Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2014

Ξεκίνησε η ζωή

Ξεκίνησε η ζωή πίσω από τα δέντρα το σούρουπο, πίσω από τα ερημωμένα σπίτια, πίσω από τα βρώμικα χέρια, πάνω από την ανάλατη γη, μέσα στο βρέφος των ελπίδων, μέσα στην ακόρεστη μανία για κάτι μοναδικό.

Ξεκίνησε η ζωή και ανέβηκε στο τρένο. Τότε τα τσακάλια κατέβηκαν και έστησαν γλέντι με λάβαρο από κουρέλια και φωνές ανήκουστες και βροντερές. Άναψαν στην σκεπή το μέλλον και έδωσαν χαρτζιλίκι στο παρόν. 

Ξεκίνησε η ζωή και όσοι την είδαν αρχίσανε να τη ρωτάνε. Καταγωγή, χρόνο, στιγμή και τελειωμό. Αφήνιασαν τότε οι βροχές, πότισαν δίχως έλεος τα διψασμένα χέλια μαζί με κάθε νέα αυταπάτη κι η Αταλάντη μόνη με ένα ψεύτικο διαμάντι. 

Ξεκίνησε τότε η ζωή και ακολούθησαν και άλλοι πολλοί. Ξεχάσανε το μέλι που έφερνε στα αμπάρια και χύθηκε και σιρόπιασε τον κόσμο όλο. Εχάραξε στο πρόσωπο το αλλοφερμένο σαμιαμίδι και χώρισε ο ουρανός τη γη και είπε τώρα θα γενεί καινούριο το παιχνίδι. 

Ξεκίνησε τότε η ζωή και ο πηγαιμός ήταν ανοιχτήρι που έβγαλε τη μέρα και άφησε να ρέει άφθονο κρασί από την πηγή. Βούτηξε τότε το μαντήλι που καλά είχε ποτίσει και προχώρησε στίβοντας το, κάθε που ήθελε να πιει. 

Ανοίχτηκε τότε η ζωή, δέθηκε στα ξυλοπόδαρα και έφτασε ψηλά. Ήρθαν τότε και οι άγριοι να σημάνουν τα βιολιά και όλοι τότε πέρασαν καλά. Και ο ίδιος ο μη Μέγας Αλέξανδρος ήταν εκεί και πατήθηκε από πόδια γατίσια και χόρεψε και αυτός όμορφος και ζωντανός. 

Ξενύχτησαν τότε πολλοί, μα σαν ξεκίνησε η ζωή, ξημέρωσε χαμόγελο ζεστό με τσάι ποταμίσιο, ζωγράφισε στην πλάτη ένα δέντρο και άφησε τα κλαδιά να ακολουθήσουν. Γλύκανε τότε με χρυσόσκονη που έκλεψε και χάθηκε και έφυγε και πάει.

Ξεκίνησε τότε η ζωή και τώρα πια δε θα φανεί, γιατί άλλα μέρη ήθελε να δει. Η άνοιξη ακόμα αργεί και παγώνει ο χειμώνας το γυμνό της το κορμί. Τότε είναι που η ζωή φρεσκοστολισμένη και υποκλινόμενη, βγάζει τις παντόφλες της  στο σπίτι για να μπει. 


Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2014

Κι όμως

Κι όμως. 
Υπάρχει μια λέξη.
Πιο μεγάλη.
Πιο δυνατή.
Από το αγαπώ.

Λέγεται ξεψυχάω.
Είναι αυτό ακριβώς.
Το φτερούγισμα. 
Της ψυχής.
Προς το αίτιο.
Που το προκάλεσε. 

Και το νιώθεις.
Δίχως όρια. 
Σα δάκρυ.
Και χαμόγελο.
Μαζί. 

Εκεί πάνω. 
Που πάει να φύγει.
Ένα κομμάτι της.
Εκεί ακριβώς. 
Ζωντανεύεις. 


Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2014

Μονολογώντας με το διάλογο


   Τι παραπάνω είναι νομίζεις όλα αυτά, πέρα από έναν διάλογο με τον εαυτό μας. Αν και οι δυο συνομιλητές είναι εγώ ίσως και να λέγεται μονόλογος. Όπως και να το λένε είναι αυτό. Αφορμή να ανακατώνει τις σκέψεις και να τις βάζει έπειτα την καθεμιά σε τάξη. Φτιάχνεται έτσι ένα μεγάλο ντόμινο. Από όπου και να το ακουμπήσεις ρέει. Σαν τα νερά του ποταμού που κυνηγιόνται μεταξύ τους. Νικητής είναι μονάχα ο ποταμός και αυτός που στην όχθη του θα δροσιστεί ένα καυτό μεσημέρι. Κηπουροί εκ πρώτης όψεως. Άμαθοι στη φύση. Ανασκαλεύουμε το χώμα. Κάτι να φυτέψουμε. Να υπάρχει η προσμονή πως κάτι ίσως κάποτε να στεριώσει. Κάτι να ξεμυτίσει. 

Αν σταθούμε τυχεροί θα 'ρθει ένα σπουργίτι, 
εδώ στο χώμα να κρυφτεί γλυκέ μου αποσπερίτη

Αγάπησα τη μοναξιά πιότερο απ΄ τη φωνή τους.

Έζησα την απονιά πρώτη απ΄ τη σκεπή τους. 
Εχάθη κάθε όνομα, φευγιό στο μονοπάτι. 
Ήβρα τη νέα μου σοδιά σα μια μεγάλη απάτη. 

Χύθηκα με το κύμα και εγώ μες στη φουρτούνα. 
Τραγούδησα κακοτοπιές μαζί με την κουρούνα. 
Νύχτες ατέλειωτες λευκές, πίκρα και άλλα πάθη. 
Έκαψα σαν τη φωτιά χλωρά και ωραία εδάφη. 

Δε μείνηκε μήτε καπνός μήτε και άλλη ιδέα. 
Ποτέ μου δεν κατάλαβα ετούτη τη σημαία. 
Ήρθα σεισμός και γκρέμισα εκείνο το γιοφύρι. 
Φύγε από ξοπίσω μου σ΄αρνούμαι το χατήρι. 

Πέτρα εγώ και έχτισα και πάλι τη φωλιά σου. 
Μη μείνει έτσι ξεσκέπαστη η ακριβή καρδιά σου. 
Εγώ άγγελος γλυκός, εγώ και ο τυφώνας. 
Μάνα μου η αμυγδαλιά, πατέρας ο χειμώνας. 

Αγάπησα τη μοναξιά, μαζί και άλλα πάθη. 
Έτσι μια μέρα ολόγιομη με τη μιλιά μου εχάθη.
Ανήκεις σε ξένους ουρανούς, εκεί σε τάξαν όλοι. 
Αντίκρυ σε άτιμους καιρούς το πλούσιο περιβόλι. 

Αγνάντιο στην καλοκαιριά και εκεί μακριά θυμήσου. 
Η ύπαρξη μου ολόκληρη μια γκρίτσα απ΄τη δική σου. 
Αγέρωχη στέκει η άβυσσος, αγέρωχα τα λάθη. 
Λύκος μονάχος και άγριος στης ερημιάς τα βάθη. 

Ημέρωσε την αρετή, εγκρέμισε τα τείχη. 
Της μοναξιάς αντίκρυσμα μικρό μου παραμύθι. 

Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2014

Μήπως είδατε

Ζήτησε το μπλε ποτήρι με το νερό.
Τα χρώματα είχαν σημασία.
Τι κι αν το νερό νερό παρέμενε.
Άλλη γλύκα να το πίνεις χρωματιστό.
Ακούμπησε το άσπρο ψωμί.
Το βούτηξε στο πράσινο λάδι.
Γεύμα λουκούλλειο. 
Έπειτα, πήρε το καθρεφτάκι και
άρχισε να παρατηρεί τα μάτια. 
Αυτά τι είναι τώρα;
Λάδι, ψωμί ή ποτήρι;
Έμοιαζαν σαν να ήταν όλα μαζεμένα.
Μα υπήρχε και κάτι άλλο.
Ένα χρώμα που δεν το 'χε το τραπέζι.
Σηκώθηκε και άρχισε να ψάχνει στο σπίτι.
Ούτε εκεί το βρήκε. Τίποτα. Πουθενά.
Έφυγε. Πήρε τους δρόμους και 
άρχισε να ρωτάει τους περαστικούς.
Συγγνώμη, μήπως είδατε πουθενά 
το χρώμα που έχουν τα μάτια μου;

Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2014

Φανταχτερές κορδέλες

Φανταχτερές κορδέλες που λικνίζονταν γύρω
όλες εκείνες οι δυνατότητες της ζωής.
Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να απλώσεις
το χέρι και να αγγίξεις τις πιο διαλεχτές.

Υπήρχαν φορές που στο άλλοτε τα κατάφερες.
Υπήρχαν και φορές που στο άλλοτε
κράτησες το χέρι κολλημένο στο σώμα σου.
Να ξέρεις όμως ότι αυτό που σου δίνουν
εξαρτάται από αυτό το οποίο μπορείς να δεχτείς.
Τίποτα δεν είναι απεριόριστο.
Ακόμα και αν φαινόταν πως ήταν έτσι.

Τώρα οι δυνατότητες μειώθηκαν, τώρα πήρες
τη θέση σου στο προσωπικό σου παραμύθι.
Τώρα ήρθαν άλλες εποχές λιγότερο φανταχτερές.
Τώρα είσαι ένα βήμα πιο κοντά στον εαυτό σου.
Η σιωπή αυτή θυμίζει εσένα λίγο πιο πολύ. 

Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2014

Το παράδοξο μας χαιρετά

   Μουγκρίζει πάλι η ψυχή. Το γνωστό σεσημασμένο θεριό στο κλουβί, που ξέρει πως δεν ανήκει εκεί, αλλά παρ' όλα αυτά, τα κάγκελα αρχίζουν και μοιάζουν σαν τη φυσιολογική του κατάσταση. Τα πράγματα πότε πάνε λίγο καλά και πότε δεν πάνε καθόλου. Οι ενδιάμεσες καταστάσεις παραλείπονται σαν τα ευκόλως εννοούμενα. Ωραίες και οι αλυσίδες, ωραία και τα γκέμια, ωραία και τα σκοινάκια που κρατούν τα περιστέρια από τα ποδαράκια τους. Μα η αλήθεια είναι πως η στενοχώρια ρέει άπλετη. Αρκετές φορές, σε τέτοιο βαθμό που να αγγίζει τα όρια του επαγγέλματος, μα για ανάξιους λόγους, δεν μπορεί να ασκηθεί ελεύθερα. 

   Παρατηρήσεις λοιπόν πολλές. Μία από αυτές η περίπτωση όπου δεν μπορεί ένα μυαλό να συνειδητοποιήσει πως μπορεί κάποιος να κάνει κάτι δίχως να περιμένει αντάλλαγμα. Εντάξει ναι. Ακόμα και αν δεχτούμε ότι καμία πράξη δεν είναι στην πραγματικότητα αλτρουιστική. Ακόμα και έτσι. Ακόμα και αν το αντάλλαγμα είναι μικρό. Η ύπαρξη τέτοιων πράξεων αμφισβητείται από πολλούς όπως και η ύπαρξη του ΕΤ, ο οποίος λέγεται ότι αυτή τη στιγμή είναι ακόμα ζωντανός, παντρεμένος με δύο παιδιά και έχει μερικά κιλάκια λόγω καθιστικής ζωής. Δεν κάνει πια τόσο συχνά ποδήλατο. Από την άλλη, τα παιδιά του βγήκαν πράσινης απόχρωσης. Για αυτό πολλές φορές συχνάζουν στα νούφαρα της λίμνης και κάνουν παρέα με την Τοσοδούλα και τον γνωστό άγνωστο βάτραχο που τους βοηθάει τα καλοκαίρια γιατί τρώει τα κουνούπια ενώ εκείνοι δεν τα τρώνε. Αμφισβήτηση μεγάλη λοιπόν, γύρω από την ύπαρξη τέτοιων πράξεων ειδικά σε μικρή κλίμακα επιπέδου γνωστού ή φίλου, αλλά ταυτόχρονα όταν κάποιος παντελώς άγνωστος λέει ότι θέλει το καλό μας σε κλίμακα χωρών ή και πλανήτη εκεί αμφισβήτηση καμία. Το παράδοξο μας χαιρετά για ακόμα μια φορά.

   Την ύπαρξη ωστόσο, των εγωιστικών πράξεων κανείς μα κανείς δεν μπορεί πιστεύω να την αμφισβητήσει. Αν και σε ποιο βαθμό ευθύνεται το ίδιο το άτομο για την εσωτερική του λίμνη αυτό είναι άλλο θέμα. Εξαιρετικά ενδιαφέρον στην αποθέωση των εγωιστικών πράξεων φαίνεται να είναι η εμφάνιση μιας ασθένειας ονόματι ανασφάλεια που ακμάζει σε επίπεδο τρομαχτικό. Λέγεται πως μια μέρα για τις ανάγκες μιας επέμβασης άνοιξαν, έναν αποδεδειγμένο με σφραγίδα από τα ΚΕΠ, εγωιστή άνθρωπο και βρήκαν μέσα του λειχήνες και κισσούς ανασφάλειας σε τέτοιο σημείο που ήταν σχεδόν αδύνατον να ξεχωρίσουν τα εσωτερικά του όργανα και να κάνουν την εγχείρηση. Κλασική περίπτωση όπου η ασθένεια αυτή καταβάλλει σε τέτοιο σημείο των άνθρωπο, ώσπου χάνεται η ανθρώπινη του ιδιότητα. 
   Και δεν μου αρέσει και η λέξη αλτρουισμός. Παραείναι αδιάφορη. Άγευστη, άοσμη και ένα σωρό ακόμα άλφα στερητικά που μου έρχονται πρόχειρα στο μυαλό. Για αυτό λοιπόν θα προτιμήσω άλλη. Πες το ανθρωπιά να ταιριάζει λίγο καλύτερα. Κάτι να μας υπενθυμίζει αυτή την αρκετά θολή πλέον ιδιότητα, που δεν την ζητήσαμε κιόλας, και μιας που μας δόθηκε τζάμπα τη σνομπάρουμε και από πάνω. Γιατί το τζαμπέ το δεχόμαστε από τη μία το περιφρονούμε από την άλλη, θεωρώντας το φυσικό και επόμενο να αμφισβητήσουμε την ποιότητα του. Λες και αν κάτι δεν το πληρώσεις δεν αξίζει. Η άφιξη της γραμμής για τον θαυμαστό νέο κόσμο στην πλατφόρμα εννέα παρακαλώ. Πόσα αξιόλογα πράγματα μας παρέχονται δωρεάν πια; Ένας αέρας; Νοθευμένος και αυτός και με ποιότητα εμφανώς κάκιστη. Συμφωνεί το παράδειγμα με το παράδοξο του συλλογισμού μας. 

   Θάλασσα οι ανασφάλειες και η ανθρωπιά χαμένη Ατλαντίδα. Δικαιολογίες, δικαιολογίες, άπειρες δικαιολογίες για να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα. Να δικαιολογήσουν κάθε επώδυνη στους άλλους πράξη. Μα τι κρίμα. Στα αλήθεια είναι κρίμα. Δεν νιώθω πια την ανάγκη να βλέπω οποιουδήποτε είδους ταινίες λύπης ή τρόμου. Ο τρόμος είναι καθημερινά εδώ. Εκτός των άλλων, αρκεί να κοιτάξεις λίγο μέσα σε μερικές ψυχές. Σαν να έχεις εκείνα τα μαύρα γυαλιά στο ζουν ανάμεσα μας αλλά να μπορείς να δεις σε επίπεδο εφαρμογής ψυχών. Μπορείς ακόμα, αν ακολουθήσεις προσεκτικά τα χνάρια, να διαπιστώσεις ολόκληρη την πορεία που έκανε ένας άνθρωπος για να φτάσει εκεί που είναι. 

   Τι νομίζεις ότι φαίνεται μέσα από τα μαύρα γυαλιά λοιπόν; Το αναμενόμενο. Ψυχές εγκλωβισμένες. Άλλες να έχουν κρυφτεί κουλουριασμένες στη γωνία και να κλαίνε γδαρμένες, βρεγμένες και ξυπόλητες και να έχουν μέρες να φάνε. Άλλες να κόβουν βόλτες πάνω κάτω, πάνω κάτω στο κελί μήπως και από το περπάτημα τους τρυπήσουν το πάτωμα και σκάψουν λαγούμι που να μπορούν να κρυφτούν ακόμα καλύτερα αν χρειαστεί. Ίσως και με μια μικρή ελπίδα το λαγούμι να ακολουθείται από σήραγγα προς τη γη της επαγγελίας. Άλλες πάλι είναι ντυμένες με όμορφα ρούχα από πούπουλο και κάθονται σε έναν ωραίο θρόνο με σκήπτρα με φαντασιώσεις ότι άλλες ψυχές έρχονται να τους προσφέρουν δώρα και να τις προσκυνήσουν. Δεν δίνουν καν σημασία στο βρώμικο κελί που στάζει σκότος ούτε καν στις σταγόνες του πόνου που στάζουν στα κάγκελα. Είναι κρίμα. Είναι πραγματικά κρίμα. Και τα κρίματα κρέμονται και αυτά από ταβάνια και σέρνονται στο έδαφος σαν τα φίδια γιατί θέλουν να νιώσουν και δεν μπορούν. Οι κλειδαριές πάντα εκεί ολόχρυσες και λαμπερές. 

   Το σμίλεμα του κάθε ατόμου από τα κύματα είναι μοναδικό. Πολλά άτομα παρουσιάζουν ομοιότητες. Έχουν δεχτεί παρόμοια χτυπήματα. Αυτό πολλές φορές τους φέρνει και κοντά. Μα η αντίδραση σε κάθε χτύπημα αρκετά διαφορετική. Και έτσι θα πρέπει να είναι μου λέτε. Μα αυτό το έτσι πρέπει να είναι, έχει προβλήματα γιατί δεν κάνει παρέα με τα άλλα. Έτσι, ένα κομμάτι του παραμένει διαρκώς εγκλωβισμένο και όσο και αν ταλαιπωρείται, το κλειδί δεν θα το πάρει για να ανοίξει. Λόγοι άγνωστοι και προς εξερεύνηση. Γνώμες, απόψεις δεκτές. Η μόνη ελπίδα ότι η μοίρα δεν είναι προδιαγεγραμμένη. Μα είναι κρίμα. Πως να κοιτάς μετά. Δε θες να κοιτάξεις. Με ή χωρίς γυαλιά. Το μόνο που θες να κάνεις είναι να φτιάξεις τα κατάλληλα κλειδιά και να βαλθείς με μανία να διαρρήξεις αυτά τα κελιά.