Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013

Μαύρη γάτα

Αν είναι κάποιος να κρατάει τον ρυθμό 
ας είναι ο ήχος από τα βήματά του.
Μην κυνηγάς πια τον θησαυρό 
στην άκρη του ουράνιου τόξου 
μα μόνο να ακολουθείς τα χρώματά του. 
Εκεί που τα δέντρα κρατούν τον ουρανό.
Ισορροπεί το σπουργίτι στο κλαδί με την ουρά του. 
Παραμονεύει η μαύρη γάτα μες στον πράσινο αγρό.
Και να κρυφτεί πάλι θα ξεχωρίζει. 
Ευτυχία το ξεθώριασμα να είναι αρκετό
τόσο, ώστε αόρατη για πάντα να γυρίζει.


Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013

Τα γνώριμα

  Έκανε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να ξεχωρίσει τα γνώριμα από τα άγνωρα. Κατέληξαν όλα να είναι σκιές. Κάθε πιθανή προσπάθεια να προσπαθήσεις να αναγνωρίσεις τα άγνωρα οδηγεί σε αναγνώριση των γνωρίμων. Να 'τανε οι ήχοι; Αγαπημένος ο ρυθμός που κρατούν τα ίδια σου τα βήματα στον έρημο δρόμο. Να 'τανε οι εικόνες; Αγαπημένες οι εικόνες μιας εποχής που ξεπηδά από τα χνάρια μιας άλλης. Να 'τανε η μουσική; Αγαπημένη η μελωδία που αγγίζει τα μέσα και ξεπηδά προς τα έξω. Να 'τανε οι ζωές; Αγαπημένες οι ζωές που διασταυρώνονται κάθε τόσο. Ήτανε πολλά. Είναι πολλά. Μα σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να τα ενώσει, επέλεξε να ενώσει τις φωνές. Ένα τραγούδι ακόμα. Ένα από τα παλιά. Ένα που όλοι το γνώριζαν. Ξεκίνησε. Μου λένε να μην κλαίω, να μην κλαίω. Δέχτηκαν το έναυσμα και συνέχισαν. Η μια φωνή μετά την άλλη. Ήτανε πολλά. Μα εκεί δα ήταν μόνο ένα. Πιο εύκολη σύνδεση από τις απλές λέξεις, είναι οι λέξεις που τραγουδιόνται. Μα τι να κάνω. Αφού σε χάνω. Τελικά το τραγούδι αφιερώθηκε σε ένα δεκάευρω ένεκα της εποχής. Που έπεσε από την τσέπη και έκανε χλωμό το πρόσωπο του προσωρινού ιδιοκτήτη. Για εκείνα που ποτέ δεν έγιναν ιδιοκτήτες δεν τα σχολίασαν καν. Μόνο σε καμιά ερώτηση που ξεκινούσε με γιατί δινόταν η απάντηση γιατί λείπει αυτό τρίβοντας τα δάχτυλα των χεριών. Έπειτα, η συνειδητοποίηση έπεφτε σαν λίθος ασήκωτος και όλοι σιωπούσαν. Ήταν απόλυτα γνώριμο και ξεκάθαρο. 

Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2013

Αντιθέσεις

Μες στα σπλάχνα της ψυχής. 
Μια γέρικη και μια παιδική. 
Κι οι δυο στο ίδιο σώμα. 
Η γέρικη όλο γερνά. 
Η παιδική όλο μικραίνει.
Και η αντίθεση αντέχει ακόμα.

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013

Ήρωες

Είδα έναν ήρωα.
Δεν φορούσε μπέρτα.
Το μόνο κόκκινο που είχε 
ήταν το αίμα που κυλούσε.
Ξεκινώντας από κάπου βαθιά,
χείμαρρος μέσα στις φλέβες.
Έψαχνε τρόπο να βγει,
βγήκε έξω από το δέρμα. 
Διαλύθηκε στα δάκρυα 
και έγινε ανάσα. 

Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2013

Ημέρα Τρίτη

   Ημέρα Τρίτη. Είδα στρατιώτες στη γωνία. Πήγαιναν και αυτοί στο μπακάλικο. Δεν μπορώ να φανταστώ τι πήραν. Η κυρα Λένη κάλεσε τις γειτόνισσες σπίτι της για καφεδάκι. Η κόρη της έμαθε να λέει και αυτή το φλυτζάνι και το λέει καλά. Ο γιος της μπήκε με μέσο σε μια δουλίτσα και τα κουτσοπαλεύει. Τι τα θες. Έτσι που είναι εποχές, ο καθένας όπως μπορεί. Ακούστηκε ότι προχτές στο διώροφο μπήκαν κλέφτες μέρα μεσημέρι και ψάχνοντας για λεφτά έκαναν το σπίτι άνω κάτω. Η κόρη της κυρά Λένης δεν το είχε δει στον καφέ. Είδε όμως μια μέρα στο φλιτζάνι έναν δράκο. Αναρωτήθηκε τι να σημαίνει. Ο αέρας έσπασε το κλαδί του δέντρου. Ήρθε για τα καλά ο χειμώνας. Πάντα ατελείωτος. Μα να 'ταν ο μόνος. Στις δεκαπέντε του μήνα να πας να πληρώσεις το νερό. Πάλι πέρασαν από το μπαλκόνι οι στρατιώτες. Κάνουν περιπολία. Έτσι γίνεται κάθε μέρα. Επικίνδυνος κόσμος βλέπεις. 
   Μίλησα τις προάλλες με την Κατερίνα. Ήταν θυμωμένη. Ο Τάκης δεν της βάζει στεφάνι. Είναι τόσο καιρό μαζί. Έχει και η ίδια μια ηλικία πια. Ο αδερφός του Τάκη έχει την παλιαρρώστια. Το είπαν οι γιατροί. Δεν ξέρουν πόσος καιρός του μένει. Τον τρέχουν από δω τον τρέχουν από κει. Ένας προσφέρθηκε να του κάνει εγχείρηση να τον σώσει. Ο άλλος του είπε ότι δεν χρειάζεται να κάνει εγχείρηση. Αυτός τι ξέρει. Εκείνοι είναι οι ειδικοί. Αν δεν έχεις και κανέναν γνωστό, καλό γιατρό δεν βρίσκεις εύκολα. Χιονίζει. Η Κατερίνα μου είπε ότι της λέω τρελά πράγματα. Άλλοι που τα σκέφτηκαν όπως εγώ χάθηκαν μια μέρα από μόνοι τους. Της είχα πει καλημέρα. 

Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2013

Παράθυρο στο χάος

   Μια φράση που είναι τελικά εξίσου διφορούμενη με την Μόνα Λίζα. Άποψη πρώτη. Να την πρωτοδιαβάσεις και να μείνεις εκεί να χαζεύεις την ομορφιά συμπυκνωμένη σε ελάχιστες λέξεις. Άποψη δεύτερη. Το παράθυρο είναι άσχημο γιατί κοιτώντας μέσα από αυτό βλέπεις ένα εξίσου άσχημο χάος. Αναρωτήθηκα λοιπόν. Οπτική ψευδαίσθηση; Γιατί τέτοια διαφορά οπτικών γωνιών και από που προκύπτουν; Απάντηση. Από το σημείο στο οποίο στεκόμαστε όταν κοιτάζουμε το εν λόγω παράθυρο.

   Γωνία πρώτη. Η γωνία του ανθρώπου που έχει στηρίξει την πλάτη του στον τοίχο και τρυπώνει σε ότι προεξοχή βρει γιατί έχει πάρει χαμπάρι ότι ζει μέσα στο ίδιο το χάος. Προσπαθώντας να ξεφύγει από το μάτι του κυκλώνα αναζητά απεγνωσμένα απάγγειο. Νιώθει σε κάθε πιθανή ευκαιρία το χάος γύρω του απόλυτα ζοφερό και πλήρως αποπνικτικό. Επομένως, όταν ακούσει για ένα παράθυρο στο χάος, αμέσως θα σκεφτεί ότι είναι κάτι με θετική έννοια. Είτε ένα φωτεινό παράθυρο μες στο σκοτάδι είτε ένα σκοτεινό παράθυρο μέσα στο εκτυφλωτικό φως. Θέμα ορισμού αλλά η ουσία ίδια. Από τις πιο μεγάλες επιθυμίες του, είναι να μπορούσε να δεθεί με ένα σχοινάκι από αυτό το παραθύρι και να κινηθεί προς τα εκεί. 

Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2013

Αστραπές

   Συγγνώμη που άργησα. Είναι που. Να. Δεν προλαβαίνω. Όχι γιατί δεν έχω χρόνο μα γιατί τον χρόνο που έχω τον κάνω κάτι άλλο. Κάτι αφηρημένο. Δεν ξέρω πως. Απλά μετά ξυπνάω σαν από βαθύ ύπνο και νιώθω ότι ο χρόνος πέρασε. Που πήγε ακριβώς δεν ξέρω να σου πω. Νομίζω ότι έστριψε στην δεύτερη γωνία αριστερά. Μα δεν προλαβαίνω. Δεν σε πρόλαβα και χτες να σου πω αυτά που ήθελα. Αλλά από την άλλη ούτε και εσύ προλάβαινες. Τι τα θες. Έτσι είναι. Τέτοιες εποχές, τέτοιες ζωές και η κουβέντα εύκαιρη. Δεν πρόλαβα να σου πω πως δεν δαγκώνω. Δεν πρόλαβα να σου πω πως δεν με νοιάζει. Όχι πια. Δεν πρόλαβα και να μαγειρέψω. Θα φάω όποτε προλάβω. Ίσως μέσα στο μετρό. Καθοδόν. Αλλά να, νομίζω με είδαν που έτρωγα και μετά έβγαλαν ανακοίνωση την επόμενη μέρα ότι απαγορεύεται. Λες να με θυμόντουσαν; Δεν με νοιάζει. Είναι που δεν προλάβαινα. Συγγνώμη που σε χτύπησα προσπαθώντας να τρέξω για να προλάβω. Δεν είναι πάντα ότι έχω λόγο που τρέχω. Αλλά να. Η συνήθεια. Βλέπω όλους τους άλλους να τρέχουν και να μην προλαβαίνουν και κάνω και εγώ ότι βιάζομαι για να μην με πουν απροσάρμοστη. Καταλαβαίνεις. Ο ρυθμός της εποχής και εγώ τρέχω από πίσω του. Δεν προλαβαίνω καν να μιλήσω μαζί σου, ελπίζοντας ότι από την αλληλεπίδραση, από αυτή τη μικρή ψιλοκουβεντούλα, θα ενεργοποιηθεί η σωστή  ηλεκτρική εκκένωση στον εγκέφαλο για να κολλήσω το ένα και ένα κάνει δύο. Κι όταν αυτά δεν κολλάνε όσο και να τρέχω δεν φτάνω. Δεν προλαβαίνω. Μα δεν προλαβαίνεις και εσύ. Τρέχεις να προλάβεις και πάνω που ήθελα να σου μιλήσω έφυγα. Ήθελα να σου πω κάτι σημαντικό. Μα βιαζόσουν. Βιαζόμουν και εγώ και φοβήθηκα να μη χάσω το χρόνο μου μιλώντας μαζί σου. Κατάλαβες δηλαδή τι γίνεται τώρα. Βιασύνη πολύ. Χρόνος δεν υπάρχει. Πού να βρεθεί. Πώς. Εδώ δεν βρίσκονται άλλα. 

Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2013

Ευχαριστώ

Στο σπίτι εκείνο το πότε ζοφερό και πότε σπιτικό.
Πάντα κρεμόταν η απειλή πάνω από τις ψυχές.
Τόσες στριμωγμένες που ζούσαν εκεί μέσα.
Ακόμα και ποντίκια βρίσκανε κάτι φορές χώρο
να κοιμηθούν. Τρυπώνανε στην ντουλάπα. 

Στο σπίτι εκείνο που οι ζωγραφιές ενός μικρού
παιδιού προσπαθούσαν να παλέψουν με τα μαύρα
σύννεφα. Από εκείνα που τρυπώνουν στις καρδιές.
Να οι εφιάλτες που ζωντανεύουν στους τοίχους.
Μα να και οι μαρκαδόροι με τα χρώματα. 

Στο σπίτι εκείνο που μόνο το τραγούδι εξευμένιζε
για λίγο το κακό. Έκανε έτσι σε στιγμές να φαίνεται
ότι όλα θα πάνε καλά. Δημιουργούσε την ελπίδα.
Τι και αν η ελπίδα έσβηνε σαν το κερί. Άναβε 
μόνο που και που το καντήλι. Υπήρξε λίγο φως.

Στο σπίτι εκείνο ποτέ δεν νίκησα. Το ξέρω ότι ποτέ 
δεν θα νικήσω. Τα ντουβάρια ρουφήξαν τη μοίρα 
του και την επαναλαμβάνουν σαν κακοπαιγμένη 
ταινία. Μάνα θυμάμαι όμως φορές, σε εκείνο το 
σπίτι, τραγουδούσες. Κι η φωνή σου με έσωσε. 

Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2013

Σημάδι της ζωής

Δεν θέλω να νομίζω πως τα χω λυμένα
όλα. Δεν θέλω να τα καταλαβαίνω όλα. 
Δεν μου αρέσει να το παίζω ειδήμων, 
αυτό το αφήνω σε σας.
Εγώ θέλω να ζω συνέχεια με απορίες.
Να ανακαλύπτω κάθε φορά τον κόσμο 
από την αρχή. Όπως εκείνοι οι στίχοι
που έγιναν σημάδι της ζωής μου.

Δεν θέλω να επιβάλλομαι σε κανέναν. 
Δεν θέλω να μου επιβάλλονται.
Αν τύχει μάλιστα και ξεφύγω, 
αν τύχει και κάποια στιγμή το κάνω
τότε ξέρω πως εκείνη τη στιγμή
στάθηκα αδύναμη.Πως ήμουν λίγη 
και δεν μπόρεσα και τότε με λυπάμαι. 
Κάνω δύο βήματα πίσω κι έπειτα 
προσπαθώ ξανά.

Δεν είναι ότι δεν ξέρω τίποτα.
Ξέρω πράγματα λίγα και μετρημένα.
Είναι οι αλήθειες μου, τις κρατάω 
σαν φυλαχτό. Μα ξέρω ότι μπορούν 
πολύ εύκολα να αλλάξουν, όπως άλλαξαν 
και ένα σωρό άλλες στο παρελθόν.
Εκείνες μάλιστα τις σπάνιες που έτυχε 
να μην αλλάξουν, εκείνες τις βάζω στο 
προσκεφάλι μου. Σε εκείνες γυρνάω 
όταν το σύμπαν καταρρέει γύρω μου
σε εκείνες μιλάω ακόμα κι όταν η 
φωνή μου δεν βγαίνει.

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2013

Σείεται όλη η γης

    Τεκτονικές πλάκες που συγκρούονται ή αλλιώς άνθρωποι σε ένα σταθμό αποβίβασης. Ή απλώς άνθρωποι. Σκέτο. Προγραμματισμένοι. Από ποιον; Από μένα όχι πάντως. Στο σχολείο μας είπαν νομίζω να μη ρωτάμε και πολλά. Τώρα πια καταλαβαίνω το γιατί. Γιατί δεν ήξεραν να απαντήσουν. Αν άτομο ένα τέταρτο της ηλικίας σου σε στήνει στον τοίχο, πετάς το έξυπνο στο επόμενο μάθημα παιδιά και ξεμπερδεύεις. Μέχρι το επόμενο μια αιωνιότητα και μια μέρα. Μα και τόσες συγκρούσεις. Μετά τη σύγκρουση τι; Ποια πλάκα κερδίζει; Ελπίζω όχι η ταφόπλακα. Λέω ελπίζω, γιατί την γνώση δεν την έχω και αν την είχα, το ξέρετε ότι θα σας την έδινα. Γιατί αυτός είναι ο σκοπός της. Άσχετα με τα άλλα που λένε. Είπαμε. Προγραμματισμένοι. Στο πρόγραμμα για τα ευαίσθητα και χρωματιστά. Ε παιδιά δεν χωράμε όλοι εδώ. Μόνο οι χρωματιστοί να σε χαρώ. 


   Να τη και η Αττική. Την είδα χτες να αγοράζει τσιγάρα. Καλή κοπέλα αλλά να. Υποκύπτει εύκολα. Νομίζω ότι πιστεύει πως αν καπνίσει αρκετά θα γίνει και αυτή ασπρόμαυρη σαν τις παλιές φωτογραφίες που τόσο αγάπησε. Της λέω να το κόψει αλλά δεν με ακούει. Γιατί ρε συ καταστρέφεσαι; Τζάμπα κόπος. Γκρίζα θα γίνεις απλά. Το άσπρο μαύρο θέλει ψυχή μου άλλη συνταγή με μυστικά συστατικά. Λένε ότι για να τα βρεις πρέπει να ψάξεις χίλια μέτρα κάτω από τη γη και πέντε πάνω από το φεγγάρι. Ο πρώτος που τα βρήκε περιπλανήθηκε σαν τους αθανάτους πάνω στη γη και δεν είπε ποτέ σε κανέναν τίποτα. Τον βάραινε η γνώση μα δεν λύγισε. Τον βάραινε και η καρδιά, που και που, μα εκεί αυτός. Επιμονή. Μέχρι που είδε μια καρδιά λίγο πιο ανάλαφρη και την ρώτησε. Πώς; Τότε αυτή του απάντησε πως βρήκε τα μυστικά συστατικά αλλά τα μοιράστηκε. Ε και να αναθάρρησε λιγάκι και έπαψε να σκύβει. 

   Το δοκίμασε και αυτός αλλά δεν έπιασε. Τότε το έριξε στο ποτό. Ή για να είμαστε πιο ειλικρινείς το ποτό έπεσε πάνω του και δεν σταμάτησε μέχρι τελικά να του αλλάξει χρώμα. Δεν ήταν πια ασπρόμαυρος και κανείς δεν τον αναγνώριζε έτσι. Σκέφτηκε λοιπόν να το εκμεταλλευτεί και να περιπλανηθεί πιο άγνωστος από ποτέ, ακόμα και ανάμεσα στους γνωστούς. Ελεύθερος ήταν τώρα. Κανείς πια δεν τον σταματούσε. Άρχισε να ψάχνει και άλλα μυστικά μέχρι που τελικά τα βρήκε. Τα μυστικά όλου του κόσμου χωρούσαν στις άκρες των δαχτύλων του. Τόσο ατόφια που ακόμα και τη μέρα που τόλμησε να αγγίξει τον ουρανό εκείνα δεν ξέβαψαν. Μα ξέβαψε αυτός. Αρχίσανε τότε να τον αναγνωρίζουν. Πάλι. Έγινε ο ασπρόμαυρος. Κοίταξε ξανά την παλιά φωτογραφία. Είδε πως της έμοιαζε. Μα αυτή τη φορά το χάρηκε πολύ. Ένιωσε ότι βρήκε σε ποιο κομμάτι του ανθρώπινου ψηφιδωτού ανήκει. Πήρε τότε τη θέση του εκεί, περήφανος πια για την αντίθεση του. Ο τοίχος τον καλωσόρισε και εκείνος αφέθηκε. Κομμάτι μιας τέχνης απόδημης φτιαγμένης από ανθρώπους σε ασπρόμαυρους τόνους. 

Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2013

Οι ταξιδιώτες


   Μα κοίτα τώρα που με κάνεις πάλι να σου γράψω. Λες και δεν τρέχουν όλες οι δουλειές στην άκρη και στη μέση και παραδίπλα στο δωμάτιο. Μα κάτσε λίγο να σου πω δυό κουβέντες. Να σου πω λοιπόν γιατί πολύ συχνά αναφέρομαι σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας. Είναι που κάτι ξεχνάμε.

   Να μιλήσω λοιπόν για τη δειλία της εποχής. Ναι από αυτήν. Λίγο η τεχνολογία, λίγο αυτή η μόδα του καταναλωτισμού που μας κάνει να πετάμε φαγητά αβέρτα, λίγο που απλώνες το χέρι στην τσέπη και έβρισκες κανά παραπανίσιο λεφτό. Α γεια σου. Λίγο το ένα λίγο το άλλο η οδός προς τη φυγοπονία ήταν χωρίς σκύλους λυτούς. Εκεί μέσα στο γενικό πανζουρλισμό ήρθε η μία γενιά να γυρίσει τη ρόδα της άλλης. Είναι από τη μία η έμφυτη τάση του ανθρώπου να δημιουργεί προβλήματα από εκεί που δεν υπάρχουν και ήρθε μια ατονία να προσδεθεί μαζί με τη γενικότερη κατάσταση. Μα έπειτα ήρθαν τα προβλήματα αγκαζέ με μια τσακιρομάτα ανεργία. Γιατί άνθρωπος που κάθεται απλά και δεν κάνει τίποτα μόνο άχρηστος μπορεί να νιώσει και να αρχίσει να τρώγεται με τα ρούχα του και τα ρούχα του μετά δεν έχουν ποιον να φάνε. Ενώ, λοιπόν συμβαίνουν όλα αυτά κοιτάζεις γύρω. Χωρίς απαραίτητα να ψάχνεις. Είπες δυο λεπτά να ξαποστάσεις τον εγκέφαλο από την πίεση και απομένεις με τη γλώσσα έξω να αγγίζεις τις σταγόνες της βροχής. Περνάει η Ελένη τρέχοντας να μη βραχεί και λιώσει. Μία ώρα έκατσε να ισιώσει το μαλλί της και τώρα δυο σταγόνες θα της το χαλάσουν. Η κυρα Λένη από την άλλη τη βροχή δεν την φοβόταν και με τις γαλότσες πλατσουρούσε με τα νερά νιώθοντας και ευτυχισμένη από πάνω γιατί στην παιδική της ηλικία γαλότσες γιοκ. Ποδαράκια που ξύλιαζαν μονάχα. 
 
 Έκλαψε η Χαρούλα όταν της έσπασε το νύχι που με τόσο κόπο είχε βάψει ενώ η κυρά Χαρά έχανε το ένα μετά το άλλο τα νύχια της από την απάνθρωπη δουλειά και όσο και αν πονούσε δεν έκλαιγε. Είδε ο Γιώργος την ομάδα του να χάνει και δε μιλιόταν λέει για μέρες ενώ λίγο παραπέρα ο κυρ Γιώργης είχε χάσει όλα τα αδέρφια του σκοτωτούς αλλά συνέχιζε να μιλάει και να καλαμπουρίζει. Βρήκε η Αννίτα μια τρίχα στο φαγητό της και προσβλήθηκε τόσο που φρόντισε να κάνει δύσκολη τη ζωή του σερβιτόρου και όλων των συναδέλφων του ενώ, η κυρά Αννιώ έτρωγε τότε κάτι μερίδες φαγητού που φτάνανε μόνο για σπουργίτι και να επειδή τις έκανε τις έρμες μια χαψιά δεν πρόκαμε να κοιτάξει αν υπήρχαν σαβούρες για να διαμαρτυρηθεί. Μα τι να πει και ο Γιάννης που είχε κάνει τόσα σχέδια για το μέλλον και ήρθαν έτσι τα πράγματα που βρέθηκε να κάνει άλλο από αυτό που σχεδίαζε. Μα τι να πει και ο κυρ Γιάννης που δεν πρόλαβε ποτέ να σηκώσει κεφάλι από το τσαγκάρικο και να προλάβει να κάνει σχέδια για τον εαυτό του. Είχε οικογένεια να ζήσει βλέπεις. Μάνα και αδερφές. 

   Η Ελίνα κάθε βδομάδα κλαίει τουλάχιστον από μια φορά γιατί ακόμα και τα σαββατοκύριακα που βγαίνει κάνει ότι περνάει καλά κι όταν δεν περνάει μήπως και ξεγελάσει τον εαυτό της. Ούτε που ξέρει τι της φταίει. Η κυρα Βαγγελιώ από την άλλη έκλαψε κάμποσες φορές, μετρημένες στη ζωή της, μία που έμεινε ορφανή, μία που έφυγε ο αδερφός της στην ξενιτιά και μία που είδε το παιδί της να κλαίει. Η κυρα Βαγγελιώ ζει πια μόνη. Τις προάλλες με την ξεροκεφαλιά πήρε τα λάθος φάρμακα και λιποθύμησε χτυπώντας το κεφάλι της στην πόρτα του μπάνιου. Τυχερή ήταν που δεν συνέβη τίποτα χειρότερο. Μιλώντας στη γειτόνισσα είπε τι έπαθε και πήγαν να την πάρουν λίγο τα κλάματα. Μα η γειτόνισσα την κάλεσε να πιούνε ένα καφεδάκι μαζί υπό τα καθιερωμένα κοινωνικά κουτσομπολίστικα σχόλια και της έβγαλε και μερικά λουκουμάκια για να γλυκαθεί. Όταν δα πήγε η θύμηση στις παλιές εποχές και εκείνα τα απαγορευμένα καλαμπούρια, που λέγανε κρυφά να μην τις ακούσει η μάνα, τότε άναψε το κέφι και κύλησε η βραδιά με γέλια και ξεκαρδίσματα.

   Δεν ξέρω για σας. Ανά τα χρόνια διάβασα πολλά βιβλία που οι λέξεις τους πέρασαν από το ένα αυτί και βγήκαν από το άλλο. Έμαθα τα γράμματα. Έμαθα τις επιστήμες. Μα κάτι δεν. Κάτι σα να έλειπε. Κάνω καμιά φορά παρέα με την Ελένη, τον Γιώργο, την Αννίτα, τον Γιάννη και την Ελίνα. Μα μαθαίνω πολλά και σημαντικά από την κυρα Λένη, τον κυρ Γιώργη, την κυρά Αννιώ, τον κυρ Γιάννη και την κυρα Βαγγελιώ. Όμοια και από την ιστορία της Ρόζας και του μπασκίνα της. Γιατί; Για να μην ξεχνιόμαστε. 


" Γιατί οι ταξιδιώτες των Ινδιών ξέρουνε 
περισσότερα να σας πουν 
απ' τους Βυζαντινούς χρονογράφους. "

Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2013

Γράμμα σε άγνωστο παραλήπτη

Πρέπει να σου πω. Πρέπει να σου μιλήσω. Άσε με. Πρέπει. 
Έγινε κάτι. Μα δεν ξέρω πως να στο πω. Δεν ξέρω πως να το
σκεφτώ δηλαδή. Δεν το χωράει το μυαλό μου.
Πρέπει να αλλάξω μου είπαν. Όχι ρούχα ούτε καν χτένισμα. 
Πρέπει να αλλάξω εμένα. Τον χαρακτήρα μου. Το μέσα μου.
Άκουσέ με. Έχω τρομάξει. Δεν ξέρω πως να αλλάξω.
Δεν ξέρω τι να αλλάξω. Μα πάνω από όλα δεν ξέρω γιατί να
αλλάξω. Είμαι τρομοκρατημένη. Είμαι σαστισμένη. 

Πάνω που βρήκα τον εαυτό μου και τον άφησα ελεύθερο
πρέπει να τον συμπιέσω. Πώς να το κάνω αυτό;

Γιατί γιατί γιατί; Γιατί να το κάνω αυτό; Ποιος το λέει; 
Τι είναι αυτοί οι νόμοι και οι κανόνες τους οποίους πρέπει 
να ακολουθώ; Δεν τους καταλαβαίνω. Ποιον ενόχλησα; 
Γιατί με ενοχλούν; Γιατί δεν μπορώ να ζήσω όπως θέλω εγώ; 
Γιατί να μην μπορώ να είμαι όπως είμαι; Σε πόσα καλούπια 
πια να μπω; Δεν χωράω. Το ένα μου κόβει το μυαλό το άλλο 
την αναπνοή. Κανένα δεν χωράει εμένα μέσα. Είναι στιγμές 
που εκτείνομαι απεριόριστα και δεν μπορώ να με σταματήσω.
Μα δεν θέλω κιόλας. Αυτοί όμως θέλουν. Και με περιορίζουν. 
Και μου λένε ποιο είναι το σωστό. Αλλά εγώ δεν το βλέπω 
σωστό. Δεν το νιώθω σωστό διάολε. Το νιώθω ασφυκτικό. 

Άκουσέ με. Φοβάμαι. Δεν ξέρω τι άλλο να πω. Μες στην 
άρνηση θέλω να μείνω. Αλλά πρέπει να τα μάθεις και εσύ. 
Άκουσέ με. Ό,τι βγει σήμερα από το στόμα μπορεί να μην 
ξανατολμήσει. Ευκαιρία είναι τώρα. Ίσως και η μοναδική. 
Μιλούν σαν να με ξέρουν. Εγώ όμως δεν τους ξέρω. 
Αν με ήξεραν δεν θα μιλούσαν έτσι. Αν με ήξεραν δεν θα 
μου το έκαναν αυτό. Αν με ήξεραν, θα ήξεραν ότι εγώ δεν 
θέλω να πειράξω κανέναν. Αν με ήξεραν ίσως να καταλάβαιναν.
Μα δεν με ξέρουν. Δεν με καταλαβαίνουν. Δεν τους νοιάζει να
με καταλάβουν. Μόνο ξέρουν να κατανέμουν μπρούτζινα κλουβιά.

Δεν φτάνει πια ο χρυσός ούτε για τα χρυσαφένια ψεύτικα
κλουβιά. Μπρούτζινα είναι και σε λίγο θα τα φτιάχνουν από 

παλιοσίδερα που βρίσκουν στα νεκροταφεία αυτοκινήτων.
Ούτε για αυτό δεν κάνουν πια τον κόπο. Να κάνουν πιο όμορφες
τις φυλακές όπως παλιά που δεν καταλαβαίναμε ότι ήμασταν μέσα. 

Άκουσέ με τουλάχιστον εσύ. Εσύ πρέπει να με καταλάβεις. Εσύ
ξέρω ότι μπορείς να με καταλάβεις. Και κάτι παραπάνω. Ξέρω ότι 

με νιώθεις. Ξέρω ότι τα λόγια μου αντηχούν σαν καμπάνες μέσα 
στο μυαλό σου. Να ξέρεις δεν μου αρέσει το ασύρματο ίντερνετ. 
Δεν μου αρέσουν τα πράγματα που δεν μπορώ να δω και πρέπει 
απλά να υποθέτω ότι είναι εκεί. Δεν μου αρέσουν τα πράγματα 
που μου κρύβουν αλλά τα γνωρίζω χωρίς να τα ξέρω. Εκ των 
πραγμάτων δεν μου αρέσουν πολλά. Νοιάζομαι για λίγα μόνο. 
Για τα λίγα που μου αρέσουν. Ακόμα και αυτό όμως πρέπει να το 
αλλάξω μου λένε. Δεν πρέπει να είμαι έτσι. Πρέπει να γίνω κάτι 
άλλο. Να αφήσω το απροσδιόριστο και να γίνω κάτι προσδιορίσμένο.
Ψάχνω τρόπους να ξεφύγω. Δεν μπορώ να τους αφήσω να μου το 
κάνουν αυτό. Ψάχνω τρόπο να φανώ έστω ότι άλλαξα μα να παραμείνω
η ίδια. Ούτε και αυτό το θέλω. Υποκρισία είναι και αυτό. Και εγώ δεν 
την αντέχω. Ψάχνω, σκέφτομαι δεν ξέρω τι άλλη λύση να βρω. Στα λέω 
και σε σένα μήπως βάλω σε σειρά τις σκέψεις μου. Φοβάμαι και να τις 
βάλω σε σειρά. Αντιστέκονται. Κατάλαβαν τον κίνδυνο. Κατάλαβες; 
Εκεί έχουμε φτάσει. Πρέπει να φύγω. Δεν έχω άλλο χρόνο. Μα άκου με. 
Να προσέχεις και τις δικές σου. Εντάξει; Κάνε ότι καλύτερο μπορείς. 
Κλείσε την πόρτα στα μούτρα τους και αν χρειαστεί να φυγαδευτείς 
βγες από το παράθυρο και τρέξε με όλη σου τη δύναμη. Τρέξε και μην 
κοιτάξεις πίσω. Θα σε περιμένω εκεί όπου κανείς τους δεν ξέρει. 
Ραντεβού εκεί. Σε κλείνω. Μπαίνω στα έγκατα της γης και μου είπαν ότι 
εκεί δεν πιάνει το κινητό. Ευτυχώς. Ησυχία.

Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2013

Περνά περνά

Στην αρχή το πόδι σου
ήταν φτιαγμένο για το χώμα.
Στη συνέχεια, το χώμα
καλύφθηκε από άμορφα μπετά
και το γυμνό σου πόδι
από πέτσινες σόλες.
Κάπως έτσι χάθηκε η επαφή
με τη γη στην οποία ανήκες.

Πέρασαν τόσες μέρες.
Ακόμα το σκέφτεσαι.
Κοίταξες σήμερα το ημερολόγιο.
Πέρασαν τόσα χρόνια.
Μα εξακολουθείς να το σκέφτεσαι.
Και εσύ, κυρά μου εσύ,
στέκεις ακόμα εδώ και κοιτάζεις
τον χρόνο που περνάει. 

Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2013

Στοιχήματα

Θα βάλω τις λέξεις, τη μία 
κάτω από την άλλη
και θα σου πω κάτι 
που μπορεί να το ακούσεις
ή να μην το ακούσεις. 
Αυτό λοιπόν θα είναι το ρίσκο μου.
Η προσωπική μου ρώσικη ρουλέτα.

Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2013

Εξαγρίωση

Δεν θέλω να εξημερωθώ 
καρδιά μου,
μου αρέσω απολίτιστη 
με μουσούδα αγριμιού 
και αύρα πετούμενου.
Nα σέρνομαι ως τη φωλιά μου 
κάθε φορά που με λαβώνουν
και να γλύφω τις πληγές μου 
μέχρι να γιατρευτούν.
Kουλουριασμένη με την κουβέρτα 
από τα πεσμένα φύλλα του φθινοπώρου,
κρυμμένη κάτω από μικρές σπηλιές
στα βράχια δίπλα από τη θάλασσα.
Δε θέλω να εξημερωθώ καρδιά μου,
στο έχω πει τόσες φορές
βγάζω νύχια και δόντια 
σε όποιον το τολμήσει.
Το λουράκι που σέρνει την αλυσίδα 
δεν είναι για τον δικό μου λαιμό.
Ίσως καρδιά μου, να ήταν καλύτερα αντί 
να προσπαθείς να εξημερώσεις τα άγρια, 
να εξαγριωθείς εσύ ο εξημερωμένος.
Και τότε ίσως, ένα μικρό ίσως

σε βοηθήσει να καταλάβεις 
τι λένε μεταξύ τους τα αγρίμια
όταν ουρλιάζουν τα ξημερώματα. 


Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2013

Αντίκρυ μου

Τα μάτια που κοιτάζω δεν θέλω 
να έχουν όμορφα χρώματα,
ούτε γαλάζια ούτε πράσινα.

Τα χρώματα παραπλανούν.
Μα θέλω να 'ναι σκούρα καφετιά, 

τόσο που να αγγίζουν το μαύρο.
Να περιπλανιέμαι μέσα τους και

να βλέπω την ομορφιά της νύχτας,
πλέρια καθαρή σκοτεινιά.
Να τα θαυμάζω και να αδειάζω.
Τέτοια μάτια θέλω να με αντικρύζουν,

τέτοια μάτια χαίρομαι να κοιτάζω. 

Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2013

Ταξίδι εκτός χρόνου

Πήγαμε ήδη. 
Ξεφύγαμε. 
Γελάσαμε.
Αποθανατίσαμε 
στον αιώνα τη στιγμή.
Τη ρουτίνα ξετινάξαμε 
και μείναμε 
για πάντα εκεί.

Τετάρτη 16 Οκτωβρίου 2013

Σε φιλώ

Η μαγεία είναι να νιώθεις την ομορφιά.
Όχι εκείνη την ψεύτικη που προκαλεί.
Αλλά την αυθεντική ομορφιά που την νιώθεις
λες και έχουν ανθίσει μέσα σου μύριοι ήλιοι.

Σε ευχαριστώ να πεις στο λατρεμένο χέρι
που τους φύτεψε μέσα σου με τόση προσοχή.
Πολύ πολύ σε ευχαριστώ και σε διπλοφιλώ.

Πετάει πετάει

Στάθηκες στο ύψος σου
αλλά υποχώρησε το έδαφος.
Στάθηκες στα γόνατα
αλλά δεν άντεξαν το φορτίο.
Τότε οι ώμοι επαναστάτησαν
και έτσι έμαθες να πετάς. 

Γύρω απ' τη φωτιά

Αγαπητοί μου, μαζευτείτε λίγο γύρω από τη φωτιά.
Η εργασία σας για αύριο θα είναι απλή.
Θα βάλει ο καθένας μας κάτω όσα ξέρει

θα φέρει ο καθένας τα ολόψυχα του
να φτιάξουμε ένα πραγματικά αξιόλογο βιβλίο
να ενώσουμε έτσι όλα τα ποιήματα της γης
σε ένα. Ίσως τότε να γίνουμε και εμείς.
Άνθρωποι. Ραντεβού αύριο πάλι εδώ.
Γύρω από τη φωτιά. 

Κλαίει

Πιέζεται καθημερινά, γυαλάκι 
στην πρέσα και σπάει. 
Το αφεντικό δίνει εντολές.  
Μα δεν προλαβαίνει.
Ο χρόνος δε φτάνει. 
Σκάει. 

Εκτελεί ότι μπορεί και έπειτα κλαίει. 
Οι ώρες την τρυπούν σαν καρφιά. 
Σπίτι γυρνάει μα στον καθρέφτη
δε βλέπει 
το πρόσωπό της 
και τότε κλαίει. 

Αύριο πάλι θα το χάσει.
Απαιτήσεις σαδιστικά παράλογες,
δεν τις χωράει το μυαλό και κλαίει. 
Αντέχει γιατί χαίρεται μόνο 
και μόνο που έχει δουλειά.

Αλλά δεν χαίρεται. 
Ούτε αντέχει. 
Και κλαίει. 
Δεν ξέρει τι φταίει. 
Κλαίει. 

Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2013

Αν θες να ανήκεις κάπου

Αν θες να ανήκεις κάπου 
να ανήκεις στο νερό που περνάει μέσα 
από τις φλέβες μας για να μοιράζεις ζωή.
Αν θες να ανήκεις κάπου 
να ανήκεις στο αλεύρι που φτιάχνει 
την μπουκιά από το ψωμί που τρώμε.
Αν θες να ανήκεις κάπου 
να ανήκεις σε χαμόγελα παιδικά που 
σχηματίζονται στα μάτια των τεθλιμμένων.
Αν θες να ανήκεις κάπου 

να ανήκεις στο νέκταρ που κουβαλούν
οι μέλισσες και να γλυκαίνεις τις καρδιές μας. 

Αν θες να ανήκεις κάπου 

να ανήκεις στην ανατολή που κάνει 
τις άλλες ανατολές να μοιάζουν περασμένες.
Αν θες να ανήκεις κάπου 

να ανήκεις στην φωτιά που ζεσταίνει 
το σώμα μας μες στο ψύχος του χειμώνα. 
Αν θες να ανήκεις κάπου 
να ανήκεις στην φωνούλα 
μέσα σου που ξέρει πιο πολλά.

Προς θεού στα γόνατα πέφτω 

και μόνο μια χάρη σου ζητάω.

Αν θες να ανήκεις κάπου να μην ανήκεις 

στο μίσος που καταστρέφει τις ψυχές. 
Αν θες να ανήκεις κάπου να μην ανήκεις 
σε αυτούς που νιώθουν άβολα στον πόνο.
Αν θες να ανήκεις κάπου να μην ανήκεις 

εκεί που βλέπουν την ανθρωπιά ως αρρώστια.
Αν θες να ανήκεις κάπου να μην ανήκεις σε 
πρόσωπα ξινισμένα έρμαια ανασφαλειών.

Αν θες να ανήκεις κάπου να μην ανήκεις 
στη ράτσα που πάντα έχουν μια δικαιολογία.
Αν θες να ανήκεις κάπου να μην ανήκεις 

εκεί που φοβούνται να τσαλακωθούν.
Αν θες να ανήκεις κάπου να μην ανήκεις 
σε αυτούς που ξέρουν το σωστό.

Αν θες να ανήκεις κάπου 

να ανήκεις σε σκιές που αγκαλιάζονται
στη μέση ενός σκοτεινού δρόμου και 
γίνονται ένα με τη νύχτα. 

Μόνο μια χάρη σου ζητώ. 
Στα γόνατα πέφτω και σε θερμοπαρακαλώ. 

Αν θες να ανήκεις κάπου 
να μην ανήκεις  στους δαίμονες που 
ξεριζώνουν με λύσσα ζωές επειδή φοβούνται 
την ηχώ που κάνουν οι λέξεις. 

Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2013

Μεσημεριανό κολατσιό

   Εκεί που κάθεσαι ήσυχη και αμέριμνη να κάνεις καμιά δουλειά στο σπίτι έτσι για αλλαγή, πιάνεις τον εαυτό σου να έχει κάνει βουτιά σε έναν χείμαρρο αναμνήσεων και αναρωτιέσαι πως βρέθηκες εκεί. Χωρίς μάσκα, χωρίς αναπνευστήρα και κυρίως χωρίς την αίσθηση του τώρα. Μεταφέρεσαι. Έτσι απλά. Σαν εκείνο το τραγούδι έπος των Eloy αλλά χωρίς τα ναρκωτικά που το συνδυάζουν.

   Είσαι λοιπόν εκεί.  Ώρα κολατσιού. Μεσημεράκι. Αλλά τα σύννεφα δεν επιτρέπουν στο φως να περάσει και είναι όλα γκρίζα σαν ένα μεγάλο και ατελείωτο απόγευμα. Στη μια πλευρά, τα μπλε βουνά να στέκουν ατάραχα εκεί. Στην άλλη πλευρά, η λίμνη με τις χήνες να κάνουν το καθημερινό τους μπάνιο και να χαίρονται πολύ με αυτό. Οι υπόλοιπες λίμνες κρύβονται πίσω από τους λοφίσκους. Η υγρασία τους όμως στο πρόσωπο παραήταν φανερή για αυτό σου έχουν βάλει ένα σκουφάκι το οποίο μισείς αλλά όσο και αν προσπάθησες να βγάλεις δεν τα κατάφερες. Εξ' άλλου στο είπε και ο πατέρας να μην το βγάλεις και εσύ τον πατέρα τον ακούς και τον σέβεσαι. Ενίοτε, τον φοβάσαι και λίγο. Μια κουβέντα του αρκεί να σε βάλει δέκα μέτρα κάτω από το χώμα, γιατί αν φτάσει να στην πει, αυτό σημαίνει ότι κάπου είσαι λάθος. Δεν είναι σαν τους άλλους που όλη την ώρα σου φωνάζουν ακόμα και αν κάνεις κάτι τόσο μεμπτό όπως το να αναπνέεις.

  Κολατσιό δίπλα στα μπλε βουνά λοιπόν. Το γεύμα αποτελείται από το πομπώδες ψωμάκι, τυρί φέτα και ντομάτα. Το τυρί για να πούμε την αλήθεια, δεν σου αρέσει ιδιαίτερα γιατί είναι πολύ αλμυρό για τα γούστα σου. Θα προτιμούσες καμιά σοκολατίτσα, ένα μπισκοτάκι, ένα δρακουλίνι ή έστω μια καρμπονάρα βρε αδερφέ αλλά ο ντελιβεράς θα έπρεπε να πέσει με αλεξίπτωτο για να την φέρει εκεί που είσαι. Άσε που δεν υπάρχουν ακόμα τα κινητά. Άρα το ξεχνάς. Ξετυλίγει ο πατέρας την πετσέτα με το μεσημεριανό κολατσιό και κόβει προσεχτικά το ψωμί με τον σουγιά. Ούτε και το ψωμί σου αρέσει ιδιαίτερα αλλά δεν τολμάς να το παίξεις εδώ κακομαθημένη. Δεν σε παίρνει. Έτοιμη η φέτα ψωμί στο ένα χεράκι. Έπειτα ο πατέρας κόβει προσεκτικά και την ντομάτα σου στη μέση και σου δίνει το ένα κομμάτι. Τόσο άλλωστε χωράει στο χεράκι σου. Παραπάνω θα ήταν υπερβολή. Πέφτεις σαν ποντικάκι πάνω με τα δόντια σου και τη ροκανίζεις με μικρές αλλά αποτελεσματικές δαγκωνιές. Η σκυλίτσα που ήταν μαζί σας, στην είδηση του φαγητού αρχίζει τα κόλπα και τα γρυλίσματα. Της πετάει ο πατέρας ένα κομμάτι ψωμί. Της πετάς και εσύ ένα στα κρυφά γιατί το φαγητό είναι για να μοιράζεται.

    Οι χήνες τελείωσαν το μπάνιο στη λίμνη και βγαίνουν για ηλιοθεραπεία και ας μην έχει ήλιο στην όχθη. Μάλλον έχουν ακούσει ότι μαυρίζεις ακόμα και όταν έχει συννεφιά. Βάζουν το αντηλιακό τους και ξαπλώνουν στις πετσέτες τους. Τελείωσες και εσύ το κολατσιό σου ενθουσιασμένη γιατί δεν είχες φάει ποτέ τόσο ωραία ντομάτα και φροντίζεις να μοιραστείς αυτό σου το σχόλιο με τον πατέρα που ακούγοντας το χαμογελάει. Το χαμόγελο ήταν αρκετό ώστε να αναθαρρέψεις και την κοπανάς με μικρούς καλπασμούς προς τα δέντρα δίπλα στη λίμνη. Αγαπημένη ασχολία να πατάς τα μανιτάρια που φυτρώνουν λόγω της υγρασίας. Δεν κάνεις και τίποτα κακό. Σπάνε τόσο εύκολα και στην τελική δεν είδες και κανένα στρουμφάκι τριγύρω ποτέ. Όσο εσύ έχεις πιάσει το παιχνίδι ο πατέρας έχει πιάσει το μερακλίδικο τραγούδι και η φωνή του είναι φάρος για να μη χαθείς μέσα στο δάσος.

   Παιχνίδι στο παιχνίδι όμως χάνεσαι τελικά και ξυπνάς πάλι στο τώρα μέσα στο σπίτι να πλένεις τα πιάτα. Αυτή η σύντομη ονειροπόληση ήταν ο μόνος τρόπος να επισκεφτείς εκείνο το μέρος αφού τώρα οι ανάγκες του εργοστασίου, ξήλωσαν την λίμνη και το δάσος δίπλα της. Τα μπλε βουνά ευτυχώς παραμένουν ακόμα εκεί. Δεν υπάρχουν όμως πια μανιτάρια να πατήσεις. Υπάρχει μόνο ένα ίσιωμα γεμάτο χώμα και σκόνη. Αλλά εσύ τα έχεις όλα μέσα σου πολύ ζωντανά. Θυμάσαι κάθε λεπτομέρεια, κάθε δέντρο, κάθε πουλί, κάθε ήχο αλλά πάνω από όλα θυμάσαι την απίστευτη νοστιμιά που είχε εκείνο το κολατσιό.


Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2013

Ανησυχίες

Στους ανθρώπους δε με ανησυχούν
τα πράγματα που ξέρουν. 
Με ανησυχούν τα πράγματα που αγνοούν.
Κι αν ανησυχείς πώς να κοιμηθείς. 
Κι άμα κοιμηθείς δεν θα ανησυχείς;
Τι σου φταίει και το ρολόι στον τοίχο.
Τη δουλειά του κάνει και αυτό. 
Κρατάει το ρυθμό.


Τι σου φταίει και το φως στο βάθος.
Είναι εκεί για να φωτίζει τις αναμνήσεις.
Ένδειξη ζωής πότε χορτασμένης 
και πότε κακοπερασμένης.
Και τα μάτια. Αχ αυτά τα μάτια.
Χρώμα δεν αποφασίζουν πoιο θέλουν
να κρατήσουν και σαν δικό σου στόμα
θέλουν να μιλήσουν.

Τι τραβάει και αυτό το αστέρι
που φωλιάζει στην καρδιά σου. 
Πόσο πια να κρυφτεί. 
Πόσο να φωτίσει την ανοιχτή σκλαβιά σου.
Πες του ύπνου τώρα να ξενιτευτεί 
σαν της αυταπάτης την αναπνοή.
Σαν ιππότης τη φωτιά να προσκυνήσει 
και σαν ανθός στην κερασιά 
μονομιάς να ανθίσει.

Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2013

Η ερωμένη του Νοτιά

   Όπου γης ξεχασμένη η αμέριμνη Ερημιά. Πότε σε άδειους δρόμους, πότε σε μονοπάτια βουνών καλά κρυμμένα. Τη γνωρίζουν τα έλη που κάτω από τα στάσιμα νερά τους, καταχωνιασμένα φυλάνε μυστικά. Τη γνωρίζουν τα χελιδόνια που διάλεξαν να φύγουν αργά. Τη γνώρισε  σε ένα ταξίδι του και ο αγέρωχος Νοτιάς. Περπάτησε η Ερημιά στο γιαλό και απέμειναν στην αμμουδιά τα βήματά της. Μα εκείνος άκουσε τον ήχο των γυμνών ποδιών που σάλευαν την άμμο και βρέθηκε ευθύς κοντά της. Ενώ τα αεράκια έπαιζαν κυνηγητό, πότε άτακτα και πότε με σειρά, κύλησε ο έρωτας σαν ψίθυρος μολυβιού πάνω στο χαρτί και πότισε σαν ιδρώτας τα διψασμένα τους κορμιά. Μα ο Νοτιάς ο γεννημένος κάτω από τα όστρακα, ο πολυάσχολος πιστός της εποχής, όλο φεύγει και ταξιδεύει. Η Ερημιά το ξέρει αυτό καλά. Όσο εκείνος κοιμάται στο κρεβάτι της, εκείνη του πλέκει το τραγούδι του προσεκτικά. 

Κανείς δε ξέρει που εκρύβεται
κανείς δε ξέρει που πηγαίνει
μονάχα στην ανηφοριά 
εβρίσκει χώρο και ανασαίνει. 

Έχει σπαρτά να ζωντανέψει
ανθρώπους να πλανέψει 
βροχή και πειράγματα να φέρει
τα ατίθασα πουλιά να μεταφέρει. 

   Μα η καμπάνα του φωτός θα σημάνει ξημέρωμα. Ώρα του θα είναι να φύγει πάλι. Θα μείνουν κρύα τα σεντόνια. Θα αδειάσει η αγκαλιά. Θα του φορέσει το μανδύα του. Θα του δώσει το καπέλο του. Τα δάχτυλά της θα ζωγραφίσουν τα χείλη του. Θα του αφήσει ένα φιλί για φυλαχτό σχεδόν ευλαβικά. Θα τον αποχαιρετήσει πάλι πνίγοντας τις λέξεις. Και θα κοπάσει τη σιωπή μέσα της που κάθε φορά ουρλιάζει: "Μη φεύγεις αγάπη μου ξανά..."


Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2013

Κάτι κακό θα συμβεί

Αρουλιόνται απόψε τα τσακάλια.
Ανάθεμα ρίχνουν οι κεραυνοί.
Αποκρίνονται στο σκότος σκύλοι μονάχοι.
Αιωρούνται τα χώματα απ΄ τη σκεπή.

Αλληθωρίζουν οι νύχτες, πέφτουν τ' αστέρια.
Σπάνε οι τοίχοι σε κάθε κραυγή.
Καράβια γεμάτα μα η λίμνη μικρούλα.
Ανθρώπινα νύχια οργώνουν τη γη.

Ενέχυρο βάζει ο γιος την ομίχλη.
Με χαλινάρι και πένα δαμάζει το χρόνο.
Θαμπώνει ο κρότος μιας δίψας φευγάτης.
Φεύγει ο ίσκιος σωστός σχοινοβάτης.


Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2013

Αγαπώντας

   Είχαμε ζήσει σε μια χώρα διαφορετική μα αρκετά όμοια από τις άλλες. Την αγαπήσαμε με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Κάποιες φορές τη μισήσαμε κιόλας μα μόνο και μόνο γιατί πληγωθήκαμε από αυτήν. Για κανέναν άλλο λόγο. Δεν θέλαμε να τα μηδενίσουμε όλα. Είδαμε ανθρώπους που αγαπούν το χώμα της. Πέσανε και το φιλούσανε γιατί λέει ήταν γεμάτο με αίμα. Και εμείς αγαπήσαμε αυτούς τους ανθρώπους. Σε αυτό το χώμα κύλησε αίμα πολλών χρωμάτων και η γη που το ρουφούσε αναστέναξε. Αναστενάξαμε και εμείς που το κοιτούσαμε. Έπειτα ήρθε το φθινόπωρο και έπεσαν τα φύλλα. Τίποτα δεν έμοιαζε πια το ίδιο. Όλα είχαν καλυφθεί. Παίζαμε κρυφτό πίσω από τα δέντρα. Τρέχαμε σαν αφηνιασμένα άλογα στην ακόμα νωπή γη. Όταν δε ήρθε ο χειμώνας κρυφτήκαμε μες στο σπίτι για να γλιτώσουμε τη βροχή. Μα τα παπούτσια μας γέμισαν λάσπη. Όσο και αν την πλέναμε δεν έβγαινε. Τότε καταλάβαμε ότι το αίμα ήταν ακόμα εκεί. Πετάξαμε τα παπούτσια έξω από το σπίτι. Δεν θέλαμε να ξέρουμε. 

   Να 'τη τώρα η άνοιξη με μυρουδιές και χρώματα γέμισε όλος ο τόπος. Βάλαμε τα ανοιξιάτικα παπούτσια και αρχίσαμε να κυνηγάμε τις μέλισσες. Σύντομα όμως τα λουλούδια μας δίψασαν. Το χορτάρι μας ξεράθηκε. Η ανάσα μας στέγνωξε. Το χώμα γύρισε ξανά εκεί. Τότε ήρθαν κάποιοι άνθρωποι και μας είπαν ότι δεν είναι αυτό που νομίζουμε και εμείς τους πιστέψαμε. Μα μια μέρα ο Δημήτρης σκόνταψε και έπεσε φαρδιά πλατιά κάτω και αυτό που δεν ήταν αυτό που νομίζαμε ξεκίνησε να κυλάει πάλι πιο ζωντανό από ποτέ. Τότε σταματήσαμε πια τα παιχνίδια. Πήραμε πινέλα και αρχίσαμε να ράβουμε τους τοίχους. Πήραμε μαντίλια και αρχίσαμε να τα ανεμίζουμε στον άνεμο. Σκύψαμε και φιλήσαμε και εμείς το χώμα. Δεν ήταν τα όρια του που λατρέψαμε. Ήταν η ίδια του η υφή. Δε δεχτήκαμε να μας πούνε να μην το αγαπάμε. Δεν δεχτήκαμε ούτε αυτούς που λεγαν τάχα πως το αγαπούσαν και το πατούσαν. Έβαλε ο καθένας μας μια φούχτα στο πουγκί του. Οι μανάδες μας φωνάζανε να γυρίσουμε πίσω. Εμείς ατάραχοι. Κουφοί. Κοιταχτήκαμε στα μάτια. Εξαφανίστηκαν οι δικαιολογίες. Τώρα πια ξέραμε τι πρέπει να κάνουμε. Το καλοκαίρι χάραζε στη γωνία. Τα χελιδόνια φεύγοντας πήραν μαζί τους το φόβο. Δε φωλιάζει πια εδώ. 

Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2013

Αντίστροφη μέτρηση ενός πενηντάευρου


 "money's just something you throw off the back of a train..."

  Φαίνεται ότι τα τελευταία δύο χρόνια κοντεύει να γίνει έθιμο μία φορά το χρόνο εκεί μετά που αρχίζει ο ήλιος να ζεσταίνει θεούς και δαίμονες να ζούμε μια επική ιστορία που θα αποφέρει χρόνια μνείας. Αυτή η ιστορία θα απαντήσει σε βαρυσήμαντα ερωτήματα όπως τα ακόλουθα. Τι μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος αγαπητοί μου με ένα πενηντάευρω;  Που μπορεί να σας οδηγήσει η ερώτηση σε έναν ταρίφα πόσα θες για να με πας στο διπλανό χωριόΗ απάντηση και στα δύο ερωτήματα είναι μακριά. Το πρώτο μακριά ορίζεται συγκεκριμένα ως μερικά βουνά πιο κει. Το δεύτερο μακριά προσεγγίζεται γύρω στα εννιά χιλιόμετρα. Ξεκινάμε με 50 ευρώ στην τσέπη από το σημείο εκκίνησης. Ένα τηλεφώνημα δάδα που ανάβει φωτιά στις αισθήσεις. Έπειτα η απόφαση με πολύ γινάτι βρε παιδί μου. Ναι. Θα έρθω ακόμα και αν φάω 6 ώρες ταξιδεύοντας για μια διαδρομή που θα μπορούσε να γίνει σε 2,5. Το ρίσκο συμπεριλήφθηκε. Όλα έτοιμα. Το πρώτο μακριά επετεύχθη. Μια κάρτα στο κινητό απαραίτητη, τα εισιτήρια και κατιτίς για φαγητό στο ταξίδι, από τα 50 ευρώ βρεθήκαμε στα 20.


   Φτάνουμε λοιπόν κούτσα κούτσα στον ενδιάμεσο προορισμό.  Βέβαια ο στόχος είναι το σημείο τερματισμού, γύρω στα εννιά χιλιόμετρα πιο πέρα ή αλλιώς το διπλανό χωριό. Τα κτελ δεν μπορούν να μας εξυπηρετήσουν αυτή τη φορά. Ένας τρόπος απέμεινε. Ο τρόπος που όλοι απευχόμαστε. Ταξί. Για να γίνει ακόμα πιο γραφική η εικόνα, ο κύριος ταξιτζής ήταν ένα είδος ανθρωπόμορφου ανθρώπου με μεγάλη έως υπερβολικά μεγάλη δόση γλίτσας. Με βλέπει ταλαιπωρημένη και απελπισμένη να ρωτάω πόσα θέλει για να με πάει στο διπλανό χωριό. Είχα την αγωνία μην ξεπεράσω τον υπέρογκο προϋπολογισμό μου. Είχε την αγωνία πως θα με αρμέξει. Για εννιά χιλιόμετρα θέλω δέκα ευρώ μου λέει γεμάτος αυτοπεποίθηση. Τι να σας λέω. Ζαλίστηκα. Τα 'βαζα κάτω και δεν βγαίνανε. Τέτοια ήταν η ζαλάδα μου που απομακρύνθηκα με αργά σερνόμενα βήματα και άρχισα να περιπλανιέμαι σαν καρτούν που είχε μόλις φάει στο κεφάλι μια με αυτό το περίεργο σφυρί. Όλα καλά. Οι βράχοι στέκονταν εκεί αγέρωχοι όπου και αν πήγαινα. Στενάκια, παραστενάκια. Στο σπίτι που κάποτε έζησε ένας ποιητής. Στη γέφυρα που φάνταζε να με καλεί να περπατήσω πάνω της. Ε και ξεκίνησα να περπατάω. Δε σκέφτηκα καν. Το μόνο που ένιωθα ήταν μια είδους αλλεργία στο να πληρώσω δέκα ευρώ για εννιά χιλιόμετρα ενώ είχα ήδη πληρώσει δέκα για να πάω ως εκεί από την άλλη μεριά των βουνών. Όσο να 'ναι αν έχεις μόνο είκοσι ευρώ ακόμα στην τσέπη και είσαι σε ξένο μέρος με πολλούς αστάθμητους παράγοντες, αλλάζουν οι προτεραιότητες σου. Τι και αν είναι φρεσκοζεσταμένος ο ήλιος. Θα περπατήσεις και όπου φτάσεις. Την μπαντάνα στο κεφάλι μην σε χτυπήσει κατακούτελα η γιγάντια φωτεινή σφαίρα και ένα μπουκαλάκι νερό στο χέρι. 

   Κάπως έτσι αγαπητέ ταξιδιώτη ξεκίνησα. Αμέτρητα τα μηχανάκια που με προσπερνούν και με κοιτάζουν σαν τον ET που βγήκε για ποδαράτο σεργιάνι μεσημεριάτικα σε έναν δρόμο όπου όλοι διαθέτουν τροχούς. Πρόβλημά τους. Εγώ στην πορεία μου. Μια μελωδία κολλημένη στο μυαλό μου να σιγοτραγουδώ και όλα τα άλλα βρίσκονται. Πήρα δρόμο και δρομάκι όπως κάνουν οι ήρωες σε όλα τα παραμύθια. Μα να σου όμως ένας απρόβλεπτος παράγοντας που δεν είχα σκεφτεί. Εγώ προχωράω προχωράω αλλά καθώς περνά η ώρα δεν ξέρω και ακριβώς σε ποιο χιλιόμετρο αυτού του δρόμου βρίσκομαι και αυτό είναι εξαιρετικά εκνευριστικό. Μια σχετική εφαρμογή στο κινητό θα ήταν χρήσιμη μια τέτοια στιγμή. Μα γιατί δεν βάζουν και καμιά πινακιδούλα παραπάνω να ξέρουμε που είμαστε και εμείς οι περιπλανώμενοι;  Άραγε να είμαι στο σωστό δρόμο;

   *

   Κάνω μια προσπάθεια να ρωτήσω μια κοπέλα με μηχανάκι που έρχεται από την αντίθετη κατεύθυνση. Κουνάω χέρια πόδια και ουρά. Με κοιτάζει. Με προσπερνάει. Σαν να αποτύχαμε. Δε γαμιέται. Συνεχίζουμε. Είδα βέβαια κάτι παρακλάδια δρόμων αλλά το ένστικτο λέει ότι μάλλον βαίνω κάλως. Οι πατούσες έχουν αρχίσει να παίρνουν επικίνδυνα φωτιά αλλά αυτό που πραγματικά με ανησυχεί είναι αν θα αντέξουν αυτά τα πέδιλα. Οι κατασκευές δεν γίνονται πλέον με μεράκι και τέχνη. Περπατάω σαν το ροζ πάνθηρα και ελπίζω. Να και ένα σπιτάκι. Έξω ένα παρεάκι παππούδες-γιαγιάδες μεσημεριανή συναντησούλα. Συγγνώμη καλά πάω από δώ; Πόσο θέλω ακόμα για να φτάσω; Περιπου τέσσερα χιλιόμετρα απαντά ο παππούς περιχαρής που ένα νιάτο κάνει τα πράγματα με τον "παλιό" τρόπο. Αχ αλήθεια; Άρα έχω κάνει σχεδόν τα μισά! Απαντώ εγώ με χαρά και περιττό ενθουσιασμό και συνεχίζω ακούγοντας πίσω μου τους ανθρώπους να ξεσπάνε σε γέλια και με το δίκιο τους.


   Keep walking. Προσοχή μόνο στις απότομες στροφές μην βρίσκομαι σε μέρος που δεν με βλέπουν εύκολα τα αυτοκίνητα και με πάρουν πακετάκι και εμένα μαζί.  Και συνεχίζουμε. Χμ και άλλη διασταύρωση. Ας ξαναρωτήσουμε. Πάω καλά; Γενικώς και αορίστως ξέρω πως δεν πάω αλλά αυτή τη στιγμή ρωτούσα για το δρόμο. Δυο γυναίκες που μόλις πέταξαν τα σκουπίδια μου απαντούν ναι. Αλλά είναι μακριά. Γύρω στα πέντε χιλιόμετρα. Χμ. Περπάτησα και άλλο και αυξήθηκε η απόσταση; Μάλλον κάποιος από τους δύο θα κάνει λάθος. Αλλά πάμε καλά. Επόμενος ερωτηθέντας ένας παππούς με μηχανάκι. Είμαστε στο σωστό δρόμο πια το τρίπλοδιασταυρώσαμε. Έφτασα στην θάλασσα. Βλέπω θάλασσα. Από δω και πέρα θα είναι πιο απλό πιστεύω. Ντριν το τηλέφωνο. Η φιλενάδα. Με ρωτάει αν έφτασα νομίζοντας ότι έχω πάρει ταξί. Όχι ακόμα λέω. Είμαι ακόμα στο δρόμο... Σε κατάσταση σοκ και έκπληξης άκουει την απάντηση μου και ξέσπαει σε γέλια. Πας με τα πόδια; Με τέτοια ζέστη; Δε βρήκες ταξί; Συστάδα ερωτήσεων για να το χωρέσει το μυαλό αυτό που συμβαίνει και απανωτά ξεκαρδίσματα. Ενώ απαντούσα στις ερωτήσεις και συνέχιζα να προχωράω - ναι αμέ κάνουμε και multitasking παρακαλώ - συναντάω ένα τσούρμο κατσίκια να τρέχουν σαν τρελά στην άσφαλτο. Θα ακολουθήσω αυτά λέω στη φίλη μου. Δεν μπορεί. Θα ξέρουν που πηγαίνουν. Όντως ήξεραν. Ο κύρης τους τα τάιζε κάθε μέρα δίπλα στο δρόμο, σε ένα χαρακτηριστικό μεγάλο δέντρο, φέρνοντας φρέσκα αγγουράκια και λοιπά οπωροκηπευτικά από το χωράφι του. Πήραν θέση και έτοιμα. Κατσίκια να τρώνε με φόντο τη θάλασσα. Σουρίαλ εικόνα για εμάς τους κομπλεταμεντε βουνίσιους όπως παρατήρησε και η φωνή της φίλης μου από το τηλέφωνο. Συμφώνησα και συνέχισα να χαζεύω το υπερρεαλιστικό θέαμα μέχρι που έλαβα κιόλας τους χαιρετισμούς του βοσκού.

   Μα καλά δεν βρέθηκε κανείς να σου προτείνει να σε πάει; Δεν σε λυπούνται μες στον ήλιο; ρώτησε η φίλη καλή είδηση. Έλα μου ντε. Και εγώ την ίδια απορία έχω. Κανείς δεν προσφέρθηκε. Τι να πεις σημειώνω με ολίγη απογοήτευση για τους ανθρώπους. Μα το σύμπαν έχει χίουμορ. Πιο πολύ και από μας. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή βλέπω ένα μηχανάκι να σταματά μπροστά μου. Ταιμινγκ ferpecto. Θες να σε πάω παρακάτω; Ε σίγουρα το σύμπαν με κοροϊδεύει. Εννοείται δεν το σκέφτηκα πολύ. Οι πατούσες είχαν πάρει φωτιά και ο άνθρωπος φαινόταν μη επικίνδυνος. Τα τελευταία χιλιόμετρα κύλησαν με αεράκι στην κατηφόρα και ψιλοκουβεντούλα. Να είναι καλά ο άνθρωπος.

*

   Φτάσαμε. Ωραία. Μετά από τόση ώρα στον ήλιο, δεν παίρνω ούτε ανάσα. Τρέχω, βάζω μαγιώ και απογειώνομαι ως την παραλία. Να μην ξεχάσω να βάλω και αντιηλιακό να περισώσω ότι δεν κάηκε στην διαδρομή. Λέμε τώρα. Έτοιμη; Σετ; Πάμε. Θάλασσα, πετρούλες, ανήσυχα κύματα και ισχυρός άνεμος. Χμ. Δεν πειράζει όταν πέσει ο ήλιος θα ηρεμήσει η θάλασσα σκέφτηκα και περίμενα εκεί τρώγοντας το φαγητό της μέρας. Τα πιο φτηνά πατατάκια αμφιβόλου ποιότητας που βρήκα από το μοναδικό μαγαζάκι. Τσιμπούσι σωστό. Η ώρα περνούσε. Ο ήλιος χάθηκε. Όχι επειδή βασίλεψε αλλά επειδή τον έπνιξαν τα σύννεφα. Βρε βρε. Άρχισε να κάνει και κρύο. Ευτυχώς που η πετσέτα θαλάσσης λειτουργεί και ως κουβέρτα. Αλλά ήρθα για μπάνιο και θα το κάνω ακόμα και αν μοιάζει με Νοέμβρης. Κοπάζει ο αέρας μπαίνω. Παγώνω. Κολυμπάμε τώρα για να ζεσταθούμε, διατάζω τον εαυτό μου. Μετά από πολύ προσπάθεια κάτι έγινε. Βγαίνω. Μετά την ψυχρολουσία νομίζεις ότι κάνει ζέστη έξω. Το μέρος μοιάζει σαν σκηνικό κουλτουριάκης ταινίας. Περιμένω να έρθει κάποιος ιππότης στην παραλία. Κανένα άσπρο άλογο. Ε δεν πειράζει. Τουλάχιστον ήρθε ένα μηχανάκι όταν το χρειάστηκα την στιγμή ακριβώς που μου τέλειωνε το μπουκαλάκι με το νερό. Τώρα έχω νερό. Μην τα θέλω και όλα δικά μου...


   Ώρα για κανονικό φαγητό. Τραπέζι για έναν. Γύρω ζευγάρια, οικογένειες. Εδώ μια μονάδα. Να τους κοιτά. Να αναρωτιέται. Σε όλους πήγε μπουκαλάκι λίτρου ο σερβιτόρος. Σε εμένα έφερε μισό λίτρο. Δεν ξέρω αν πρέπει να νιώσω αδικημένη ή να γελάσω. Γελάω. Δεν πειράζει. Πήρα κρασάκι. Έπρεπε να φωτίζουν λίγο ένα κομμάτι της θάλασσα κάπως. Αυτό το απόλυτο μαύρο είναι κουραστικό. Τα φαγητά ωραιότατα. Για αναπλήρωση όλης της ημερήσιας πείνας ότι πρέπει. Όταν ο σερβιτόρος έρχεται να σου πάρει το πιάτο νομίζοντας πως σαν κλασική κοπελίτσα δεν θα φας άλλο, ενώ εσύ έκανες απλά ένα διαλλειματάκι, παλεύεις σαν λέαινα για τη μερίδα σου. Κάτω τα χέρια από το πιάτο μου και θα γλιτώσεις το χέρι σου μίστερ. Με τέτοιο ύφος αλλά και χαμόγελο. Πάνω από όλα ευγενική. Φιου. Σώθηκε το φαγητό. Είναι θέμα τιμής να καθαρίσουν τα πιάτα. Αλλά όχι εντελώς εντελώς. Σε τέτοιο γκουρμέ εστιατόριο πρέπει να αφήσεις ένα κομματάκι στο πιάτο. Τρόποι καλής συμπεριφοράς. Πέταξα ένα στη γάτα που τριγύριζε και άφησα το τελευταίο κομματάκι στο πιάτο για να μην με πουν και απολίτιστη.


   Ο μάγειρας πολύ διαδραστικός. Ήρθε να μου προτείνει γλυκό με τα χίλια ζόρια. Εγώ παγωτό ήθελα αλλά μόλις είχε φτιάξει το ωραίο του ζεστό γαλακτομπούρεκο και δεν ήθελα να του χαλάσω χατήρι. Ταλέντο ο μάγειρας. Ήρθε και έδεσε το γλυκό με το κρασί. Δεν άκουγα, ούτε πρόσεχα πια τους γύρω. Μόνο τα φωτάκια της τράτας μου κινούσαν το ενδιαφέρον μες στο απόλυτο σκότος της θάλασσας. Τα λεφτά τα είχα υπολογίσει προσεκτικά. 4 ευρώ το ορεκτικό. 8 ευρώ η μερίδα. 1.50 το κρασάκι. Άντε και λίγο το κουβερ και θα 'μαστε οκ. Το πολύ δεκαπέντε ευρώ. Εγώ έχω 20. Θα μου περισσέψουν κιόλας. Λογικά. Ο φόβος μη σου χρεώσουν το γλυκό σε πιάνει σε αυτές τις περιπτώσεις να το ξέρετε. Αλλά φεύγει σταδιακά. Το πολύ πολύ να μην με φτάσουν τα λεφτά αύριο. Θα δούμε. Αν χρειαστεί θα ζητήσω δανεικά. Καλά που δεν έδωσα το δεκάευρω στον ταρίφα. Τα 'φαγα και τα χάρηκα. Σιχτιρ πια.

*

   Το βράδυ στο μπαλκόνι οι σταθμοί στο ραδιόφωνο λίγοι. Πετυχαίνω στο ανεμολόγιο να μιλούν για μια ακροάτρια που αυτοκτόνησε. Ηθικός αυτουργός αυτό που ονομάζουμε κράτος. Πρόνοιας. Τέθηκαν και μερικά ενδιαφέροντα ερωτήματα από τους ακροατές. Άκουγα τη θάλασσα άκουγα και αυτούς. Αλλά δεν μπορώ να ακούσω άλλο. Πέφτω για ύπνο. Κατά τις 2.30 με ξύπνησε το χτύπημα στην πόρτα. Η περιπλάνηση άλλης μια ταλαίπωρης ψυχής είχε φτάσει στο τέρμα. Μπαταρίες άδειες. Ειδικοί που δεν ξέρουν τι τους γίνεται. Άνθρωποι που μειώνουν άλλους ανθρώπους για να νιώσουν καλύτερα. Ειδήμονες διδάσκαλοι. Αριστερά αφεντικά με υπαλλήλους σκλάβους. Κουραστική μέρα σήμερα. Τουλάχιστον ας φωτίσουν αυτόν τον βράχο με τα λεφτά που δεν θα χαθούν με μυστηριώδη τρόπο, να έχουμε και εμείς οι περιπλανώμενοι κάτι να αγναντεύουμε από μακριά. 


Μια οδοιπορική διαδρομή 
Λεωνίδιο - Πούλιθρα

Κυριακή 25 Αυγούστου 2013

Κράτα με

έφυγε το κόκκινο χρώμα από το αίμα
άσπρισε σαν το σύννεφο.
συμφορά από τις λίγες.
κι ο φακός εχάλασε
μα είχε φεγγάρι.
όταν ο κίνδυνος χτυπάει την πόρτα
και του ανοίγουν
εμπιστεύσου μόνο την ακοή.
άκου πέρα από τον χτύπο της καρδιάς.
μακάρι η νύχτα να τέλειωνε στο σεφέρη
χίλια μακάρι δεν άλλαξαν το γραμμένο.
μα να κάνουμε μια ανταλλαγή
εσύ να μου δίνεις κουράγιο
και εγώ θα σε αγαπώ.
εσύ θα κρατάς το χέρι μου
και εγώ θα σταματήσω να τρέμω.
έτσι μόνο θα χει συνέχεια φεγγάρι,
θα φυτέψουμε ένα εδώ στη γη.

Σάββατο 24 Αυγούστου 2013

Σούπα μου 'πες

   Να σου πω κάτι; Όλοι έχουμε περάσει από αυτά τα στάδια. Όλοι μα όλοι. Ειδικά στην εποχή που ζούμε. Δεμένοι μέσα σε στενά και κανόνες. Ζώντας σε ένα συνεχές πέρασμα από τις συμπληγάδες. Πολλές φορές. Ου και πόσες θα περάσουμε ακόμα δεν ξέρω. Για άλλους βέβαια τα τεράστια βράχια που έρχονται κατά πάνω τους είναι οδοντογλυφίδες και για άλλους οδοστρωτήρες. Και ναι ξέρουμε τι θα πει μελαγχολία, απελπισία και να γρατζουνάς με τα νύχια την κατάθλιψη. Με την επίσημη ή με την ανεπίσημη έννοια της όπως τη δίνει ο καθένας. Αν και βιαζόμαστε πολύ να την αναγνωρίσουμε στον εαυτό μας οφείλω να πω. Οι αυτοδιαγνώσεις τις περισσότερες φορές έχουν μεγάλο ποσοστό λάθους. Για αυτό με βρίσκει απόλυτα σύμφωνη  η γνωστή φράση "Πριν διαγνώσεις στον εαυτό σου κατάθλιψη ή χαμηλή αυτοεκτίμηση, πρώτα σιγουρέψου ότι στη πραγματικότητα δεν περιτριγυρίζεσαι από μαλάκες". Ο ποιητής εδώ μίλησε πολύ σωστά. Και το πάω και παραπέρα. 

Σάββατο 10 Αυγούστου 2013

Παιχνίδι με το χρόνο

Πάλι θα ξημερώσει και δεν
θα 'χουμε που να κρυφτούμε. 
Και τότε ποιος και πως και που και πότε. 
Και έλα και πάλι και ίσως και γιατί. 
Ο κύκλος της ζωής αδιάκοπος.
Στάσεις δεν κάνει να ξεκουραστεί.

Μα εμείς εύκολα λιγοψυχούμε. 
Το υλικό μας δεν είναι από αιώνια υφή.
Είναι δημιούργημα μοναχά από καύκαλο.
Ως το μεδούλι και πέρα για πέρα τωρινό.
Μα δεν έχουμε δα και άλλη επιλογή.

Οι παρευρισκόμενοι παρακαλούνται
θερμά να πάρουν τις θέσεις τους. 
Η παράσταση αρχίζει σε άχρονα λεπτά.
Οι θεατές να χειροκροτήσουν.
Οι ηθοποιοί να δακρύσουν.
Και τα φώτα να σβήσουν ξανά. 

Τετάρτη 7 Αυγούστου 2013

Παραπονιάρικο μου

Όλα μου φταίνε, όλα. 


Μου φταίει η ανημποριά 
που σφηνώθηκε εμπρός μου.
Μου φταίει ο καναπές
που έγινε σύμβολο.
Μου φταίει η κερασιά 
που ποτέ δεν φυτεύτηκε.
Μου φταίει η άνοιξη
γιατί πέρασε γρήγορα.

Μου φταις εσύ
που ποτέ δεν με αγάπησες.
Μου φταίει η νύχτα
γιατί στέκει δίπλα μου.
Μου φταίει ο κόσμος 
γιατί λέει πολλά.
Μου φταίει το άγιο νερό
που τα χείλη μου δεν άγιασε.

Δευτέρα 5 Αυγούστου 2013

Σαράπ

Έντεκα και μία ήταν να χαρείς,
οι εκλεκτοί της τύχης της κακής.
Έντεκα αλήτικοι ουρανοί
με μια κλωναριά 
να στέκεται στη συννεφιά.

Λόγια πολλά πάρα πολλά
για να σου κλέψουν μια ματιά
μα άκρη καμιά.

Ανέφικτη τύχη,
πολύχαρη λύπη,
χωράφια ξερά
ανταμώνουν μακριά.

Πως είπαμε ότι σε λένε;
Αυτά να τα θυμάσαι.
Τρεις στο τραπέζι.
Δύο κλάματα και ένα δάκρυ.
Σαράπ. 

Τετάρτη 24 Ιουλίου 2013

ο ήλιος εβασίλευε

ο ήλιος εβασίλευε
και το μυαλό ταξίδευε.
έφυγα.

στις γάργαρες πηγές 
θα κάτσω να ξαποστάσω.
στην αναπνοή 
ενός παιδιού που κοιμάται.
οι πόνοι αγκαλιάστηκαν
με τις νεράιδες.
μπλέχτηκαν τα φτερά τους.

κι ο ήλιος εβασίλευε.
σωρός από τυχαία συμβάντα
και η μοίρα ανύπαρκτη.
τι να προβλέψω,
πώς να μπορέσω.
το ξέρεις και το ξέρω,
 
αυτό που δεν ξέρει κανείς.
μια χαρακιά ακόμη 
στο ζωνάρι της ζωής.
ρίζες που φυτρώνουν μέσα μου.
αποτυπώματα.

κι ο ήλιος εβασίλευε.
κάτω από μια μουριά,
απάγγειο από τη βροχή.
στάλες μοναξιάς.
μπροστά ανηφόρα.


Δευτέρα 15 Ιουλίου 2013

Γελάνε

Κι αν γελάνε μαζί σου και τι με αυτό;
Ξέρεις ότι δεν έχουν δίκιο.
Ποιος τους δίνει το δικαίωμα
να σε βαφτίζουν τρελό.
Μην ακούς τι λένε.
Δεν έχει η τρέλα σημείο αναφοράς.
Δεν είναι το ανθρώπινο μυαλό μαθηματικά.
Ούτε η ψυχή που θεριάζει μέσα σου.
Αυτά υπακούν στους δικούς τους νόμους. 

Κυριακή 14 Ιουλίου 2013

Ο κυρ Γιάννης

   Κοντεύει σχεδόν ένας χρόνος από την τελευταία φορά που επισκέφτηκα ένα νησί πετώντας. Ο κλήρος έπεσε σε ένα από τα πολλά όμορφα και μακρινά νησιά μας και έτσι είχα την τιμή να ταξιδέψω για πρώτη φορά στη ζωή μου με ελικοφόρο. Μια απόλυτα περίεργη αίσθηση ταξιδιού, που όταν έφτασα στον προορισμό μου, με έκανε να πω δίχως να σκεφτώ "Ναι είδα τα γύρω νησιά όταν ερχόμουν με το καράβι" και δέκατα του δευτερολέπτου μετά να συνειδητοποιήσω ότι δεν είχα ταξιδέψει με καράβι... Ωραίο το νησί και μαγευτικό όπως και τα περισσότερα άλλωστε. Η αλήθεια είναι ότι πιστή στις τρελές αντιθέσεις της ζωής που με κυνηγούν, έφυγα με πιο πολλές κακές αναμνήσεις από καλές, μα οι διακοπές, όπως και να 'χει, είχαν τελειώσει και έπρεπε να πάρω τον δρόμο του γυρισμού. Για την ακρίβεια έπρεπε να φύγω νωρίτερα από την προκαθορισμένη ώρα που είχα κλείσει το εισιτήριο και ας πούμε ότι το πλήρωσα με τρόπο ώστε στο υπόλοιπο το ταξίδι (έξτρα ώρες με λεωφορείο) να έχω δυνατότητα να αγοράσω κανένα μπουκαλάκι νερό. Δεν ήταν η πρώτη φορά βέβαια που μου συνέβαινε αυτό. Οικονομία στο φαγητό και πάμε. Μουσική να υπάρχει στα αυτιά και είμαστε καλά. Το ταξίδι ωστόσο με ξεπλήρωσε με άλλον τρόπο και ο τρόπος αυτός άξιζε πραγματικά.

  Να 'μαι  στο αεροδρόμιο και πάλι, να έχω περάσει στην πλευρά των πυλών και να περιμένω το ελικοφόρο που θα με πήγαινε πίσω στη μαμά στεριά. Πήγα στην πύλη που προοριζόταν η άφιξη του μεγάλου σιδερένιου πτηνού, έπιασα μια άβολη θεσούλα και ξεκούρασα το κεφάλι μου στο σίδερο της καρέκλας μήπως και αντέξω την κούραση. Όμως όπως συχνά πυκνά συμβαίνει σε τέτοια ταξίδια άλλαξε η πύλη άφιξης και χρειάστηκε να μετακινηθώ με αργά και βαριεστημένα πηδηματάκια στην νέα πύλη. Δεν ήταν δα και λαβύρινθος. Λίγο πιο πέρα ήταν. Μιας που έκανα την αρχή να σηκωθώ και είχα βαρεθεί ομολογουμένως ακόμα και να κάθομαι, έκοβα βόλτες πάνω κάτω στο αεροδρόμιο μήπως περάσει έτσι πιο γρήγορα η ώρα. Σε μία από αυτές τις βόλτες παρατήρησα ότι στην προηγούμενη αναγγελθείσα πύλη είχαν απομείνει δύο άτομα. Ο ένας εβδομήντα φεύγα χρονών και ο άλλος καμιά δεκαπενταριά χρόνια νεότερος. Είχα ακούσει πριν τον μεγαλύτερο από αυτούς να μιλάει στο τηλέφωνο. Δυνατά και φωναχτά, όπως ακριβώς και οι δικοί μου γονείς φωνάζουν με απόλυτα φυσιολογικό τρόπο στο κινητό γιατί εσύ βρίσκεσαι "μακριά" και πρέπει να ταξιδέψει η φωνή με ένταση για να σε φτάσει. Πιο ζωντανός από όλους μας ήταν εκεί μέσα. Όπως έλεγε λοιπόν στο συνομιλητή και σε όλους εμάς που βρισκόμασταν δίπλα, συνέβη κάτι έκτακτο σε κάποιον συγγενή του και έπρεπε να πάει επειγόντως σε κάποιο νοσοκομείο στην Αθήνα. Δεν είχε πάρει καν ρούχα μαζί του και ζητούσε πληροφορίες για το πως θα φτάσει στο νοσοκομείο.  

    Μην τα πολυλογώ, μου φάνηκε περίεργο που είχαν ξεμείνει στην προηγούμενη πύλη και ανησύχησα ότι δεν θα πήραν χαμπάρι πως η πύλη είχε αλλάξει. Και είχα δίκιο. Πήγα σαν καλή νεραϊδούλα, τους ενημέρωσα και γύρισα πίσω να λάβω θέση στην ουρά επιβίβασης. Με ακολούθησαν, με ευχαρίστησαν, με ρώτησαν κάποιες πληροφορίες για το νοσοκομείο, που σαν επαρχιώτισσα και εγώ δεν είχα ιδέα να τους πω, και έφυγα για να ανέβω στο ελικοφόρο. Το φερε όμως έτσι η τύχη με εμένα να έχω, κλασικά τη θέση στο παράθυρο, δίπλα μου στις δυο εναπομείναντες να κάθονται οι νεοαποκτηθέντες φίλοι μου. Συστηθήκαμε και επισήμως. 

   Ο μεγαλύτερος σε ηλικία και ασπρομάλλης ήταν ο κυρ Γιάννης και ο άλλος ήταν ο ανιψιός του ο κυρ Κώστας. Εγώ ήμουν δίπλα στον κυρ Γιάννη ο οποίος όπως χαρακτηριστικά ανέφερε είχε σαράντα χρόνια να μπει σε αεροπλάνο. Λίγο καιρό μετά τις εκλογές ήταν αναπόφευκτο να πιάσεις κουβέντα που να μην οδηγήσει σε πολιτική συζήτηση. Μιλώντας για την κατάσταση της χώρας προκάλεσα την πολύ τρυφερά και αστεία εκδηλωμένη ερώτηση του κυρ Κώστα "είσαι αριστερή;". Για να είμαι ειλικρινής, σάστισα λίγο γιατί δεν ήξερα τι να απαντήσω. Φαινόταν απλή ερώτηση μα για μένα τα όρια δεν είναι τόσο ευδιάκριτα όπως ήταν τότε για τις δικές τους τις γενιές. Απάντησα με λέξεις που πίστευα ότι έδιναν ορισμό του τι θεωρώ πως είμαι. Δεν ξέρω τι κατάλαβαν. Βασικά και εγώ δεν είμαι σίγουρη ότι κατάλαβα τι είπα. Τέλος πάντων, μέσα από την κουβέντα μας συνειδητοποίησα γιατί είχα συμπαθήσει εξαρχής τόσο τον κυρ Γιάννη. Ξεκίνησε να μου λέει για τη φτώχεια που είχε περάσει και ότι αναγκάστηκε να κάνει διάφορες δουλειές ανά τα χρόνια για να ζήσει. Επί χούντας συγκεκριμένα ήταν λούστρος. Μα έρχονταν κάθε τόσο οι αστυνομικοί και δεν τον άφηναν να βγάλει το ψωμί του. Τον έδιωχναν κάθε τρεις και λίγο και τον κυνηγούσαν. Κυνηγητό στο κυνηγητό έφτασε η ώρα που τον έδιωξαν μια και καλή από το νησί. "Σε στείλανε κυρ Γιάννη διακοπές σε άλλο νησάκι;" του λέω εγώ η έξυπνη με διάθεση να τον πειράξω γιατί μου έδινε την εντύπωση ότι ήταν ένας άνθρωπος που ήδη γνώριζα. Και κατά κάποιον τρόπο έτσι ήταν. Η ερώτηση μου του προκάλεσε ένα διάπλατο χαμόγελο και το μπράτσο του ήρθε με αυθόρμητο τρόπο να με αγκαλιάσει σφίγγοντας με στιγμιαία. Τον είχαν στείλει όντως εξορία σε ένα ακριτικό νησί αλλά ευτυχώς όχι για πολύ καιρό όπως μου είπε. 

   Συνεχίζοντας το ταξίδι στη ζωή αυτού του ανθρώπου, φτάσαμε και στην Κατερίνα. Ήταν η μεγάλη του αγάπη και θέλανε να φύγουν μαζί στο εξωτερικό. Εκείνη πήγε στην Αυστραλία και του είχε πει πως θα του φτιάξει τα χαρτιά και θα του τα στείλει για να την ακολουθήσει και αυτός. Έτσι και έγινε. Η Κατερίνα έφυγε, ετοίμασε όλα τα χαρτιά και του τα έστειλε. Όλα έτοιμα. "Εκτός από ένα," είπε ο κυρ Γιάννης. Εκείνη τη στιγμή ήταν σαν να είδα μπροστά μου τη φλόγα που άναψε μέσα του και τον έκανε να σφίξει τα δάχτυλά του σε μια γροθιά που έπεσε στο πλαστικό τραπεζάκι του μπροστινού καθίσματος. Είδα τόσα χρόνια μετά να τον καίει ακόμα το κρίμα αυτού του διαολεμένου χαρτιού... Ναι, σωστά μαντεύουμε. Το χαρτί που του έλειπε ήταν αυτό των κοινωνικών φρονημάτων. Αυτό που έκανε τον κυρ Γιάννη να ξεμείνει στην Ελλάδα. Να φτιάξει αλλιώς τη ζωή του. Αλλά παρόλαυτα συνέχισε να παλεύει με κάθε τρόπο και με όλη του την ψυχή και να μην αποθαρρύνεται. Δεν είχε δα και άλλη λύση. Παντρεύτηκε εδώ, έκανε παιδιά, τα μεγάλωσε. Μόνο να, κάτι στιγμές σαν αυτή, όταν το σκεφτόταν ο πόνος της ψυχής οδηγούσε το χέρι του στην ίδια γροθιά και έκανε το χρόνο να μοιάζει ασήμαντος... 

   Στο κινητό μου έχω σημειωμένη τη διεύθυνση και το πλήρες όνομα του κυρ Γιάννη. Συμφωνήσαμε ότι αν ποτέ ξαναπάω στο νησί του, θα πάω να τον δω και θα μου πει και άλλες ιστορίες. Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω αν θα μπορέσω. Ίσως να βαρέσω και εγώ τη γροθιά στο τραπέζι και να το επιχειρήσω μια μέρα. Τον κυρ Γιάννη όμως τον έχω κουβαλήσει μες στην καρδιά μου.