τη φωτιά να προσκυνήσει 
και σαν ανθός στην κερασιά 
μονομιάς να ανθίσει.

Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2013

Η ερωμένη του Νοτιά

   Όπου γης ξεχασμένη η αμέριμνη Ερημιά. Πότε σε άδειους δρόμους, πότε σε μονοπάτια βουνών καλά κρυμμένα. Τη γνωρίζουν τα έλη που κάτω από τα στάσιμα νερά τους, καταχωνιασμένα φυλάνε μυστικά. Τη γνωρίζουν τα χελιδόνια που διάλεξαν να φύγουν αργά. Τη γνώρισε  σε ένα ταξίδι του και ο αγέρωχος Νοτιάς. Περπάτησε η Ερημιά στο γιαλό και απέμειναν στην αμμουδιά τα βήματά της. Μα εκείνος άκουσε τον ήχο των γυμνών ποδιών που σάλευαν την άμμο και βρέθηκε ευθύς κοντά της. Ενώ τα αεράκια έπαιζαν κυνηγητό, πότε άτακτα και πότε με σειρά, κύλησε ο έρωτας σαν ψίθυρος μολυβιού πάνω στο χαρτί και πότισε σαν ιδρώτας τα διψασμένα τους κορμιά. Μα ο Νοτιάς ο γεννημένος κάτω από τα όστρακα, ο πολυάσχολος πιστός της εποχής, όλο φεύγει και ταξιδεύει. Η Ερημιά το ξέρει αυτό καλά. Όσο εκείνος κοιμάται στο κρεβάτι της, εκείνη του πλέκει το τραγούδι του προσεκτικά. 

Κανείς δε ξέρει που εκρύβεται
κανείς δε ξέρει που πηγαίνει
μονάχα στην ανηφοριά 
εβρίσκει χώρο και ανασαίνει. 

Έχει σπαρτά να ζωντανέψει
ανθρώπους να πλανέψει 
βροχή και πειράγματα να φέρει
τα ατίθασα πουλιά να μεταφέρει. 

   Μα η καμπάνα του φωτός θα σημάνει ξημέρωμα. Ώρα του θα είναι να φύγει πάλι. Θα μείνουν κρύα τα σεντόνια. Θα αδειάσει η αγκαλιά. Θα του φορέσει το μανδύα του. Θα του δώσει το καπέλο του. Τα δάχτυλά της θα ζωγραφίσουν τα χείλη του. Θα του αφήσει ένα φιλί για φυλαχτό σχεδόν ευλαβικά. Θα τον αποχαιρετήσει πάλι πνίγοντας τις λέξεις. Και θα κοπάσει τη σιωπή μέσα της που κάθε φορά ουρλιάζει: "Μη φεύγεις αγάπη μου ξανά..."


Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2013

Κάτι κακό θα συμβεί

Αρουλιόνται απόψε τα τσακάλια.
Ανάθεμα ρίχνουν οι κεραυνοί.
Αποκρίνονται στο σκότος σκύλοι μονάχοι.
Αιωρούνται τα χώματα απ΄ τη σκεπή.

Αλληθωρίζουν οι νύχτες, πέφτουν τ' αστέρια.
Σπάνε οι τοίχοι σε κάθε κραυγή.
Καράβια γεμάτα μα η λίμνη μικρούλα.
Ανθρώπινα νύχια οργώνουν τη γη.

Ενέχυρο βάζει ο γιος την ομίχλη.
Με χαλινάρι και πένα δαμάζει το χρόνο.
Θαμπώνει ο κρότος μιας δίψας φευγάτης.
Φεύγει ο ίσκιος σωστός σχοινοβάτης.


Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2013

Αγαπώντας

   Είχαμε ζήσει σε μια χώρα διαφορετική μα αρκετά όμοια από τις άλλες. Την αγαπήσαμε με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Κάποιες φορές τη μισήσαμε κιόλας μα μόνο και μόνο γιατί πληγωθήκαμε από αυτήν. Για κανέναν άλλο λόγο. Δεν θέλαμε να τα μηδενίσουμε όλα. Είδαμε ανθρώπους που αγαπούν το χώμα της. Πέσανε και το φιλούσανε γιατί λέει ήταν γεμάτο με αίμα. Και εμείς αγαπήσαμε αυτούς τους ανθρώπους. Σε αυτό το χώμα κύλησε αίμα πολλών χρωμάτων και η γη που το ρουφούσε αναστέναξε. Αναστενάξαμε και εμείς που το κοιτούσαμε. Έπειτα ήρθε το φθινόπωρο και έπεσαν τα φύλλα. Τίποτα δεν έμοιαζε πια το ίδιο. Όλα είχαν καλυφθεί. Παίζαμε κρυφτό πίσω από τα δέντρα. Τρέχαμε σαν αφηνιασμένα άλογα στην ακόμα νωπή γη. Όταν δε ήρθε ο χειμώνας κρυφτήκαμε μες στο σπίτι για να γλιτώσουμε τη βροχή. Μα τα παπούτσια μας γέμισαν λάσπη. Όσο και αν την πλέναμε δεν έβγαινε. Τότε καταλάβαμε ότι το αίμα ήταν ακόμα εκεί. Πετάξαμε τα παπούτσια έξω από το σπίτι. Δεν θέλαμε να ξέρουμε. 

   Να 'τη τώρα η άνοιξη με μυρουδιές και χρώματα γέμισε όλος ο τόπος. Βάλαμε τα ανοιξιάτικα παπούτσια και αρχίσαμε να κυνηγάμε τις μέλισσες. Σύντομα όμως τα λουλούδια μας δίψασαν. Το χορτάρι μας ξεράθηκε. Η ανάσα μας στέγνωξε. Το χώμα γύρισε ξανά εκεί. Τότε ήρθαν κάποιοι άνθρωποι και μας είπαν ότι δεν είναι αυτό που νομίζουμε και εμείς τους πιστέψαμε. Μα μια μέρα ο Δημήτρης σκόνταψε και έπεσε φαρδιά πλατιά κάτω και αυτό που δεν ήταν αυτό που νομίζαμε ξεκίνησε να κυλάει πάλι πιο ζωντανό από ποτέ. Τότε σταματήσαμε πια τα παιχνίδια. Πήραμε πινέλα και αρχίσαμε να ράβουμε τους τοίχους. Πήραμε μαντίλια και αρχίσαμε να τα ανεμίζουμε στον άνεμο. Σκύψαμε και φιλήσαμε και εμείς το χώμα. Δεν ήταν τα όρια του που λατρέψαμε. Ήταν η ίδια του η υφή. Δε δεχτήκαμε να μας πούνε να μην το αγαπάμε. Δεν δεχτήκαμε ούτε αυτούς που λεγαν τάχα πως το αγαπούσαν και το πατούσαν. Έβαλε ο καθένας μας μια φούχτα στο πουγκί του. Οι μανάδες μας φωνάζανε να γυρίσουμε πίσω. Εμείς ατάραχοι. Κουφοί. Κοιταχτήκαμε στα μάτια. Εξαφανίστηκαν οι δικαιολογίες. Τώρα πια ξέραμε τι πρέπει να κάνουμε. Το καλοκαίρι χάραζε στη γωνία. Τα χελιδόνια φεύγοντας πήραν μαζί τους το φόβο. Δε φωλιάζει πια εδώ. 

Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2013

Αντίστροφη μέτρηση ενός πενηντάευρου


 "money's just something you throw off the back of a train..."

  Φαίνεται ότι τα τελευταία δύο χρόνια κοντεύει να γίνει έθιμο μία φορά το χρόνο εκεί μετά που αρχίζει ο ήλιος να ζεσταίνει θεούς και δαίμονες να ζούμε μια επική ιστορία που θα αποφέρει χρόνια μνείας. Αυτή η ιστορία θα απαντήσει σε βαρυσήμαντα ερωτήματα όπως τα ακόλουθα. Τι μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος αγαπητοί μου με ένα πενηντάευρω;  Που μπορεί να σας οδηγήσει η ερώτηση σε έναν ταρίφα πόσα θες για να με πας στο διπλανό χωριόΗ απάντηση και στα δύο ερωτήματα είναι μακριά. Το πρώτο μακριά ορίζεται συγκεκριμένα ως μερικά βουνά πιο κει. Το δεύτερο μακριά προσεγγίζεται γύρω στα εννιά χιλιόμετρα. Ξεκινάμε με 50 ευρώ στην τσέπη από το σημείο εκκίνησης. Ένα τηλεφώνημα δάδα που ανάβει φωτιά στις αισθήσεις. Έπειτα η απόφαση με πολύ γινάτι βρε παιδί μου. Ναι. Θα έρθω ακόμα και αν φάω 6 ώρες ταξιδεύοντας για μια διαδρομή που θα μπορούσε να γίνει σε 2,5. Το ρίσκο συμπεριλήφθηκε. Όλα έτοιμα. Το πρώτο μακριά επετεύχθη. Μια κάρτα στο κινητό απαραίτητη, τα εισιτήρια και κατιτίς για φαγητό στο ταξίδι, από τα 50 ευρώ βρεθήκαμε στα 20.


   Φτάνουμε λοιπόν κούτσα κούτσα στον ενδιάμεσο προορισμό.  Βέβαια ο στόχος είναι το σημείο τερματισμού, γύρω στα εννιά χιλιόμετρα πιο πέρα ή αλλιώς το διπλανό χωριό. Τα κτελ δεν μπορούν να μας εξυπηρετήσουν αυτή τη φορά. Ένας τρόπος απέμεινε. Ο τρόπος που όλοι απευχόμαστε. Ταξί. Για να γίνει ακόμα πιο γραφική η εικόνα, ο κύριος ταξιτζής ήταν ένα είδος ανθρωπόμορφου ανθρώπου με μεγάλη έως υπερβολικά μεγάλη δόση γλίτσας. Με βλέπει ταλαιπωρημένη και απελπισμένη να ρωτάω πόσα θέλει για να με πάει στο διπλανό χωριό. Είχα την αγωνία μην ξεπεράσω τον υπέρογκο προϋπολογισμό μου. Είχε την αγωνία πως θα με αρμέξει. Για εννιά χιλιόμετρα θέλω δέκα ευρώ μου λέει γεμάτος αυτοπεποίθηση. Τι να σας λέω. Ζαλίστηκα. Τα 'βαζα κάτω και δεν βγαίνανε. Τέτοια ήταν η ζαλάδα μου που απομακρύνθηκα με αργά σερνόμενα βήματα και άρχισα να περιπλανιέμαι σαν καρτούν που είχε μόλις φάει στο κεφάλι μια με αυτό το περίεργο σφυρί. Όλα καλά. Οι βράχοι στέκονταν εκεί αγέρωχοι όπου και αν πήγαινα. Στενάκια, παραστενάκια. Στο σπίτι που κάποτε έζησε ένας ποιητής. Στη γέφυρα που φάνταζε να με καλεί να περπατήσω πάνω της. Ε και ξεκίνησα να περπατάω. Δε σκέφτηκα καν. Το μόνο που ένιωθα ήταν μια είδους αλλεργία στο να πληρώσω δέκα ευρώ για εννιά χιλιόμετρα ενώ είχα ήδη πληρώσει δέκα για να πάω ως εκεί από την άλλη μεριά των βουνών. Όσο να 'ναι αν έχεις μόνο είκοσι ευρώ ακόμα στην τσέπη και είσαι σε ξένο μέρος με πολλούς αστάθμητους παράγοντες, αλλάζουν οι προτεραιότητες σου. Τι και αν είναι φρεσκοζεσταμένος ο ήλιος. Θα περπατήσεις και όπου φτάσεις. Την μπαντάνα στο κεφάλι μην σε χτυπήσει κατακούτελα η γιγάντια φωτεινή σφαίρα και ένα μπουκαλάκι νερό στο χέρι. 

   Κάπως έτσι αγαπητέ ταξιδιώτη ξεκίνησα. Αμέτρητα τα μηχανάκια που με προσπερνούν και με κοιτάζουν σαν τον ET που βγήκε για ποδαράτο σεργιάνι μεσημεριάτικα σε έναν δρόμο όπου όλοι διαθέτουν τροχούς. Πρόβλημά τους. Εγώ στην πορεία μου. Μια μελωδία κολλημένη στο μυαλό μου να σιγοτραγουδώ και όλα τα άλλα βρίσκονται. Πήρα δρόμο και δρομάκι όπως κάνουν οι ήρωες σε όλα τα παραμύθια. Μα να σου όμως ένας απρόβλεπτος παράγοντας που δεν είχα σκεφτεί. Εγώ προχωράω προχωράω αλλά καθώς περνά η ώρα δεν ξέρω και ακριβώς σε ποιο χιλιόμετρο αυτού του δρόμου βρίσκομαι και αυτό είναι εξαιρετικά εκνευριστικό. Μια σχετική εφαρμογή στο κινητό θα ήταν χρήσιμη μια τέτοια στιγμή. Μα γιατί δεν βάζουν και καμιά πινακιδούλα παραπάνω να ξέρουμε που είμαστε και εμείς οι περιπλανώμενοι;  Άραγε να είμαι στο σωστό δρόμο;

   *

   Κάνω μια προσπάθεια να ρωτήσω μια κοπέλα με μηχανάκι που έρχεται από την αντίθετη κατεύθυνση. Κουνάω χέρια πόδια και ουρά. Με κοιτάζει. Με προσπερνάει. Σαν να αποτύχαμε. Δε γαμιέται. Συνεχίζουμε. Είδα βέβαια κάτι παρακλάδια δρόμων αλλά το ένστικτο λέει ότι μάλλον βαίνω κάλως. Οι πατούσες έχουν αρχίσει να παίρνουν επικίνδυνα φωτιά αλλά αυτό που πραγματικά με ανησυχεί είναι αν θα αντέξουν αυτά τα πέδιλα. Οι κατασκευές δεν γίνονται πλέον με μεράκι και τέχνη. Περπατάω σαν το ροζ πάνθηρα και ελπίζω. Να και ένα σπιτάκι. Έξω ένα παρεάκι παππούδες-γιαγιάδες μεσημεριανή συναντησούλα. Συγγνώμη καλά πάω από δώ; Πόσο θέλω ακόμα για να φτάσω; Περιπου τέσσερα χιλιόμετρα απαντά ο παππούς περιχαρής που ένα νιάτο κάνει τα πράγματα με τον "παλιό" τρόπο. Αχ αλήθεια; Άρα έχω κάνει σχεδόν τα μισά! Απαντώ εγώ με χαρά και περιττό ενθουσιασμό και συνεχίζω ακούγοντας πίσω μου τους ανθρώπους να ξεσπάνε σε γέλια και με το δίκιο τους.


   Keep walking. Προσοχή μόνο στις απότομες στροφές μην βρίσκομαι σε μέρος που δεν με βλέπουν εύκολα τα αυτοκίνητα και με πάρουν πακετάκι και εμένα μαζί.  Και συνεχίζουμε. Χμ και άλλη διασταύρωση. Ας ξαναρωτήσουμε. Πάω καλά; Γενικώς και αορίστως ξέρω πως δεν πάω αλλά αυτή τη στιγμή ρωτούσα για το δρόμο. Δυο γυναίκες που μόλις πέταξαν τα σκουπίδια μου απαντούν ναι. Αλλά είναι μακριά. Γύρω στα πέντε χιλιόμετρα. Χμ. Περπάτησα και άλλο και αυξήθηκε η απόσταση; Μάλλον κάποιος από τους δύο θα κάνει λάθος. Αλλά πάμε καλά. Επόμενος ερωτηθέντας ένας παππούς με μηχανάκι. Είμαστε στο σωστό δρόμο πια το τρίπλοδιασταυρώσαμε. Έφτασα στην θάλασσα. Βλέπω θάλασσα. Από δω και πέρα θα είναι πιο απλό πιστεύω. Ντριν το τηλέφωνο. Η φιλενάδα. Με ρωτάει αν έφτασα νομίζοντας ότι έχω πάρει ταξί. Όχι ακόμα λέω. Είμαι ακόμα στο δρόμο... Σε κατάσταση σοκ και έκπληξης άκουει την απάντηση μου και ξέσπαει σε γέλια. Πας με τα πόδια; Με τέτοια ζέστη; Δε βρήκες ταξί; Συστάδα ερωτήσεων για να το χωρέσει το μυαλό αυτό που συμβαίνει και απανωτά ξεκαρδίσματα. Ενώ απαντούσα στις ερωτήσεις και συνέχιζα να προχωράω - ναι αμέ κάνουμε και multitasking παρακαλώ - συναντάω ένα τσούρμο κατσίκια να τρέχουν σαν τρελά στην άσφαλτο. Θα ακολουθήσω αυτά λέω στη φίλη μου. Δεν μπορεί. Θα ξέρουν που πηγαίνουν. Όντως ήξεραν. Ο κύρης τους τα τάιζε κάθε μέρα δίπλα στο δρόμο, σε ένα χαρακτηριστικό μεγάλο δέντρο, φέρνοντας φρέσκα αγγουράκια και λοιπά οπωροκηπευτικά από το χωράφι του. Πήραν θέση και έτοιμα. Κατσίκια να τρώνε με φόντο τη θάλασσα. Σουρίαλ εικόνα για εμάς τους κομπλεταμεντε βουνίσιους όπως παρατήρησε και η φωνή της φίλης μου από το τηλέφωνο. Συμφώνησα και συνέχισα να χαζεύω το υπερρεαλιστικό θέαμα μέχρι που έλαβα κιόλας τους χαιρετισμούς του βοσκού.

   Μα καλά δεν βρέθηκε κανείς να σου προτείνει να σε πάει; Δεν σε λυπούνται μες στον ήλιο; ρώτησε η φίλη καλή είδηση. Έλα μου ντε. Και εγώ την ίδια απορία έχω. Κανείς δεν προσφέρθηκε. Τι να πεις σημειώνω με ολίγη απογοήτευση για τους ανθρώπους. Μα το σύμπαν έχει χίουμορ. Πιο πολύ και από μας. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή βλέπω ένα μηχανάκι να σταματά μπροστά μου. Ταιμινγκ ferpecto. Θες να σε πάω παρακάτω; Ε σίγουρα το σύμπαν με κοροϊδεύει. Εννοείται δεν το σκέφτηκα πολύ. Οι πατούσες είχαν πάρει φωτιά και ο άνθρωπος φαινόταν μη επικίνδυνος. Τα τελευταία χιλιόμετρα κύλησαν με αεράκι στην κατηφόρα και ψιλοκουβεντούλα. Να είναι καλά ο άνθρωπος.

*

   Φτάσαμε. Ωραία. Μετά από τόση ώρα στον ήλιο, δεν παίρνω ούτε ανάσα. Τρέχω, βάζω μαγιώ και απογειώνομαι ως την παραλία. Να μην ξεχάσω να βάλω και αντιηλιακό να περισώσω ότι δεν κάηκε στην διαδρομή. Λέμε τώρα. Έτοιμη; Σετ; Πάμε. Θάλασσα, πετρούλες, ανήσυχα κύματα και ισχυρός άνεμος. Χμ. Δεν πειράζει όταν πέσει ο ήλιος θα ηρεμήσει η θάλασσα σκέφτηκα και περίμενα εκεί τρώγοντας το φαγητό της μέρας. Τα πιο φτηνά πατατάκια αμφιβόλου ποιότητας που βρήκα από το μοναδικό μαγαζάκι. Τσιμπούσι σωστό. Η ώρα περνούσε. Ο ήλιος χάθηκε. Όχι επειδή βασίλεψε αλλά επειδή τον έπνιξαν τα σύννεφα. Βρε βρε. Άρχισε να κάνει και κρύο. Ευτυχώς που η πετσέτα θαλάσσης λειτουργεί και ως κουβέρτα. Αλλά ήρθα για μπάνιο και θα το κάνω ακόμα και αν μοιάζει με Νοέμβρης. Κοπάζει ο αέρας μπαίνω. Παγώνω. Κολυμπάμε τώρα για να ζεσταθούμε, διατάζω τον εαυτό μου. Μετά από πολύ προσπάθεια κάτι έγινε. Βγαίνω. Μετά την ψυχρολουσία νομίζεις ότι κάνει ζέστη έξω. Το μέρος μοιάζει σαν σκηνικό κουλτουριάκης ταινίας. Περιμένω να έρθει κάποιος ιππότης στην παραλία. Κανένα άσπρο άλογο. Ε δεν πειράζει. Τουλάχιστον ήρθε ένα μηχανάκι όταν το χρειάστηκα την στιγμή ακριβώς που μου τέλειωνε το μπουκαλάκι με το νερό. Τώρα έχω νερό. Μην τα θέλω και όλα δικά μου...


   Ώρα για κανονικό φαγητό. Τραπέζι για έναν. Γύρω ζευγάρια, οικογένειες. Εδώ μια μονάδα. Να τους κοιτά. Να αναρωτιέται. Σε όλους πήγε μπουκαλάκι λίτρου ο σερβιτόρος. Σε εμένα έφερε μισό λίτρο. Δεν ξέρω αν πρέπει να νιώσω αδικημένη ή να γελάσω. Γελάω. Δεν πειράζει. Πήρα κρασάκι. Έπρεπε να φωτίζουν λίγο ένα κομμάτι της θάλασσα κάπως. Αυτό το απόλυτο μαύρο είναι κουραστικό. Τα φαγητά ωραιότατα. Για αναπλήρωση όλης της ημερήσιας πείνας ότι πρέπει. Όταν ο σερβιτόρος έρχεται να σου πάρει το πιάτο νομίζοντας πως σαν κλασική κοπελίτσα δεν θα φας άλλο, ενώ εσύ έκανες απλά ένα διαλλειματάκι, παλεύεις σαν λέαινα για τη μερίδα σου. Κάτω τα χέρια από το πιάτο μου και θα γλιτώσεις το χέρι σου μίστερ. Με τέτοιο ύφος αλλά και χαμόγελο. Πάνω από όλα ευγενική. Φιου. Σώθηκε το φαγητό. Είναι θέμα τιμής να καθαρίσουν τα πιάτα. Αλλά όχι εντελώς εντελώς. Σε τέτοιο γκουρμέ εστιατόριο πρέπει να αφήσεις ένα κομματάκι στο πιάτο. Τρόποι καλής συμπεριφοράς. Πέταξα ένα στη γάτα που τριγύριζε και άφησα το τελευταίο κομματάκι στο πιάτο για να μην με πουν και απολίτιστη.


   Ο μάγειρας πολύ διαδραστικός. Ήρθε να μου προτείνει γλυκό με τα χίλια ζόρια. Εγώ παγωτό ήθελα αλλά μόλις είχε φτιάξει το ωραίο του ζεστό γαλακτομπούρεκο και δεν ήθελα να του χαλάσω χατήρι. Ταλέντο ο μάγειρας. Ήρθε και έδεσε το γλυκό με το κρασί. Δεν άκουγα, ούτε πρόσεχα πια τους γύρω. Μόνο τα φωτάκια της τράτας μου κινούσαν το ενδιαφέρον μες στο απόλυτο σκότος της θάλασσας. Τα λεφτά τα είχα υπολογίσει προσεκτικά. 4 ευρώ το ορεκτικό. 8 ευρώ η μερίδα. 1.50 το κρασάκι. Άντε και λίγο το κουβερ και θα 'μαστε οκ. Το πολύ δεκαπέντε ευρώ. Εγώ έχω 20. Θα μου περισσέψουν κιόλας. Λογικά. Ο φόβος μη σου χρεώσουν το γλυκό σε πιάνει σε αυτές τις περιπτώσεις να το ξέρετε. Αλλά φεύγει σταδιακά. Το πολύ πολύ να μην με φτάσουν τα λεφτά αύριο. Θα δούμε. Αν χρειαστεί θα ζητήσω δανεικά. Καλά που δεν έδωσα το δεκάευρω στον ταρίφα. Τα 'φαγα και τα χάρηκα. Σιχτιρ πια.

*

   Το βράδυ στο μπαλκόνι οι σταθμοί στο ραδιόφωνο λίγοι. Πετυχαίνω στο ανεμολόγιο να μιλούν για μια ακροάτρια που αυτοκτόνησε. Ηθικός αυτουργός αυτό που ονομάζουμε κράτος. Πρόνοιας. Τέθηκαν και μερικά ενδιαφέροντα ερωτήματα από τους ακροατές. Άκουγα τη θάλασσα άκουγα και αυτούς. Αλλά δεν μπορώ να ακούσω άλλο. Πέφτω για ύπνο. Κατά τις 2.30 με ξύπνησε το χτύπημα στην πόρτα. Η περιπλάνηση άλλης μια ταλαίπωρης ψυχής είχε φτάσει στο τέρμα. Μπαταρίες άδειες. Ειδικοί που δεν ξέρουν τι τους γίνεται. Άνθρωποι που μειώνουν άλλους ανθρώπους για να νιώσουν καλύτερα. Ειδήμονες διδάσκαλοι. Αριστερά αφεντικά με υπαλλήλους σκλάβους. Κουραστική μέρα σήμερα. Τουλάχιστον ας φωτίσουν αυτόν τον βράχο με τα λεφτά που δεν θα χαθούν με μυστηριώδη τρόπο, να έχουμε και εμείς οι περιπλανώμενοι κάτι να αγναντεύουμε από μακριά. 


Μια οδοιπορική διαδρομή 
Λεωνίδιο - Πούλιθρα