Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2014

μόνη 
άρρωστη
εγκλωβισμένη 
στον καθημερινό μου τύμβο
αναμένοντας 
το ρεβεγιόν 
ενός ακόμα θανάτου
ή το πλήρες λιώσιμο 
της σάρκας μου

Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2014

Στάχτη στα φανάρια

Χόρτασε ο τόπος μηνύματα δίχως παραλήπτες.
Πετάχτηκαν όλα τα χριστουγεννιάτικα δέντρα
μονομιάς από το παράθυρο να ξεφύγουν 
να μην ακούνε πια τα παραμιλητά.

Ένα λαμπάκι για κάθε λύπη. Και όλα μαζί 
απόγνωση. Και στο κέντρο της πόλης να βρέχει 
κι η βροχή να λιώνει τη σάρκα στο πέρασμα της. 

Όλοι μαζί. Μακριά από τα σπίτια. Κόψτε το ρεύμα 
και ανάψτε τις λάμπες με λάδι από τις τύψεις. 
Ενοχική κοινωνία γιγαντίων διαστάσεων και δυο  
σταγόνες λεμονιού στην κόψη του ξυραφιού.

Πάνω από μία διαταραχή ανά άτομο. Στάχτη 
στα φανάρια και ένα ακόμα τεχνητό ναυάγιο.

Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2014

Κλεψύδρα

Αυτό που πνέει από μέσα.
Με συνεπαίρνει. 
Αυτοί που ξέρουν.
Σιωπούν. 
Διαλέγουν προσεκτικά -πολύ-
τις ώρες που θα μιλήσουν.
Κανάλια αβοήθητα
έπλευσαν μες στις βάρκες 
με τα ορμητικά ξύλα. 
Κάθε τρόπος σκέψης 
που αξίζει να αποτυπωθεί
χρειάζεται την προσωπική του 
κλεψύδρα. 

Περι πνεύσης

Κυρά μου εσύ

Κυρία με τα όλα της που σέρνεται 
στις λάσπες,
τις φέρνει στα σαλόνια 
και έπειτα κάθεται αναπαυτικά 
κοιτώντας τον ουρανό 
πέρα από το ταβάνι.
Γύρω της δεν βλέπει τίποτα άλλο, 

παρα μόνο 
τη νοητή τρύπα 
που της δείχνει τα αστέρια.
Κι ας είναι ακόμα μέρα. 


Περί ποιητικής

Αναστεναγμός

Δύο τρόποι για να υπάρξεις.
Κανένας για να κρυφτείς.

Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2014

Της χάρης και της αντοχής

Από μακριά 
μοιάζει 
με κοπέλα 
που έχει γονατίσει
στο έδαφος. 


Ίσιος ο κορμός της,

λυγισμένο το κεφάλι,
σαν να παραδόθηκε 
μόλις
στον άγνωστο 
δυνάστη.

Σαν να λυπήθηκε 
το χώμα 
που συνεχώς 
πατιέται. 

Δίκαιη
η ανάκλιση
του σύμπαντος 
μέσα σε δυο 
παλάμες.

Άδικη
η στοίβα
που σου φόρτωσαν.

Κι όλα τα άλλα
κάπου 
στη μέση.

Της χάρης 
και της αντοχής.

Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2014

Λευκό χαρτί

Βαρέθηκαν τα μάτια μου αυτές τις οθόνες.
Τόσο πολύ που με κάνουν να ξεχνάω. 
Μου 'χει λείψει το χαρτί κι η απλότητα του. 
Η ομορφιά και το βάσανο του.

Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2014

Της μαγκιάς το ανάγνωσμα

   Από νοοτροπίες που απεχθάνομαι πολλές. Αυτή που πραγματικά σιχαίνομαι, όμως είναι η νοοτροπία του μάγκα. Σπουδαία και πολυεπίπεδη. Ξέρετε, αυτό το είδος που τον περιμένει στο σπίτι το φαγητό της μαμάς ζεσταμένο και σε ειδικό ταπεράκι, ενώ κάποιοι άλλοι, που δεν είναι μάγκες, αναγκάζονται να γυρίσουν σπίτι μετά τη δουλειά κουρασμένοι και να βρουν τη δύναμη να μαγειρέψουν και από πάνω. Αυτό το είδος του μάγκα εμφανίζεται τόσο στα πεδινά μέρη όσο και στα ορεινά και συνηθίζει να συγκεντρώνεται σε αγέλες, γιατί ως γνωστόν ένας μάγκας δεν φέρνει την άνοιξη. Είναι εμφανές ότι ο μάγκας δεν μπορεί να υπάρξει μόνος του. Χρειάζεται να υιοθετήσει όπως και δήποτε μια ιδέα μιας μεγαλύτερης ομάδας για να μπορεί να αυτοπροσδιοριστεί στα αλήθεια. Ποια ακριβώς θα είναι η ιδέα δεν τον ενδιαφέρει και πολύ. Η ασφάλεια της αγέλης μετράει. Επομένως, θα μπορούσε να είναι κάλλιστα, στην ομάδα των  "προοδευτικών" και των "οπισδοδρομικών" με μικρή χρονική διαφορά. Και κάποιες φορές κάνει ακριβώς αυτό. Μεταπηδά σαν τους ψύλλους μεταξύ τυχαίων άσχετων ομάδων και ενστερνίζεται πλήρως τις απόψεις τους, χειρότερα και από τους τυφλοπόντικες. Αν η ομάδα κρατάει κοντάρια, θα τα κρατήσει. Αν η ομάδα βάλει τα κοντάρια εκεί που ξέρει θα τα βάλει και αυτός ακριβώς εκεί.

   Σχετικά με την τροφή, ο μάγκας, αναζητά το κατάλληλο θύμα που θα τον κάνει να νιώσει -ω η μαγική λέξη- ανώτερος των άλλων. Δεν έχω στα αλήθεια κανένα πρόβλημα με το ταπεράκι της μαμάς. Καλά κάνει και υπάρχει. Τη νοοτροπία της ελληνίδας μάνας, που ταρακουνά το σύμπαν ως η υπέρτατη αγάπη και η υπέρτατη σκλαβιά ταυτόχρονα, θα την αναλύσω κάποια άλλη στιγμή. Ο λόγος που αναφέρω το ταπεράκι είναι που ο μάγκας τείνει να συγκρίνει τους ανθρώπους με βάση τα ταπεράκια. Βλέπετε αυτοί που διαθέτουν το ίδιο σετ γίνονται φίλοι του. Αυτοί που δεν διαθέτουν αρκετά ταπεράκια για να γίνουν φίλοι του καταλήγουν να γίνονται ο στόχος και τα θύματα του. Ο μάγκας λοιπόν θα αναζητήσει προσεκτικά τους ανθρώπους χωρίς ταπεράκια. Σε αυτό το σημείο, μπορείτε να αντικαταστήσετε τη λέξη ταπεράκια με οποιοδήποτε χαρακτηριστικό που διαθέτουν οι αλλόθρησκοι και δεν το αναγνωρίζει στον εαυτό του. Οποιοδήποτε "λάθος" χαρακτηριστικό. Ακολουθούμε την παλιά και σαφή διδαχή. Πας μη εγώ να πάει να γαμηθεί.

   Ο μάγκας τείνει αυτά που δεν καταλαβαίνει να τα κάνει κρεμαστάρια. Ο μάγκας πάει και στο παζάρι ενίοτε. Όχι γιατί χρειάζεται κάτι από εκεί. Αλλά πολύ απλά γιατί και οι άλλοι μάγκες το κάνουν. Στις συναθροίσεις του είδους του και μη, ο μάγκας θα ξεχωρίσει γιατί θα είναι αυτός που πραγματικά τα έχει βρει με τον εαυτό και είναι ο πρώτος που θα σχολιάσει αυτούς που λείπουν. Φήμες λένε πώς αν προσπαθήσεις ποτέ να κοιτάξεις ένα μάγκα στα μάτια κινδυνεύεις να σε μαζέψουν μέλισσες από τα δεκατέσσερα σημεία του ορίζοντα. Αυτό συμβαίνει γιατί το βαρυτικό πεδίο της κενότητας είναι τόσο δυνατό που η ταχύτητα διαφυγής αυτού που κοιτάει, είναι αντιστρόφως ανάλογη με τον δείκτη ομοιότητας του ως προς το μάγκα. Άλλο αποτέλεσμα της κενότητας είναι και ότι οι μάγκες συνήθως φτάνουν ψηλά γιατί είναι ελαφρύτεροι από τον αέρα και ας το παραδεχτούμε τέλοσπάντων, χρειάζεται κάπως να επιβλέπουν το βασίλειο τους. Γιατί προφανώς και οι μάγκες γεννήθηκαν για να φυτοζωούν από τους υπόλοιπους με κάθε πιθανό τρόπο. 

Προσοχή η μαγκιά είναι μεταδοτική.

Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2014

Ανθοφόρα εκδίκηση

Δεν ξέρω η φωνή σου 
πόσο δυνατά μπορεί να ακουστεί.
Ο αχνός του μεσημεριού 
έδωσε τη θέση του 
στην καρέκλα της κυρίας Μαίρης.
Και τα λουλούδια 
ξεπήδησαν από το βάζο
και γύρισαν στους αγρούς,
να τρέξουν ξυπόλητα
και να καταλήξουν
το καθένα
στη θέση που του έκλεψαν.
Έστειλαν τους ανθρώπους πίσω,
στα ντουβάρια
που με τόσο κόπο φτιάχνουν
και διόλου όμορφα δεν είναι
και έπειτα
αναζητούν την ομορφιά
σαν κάτι δυσκολοεύρετο.

Είναι όλα ανάγκες χαρά μου.
Και οι υποχρεώσεις ακόμα.
Ανάγκες για την παθολογία.
Χωρίς αυτή. Φοβάσαι.
Μπορεί και να πετάξεις.
Και ξέρεις θα το έκανες.
Αλλά δεν μπορείς να βρεις φτερά 
στο νούμερο σου.
Και το χώμα,
πάντα σε τραβάει προς τα κάτω.
Να φυτέψεις, να φυτευτείς.
Να γιατρέψεις.

Εγώ, την λευκή χροιά των ματιών σου
τη συνάντησα μια μέρα
στην πηγή με το γυάλινο νερό
και τη βρύση με τα παγωμένα πόδια.
Έσκυψα να σε προσκυνήσω
και αναγκάστηκα να δω,
είδα, πράγματα
που κανείς ποτέ δεν με είχε διδάξει.
Και τη στιγμή ακριβώς που τα έμαθα,
τα ξέχασα και επανήλθα.
Στην αγνωσία μου. 

Η παντοτινή θάλασσα της αρεστής κοινωνίας
και εσύ πάντα κάπου αλλού.
Ανθρώπινη επικοινωνία το λένε.
Μουγκρίζοντας, βρίσκεις πιο εύκολα
το δρόμο σου στο δάσος
και δαγκώνοντας τα πόδια 
που σε σέρνουν δίχως να το θέλεις.
Και ζηλεύεις. Ζηλεύεις πολύ
εκείνα τα λουλούδια
που το έσκασαν από το βάζο και
πήραν την ανθοφόρα εκδίκηση τους.

Αναζητάς την άνοιξη σου,
μήπως έτσι κατα τύχη,
έτσι για αλλαγή,
δεις τα πέταλα σου για πρώτη φορά
να ανθίζουν.
Τι χρώμα να έχουν.
Πόσες γραμμές δημιουργεί το νερό
όταν πέφτει πάνω τους. 
Με πόσες μέλισσες μιλούν και
με πόση δύναμη ρουφούν την βροχή 
για να την στείλουν πάλι πίσω στον ουρανό.
Και τα στόματα τους,
πόσα φιλιά δίνουν στον άνεμο
όταν τα χαιδεύει.

Κάθε πράγμα λοιπον στη θέση του.
Χρονικά κι ας μην υπάρχει ο χρόνος.
Χωρικά και ας είναι ο χώρος περιορισμός.
Τον εαυτό σου δεν τον καθορίζει αυτός.

Ο μίσχος σου αναζητά.
Μια μέρα θα βρει τις ρίζες του να αγγίξει.
Κι εκείνη την μέρα 
οι άνθρωποι 
με τα ξύλοποδαρα και τα σπασμένα κάρα 
θα στήσουν ένα χορό ξέφρενο 
γύρω από ένα τείχος με πεταλούδες
και φιλιά λαχταριστά.

Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2014

Εν αγνοία

Κρύψε πιο βαθιά τα μυστικά.
Μην τυχόν και βγουν στην επιφάνεια.
Γιατί τότε.
Τι θα πει ο κόσμος. 
Μείνε ήσυχος. 
Ήσυχη. 
Κανείς δεν θα τα μάθει. 

Αγνοείς όμως.

Πως το χώμα ξέρει καλύτερα.
Του παρέδωσες μόλις τα μυστικά σου.
Τώρα αυτό έχει την τελευταία λέξη. 

Αγνοείς όμως.
Πως το χώμα,
έχει πιο μεγάλη άνωση κι από το νερό.
Και ότι μπήγεις μέσα του,
ήσυχος, ήσυχη,
κάποια μέρα
στο ξεβράζει πάλι πίσω. 


Κρύψε λοιπόν πιο βαθιά τα μυστικά. 
Τι θα πει ο κόσμος. 
Συνέχισε έτσι. 
Και περίμενε. 
Την τελευταία λέξη.


Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2014

Το πρωινό που ανέτειλε το φεγγάρι

Το πρωινό που ανέτειλε το φεγγάρι,
έμεινε στάχτη πάνω στις λέξεις 
και ο κορμός της άνοιξης 
έσβησε μέσα σε ένα ποτήρι με νερό.
Τα άδεια σκοινιά έγιναν φίδια 

που έζωσαν το σώμα του πιο ψηλού 
και του πιο μοναχικού δέντρου. 
Το απομεσήμερο φάνταζε βαρύ 
σαν την ασήκωτη κραυγή της εκπνοής 
και οι μέρες κλείστηκαν κάτω
από το σκέπαστρο ενός μικρού κελιού. 
Ήταν το απόβραδο παιδί της τύχης, 
το πιο μικρό και το μεγάλωσε 
βυζαινοντας το με δάκρυα.
Κι εκείνο τα ρούφηξε όλα,
μέχρι που ο χείμαρρος ξεχείλισε 
και το φεγγάρι βυθίστηκε.

Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2014

Αγάπησε με

Μες στο σαγόνι της σιωπής
κρύφτηκαν οι σπίνοι,
τα άσπρα φύλλα της αγάπης
τρεμοπαίζουν με τον άνεμο.
Αγάπησε με φώναξε ο ήλιος.
Τώρα που είμαι ακόμα ζεστός.
Αν το σώμα κρυώσει,
δεν θα απομείνει τίποτα πια
για να αγαπήσεις.
Δεν θα είμαι εγώ.
Αγάπησε με τώρα
που το σώμα μου είναι ζεστό.

Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2014

Φωτιά και λάβα

Μίλα μου για δύσκολες στιγμές.
Μίλα μου για τον τρόπο που το ένα χέρι απομακρύνεται από το άλλο.
Μίλα μου για τη δύναμη που τα φέρνει πάλι κοντά.
Μίλα μου για ξενοδοχεία γεμάτα από ψυχές περιπλανώμενες.
Μίλα μου για την πέτρα που έπεσε στο κέντρο του σαλονιού.

Θέλει ακόμα καιρό να ζωντανέψει η νύχτα.
Τα φύλλα θα πυκνώσουν μέσα σου προτού πέσουν.
Ενίοτε ακουμπάω το κούτελο μου στη δροσιά μιας σκεπής.
Εντυπωσιακή η αντοχή των σκέψεων πίσω από κλειστές κουρτίνες.

Μίλα μου για εκείνες τις μέρες που δεν ξημέρωσαν ποτέ.
Διαγράφηκαν άραγε από το ημερολόγιο.
Μίλα μου για τα σκοινιά με τα οποία κρέμεσαι από το κατάρτι.

Βλέπεις τη γη να κάμπτεται από εκεί.
Μίλα μου για αυτό που υπάρχει πέρα από τη φυγή.
Ποιες κουτσές νεράιδες δημιουργούν την ανάσα σου.

Αν εγώ τώρα φωνάξω με όλη τη δύναμη της ψυχής μου,

θα πέσουν τα φύλλα από τα δέντρα;
Αν χαμογελάσω; Θα τηρήσει ο ήλιος 

την υπόσχεσή του να βγαίνει κάθε μέρα;
Αν αρπάξω τη σιωπή και την τραβήξω δυνατά 

θα γίνει τότε εκείνη κύμινο;

Ο στρατευμένος πρίγκιπας ενίοτε γελά.
Και οι πύργοι που χτίζονται, σε κάθε νέο λίθο μικραίνουν
γιατί η βάση τους χάνεται κάτω από τη γη.
Ποιος σου είπε ότι τα σπίτια χτίζονται μόνο προς τα επάνω.
Ποια κατατρεγμένη χέρα έκλεισε το άνοιγμα στην μοναδική πηγή.

Τα χρόνια χάνονται μέσα σε σεντόνια χρωματιστά 

και οι άνθρωποι μέσα στις σκέψεις τους.
Σιγοκαίνε κεριά πάνω και μέσα στα κεφάλια.
Ανάσα βαριά κάτω από τα βλέφαρα.
Ακίδα μικρή και σκουριασμένη στο άνοιγμα των χεριών.
Φωτιά και λάβα στο κλείσιμο τους.

Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2014

Τα νύχια των γιγάντων

Τα νύχια των γιγάντων μπήχτηκαν στη θάλασσα
και ανήξερα και ανέμελα κελαηδούσαν οι μέγαιρες
πίσω από τους άσπρους ώμους τους. 


Αγάλι και παραζάλη για τη χώρα του ποτέ.
Ανέφελη και ανήμερη η διαδοχή των ανηλεών σπόρων
που κρότο κάνουν πέφτωντας στο ωκεάνιο λιβάδι. 


Ξυλοφορτωμένο το ουράνιο σχίσμα και μεγάλη η λαχτάρα 

να βρεθεί το αόρατο κλειδί μιας ανύπαρκτης πόρτας 
που ασπάζεται τις γλυκιές στριγγλιές
των κορυδαλλών και ζωγραφίζει επίπεδα στην άμμο.

Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2014

Ασφάλεια και χαρά

   Τι παράξενο πρωινό αυτό που με κάνει να γράψω κάτι παραπάνω από τα συνοπτικά και καλά που τόσο μου αρέσουν. Ακολουθώντας την φυσική διαδοχή των ημερών ήθελα να σου πω κάτι. Νομίζω είναι καιρός να το μάθεις. Έχεις έναν εθισμό. Αλλά όπως συμβαίνει με τους εθισμούς δεν μπορείς να το καταλάβεις. Φαίνεται σαν κάτι απόλυτα φυσιολογικό και το καταλαβαίνεις μόνο από την ελκτική δύναμη που σε τραβάει πίσω κάθε φορά που έστω και κατά τύχη απομακρύνεσαι. Αλλά είναι δύσκολο να το αναγνωρίσεις. Είδη εθισμών πολλά. Με διαφορετικές επιπτώσεις το καθένα. Κατάρρευση σωματική, ψυχική αποξένωση, μεγένθυση της πραγματικότητας. Ναι λίγο από όλα. Αν σταθείς τυχερός και το αναγνωρίσεις τότε να το πάλι εκεί αυτό που σε τρώει, σε τρώει γιατί πρέπει να γυρίσεις πίσω. Να ικανοποιήσεις εκείνη την ανάγκη που νομίζεις πως σε κάνει να νιώθεις ασφαλής. Κάποιες φορές βγαίνει και σαν υποχρέωση. "Πρέπει" να το κάνεις. Τι είναι ένας ψυχαναγκασμός ακόμα μέσα στους τόσους που πολύ όμορφα δημιουργείς και βάζεις τον εαυτό σου μέσα. Το γεγονός παραμένει το ίδιο. Έχεις έναν εθισμό. Νιώθεις όλες τις επιδράσεις του πάνω σου. Νιώθεις τα αποτελέσματα και αγνοείς την αιτία. Δεν έχεις πρόβλημα είναι εμφανές πως όχι. Μπορείς να το διαχειριστείς. Άνετα. Όποτε θέλεις το σταματάς. Εξάλλου το κάνουν και άλλοι. Αυτά και άλλα τέτοια ψέμματα που λες στον εαυτό σου. Σκέψεις που κρύβουν βαθιά τις άλλες της λογικής που προσπαθεί να επέμβει και να σου χτυπήσει ένα καμπανάκι μπας και ξυπνήσεις από αυτόν τον περίεργο λήθαργο που ας το παραδεχτούμε είναι τόσο γλυκός. Είναι τόσο ωραίο να ενδίδεις. Σιγά δεν κάνεις και κάτι κακό. Έχεις έναν εθισμό. Σου φταίνε ένα σωρό άλλα πράγματα και δεν καταλαβαίνεις τι και πως και γιατί. Είσαι στενοχωρημένος, πιεσμένος χωρίς λόγο. Έχεις έναν εθισμό που σου αυξάνει τις ανασφάλειες, σε απομακρύνει από την πραγματικότητα και σου στερεί τη χαρά. Τόσο περίεργο, τόσο παράξενο. Και μπλοκάρεις σε κάθε ευκαιρία τις μικρές ηλεκτρικές εκκενώσεις της σκέψης που μπορούν να σε οδηγήσουν στην παραδοχή. "Ναι, έχω έναν εθισμό". Τρομακτικό ε;
Πάντα το θεωρούσα αξιοθαύμαστο και αξιολύπητο τον τρόπο που ο καθένας μας φτιάχνει με μεγάλη προσοχή και ιδιαίτερη λεπτομέρεια ως και δεξιοτεχνία το προσωπικό του κλουβί και μπαίνει μέσα. Γίνεται μάλιστα με τόση ένταση και σφοδρότητα που θα έλεγε κανείς πως μοιάζει με ανάγκη σχεδόν βιοτική. Χωρατό βέβαια από τα λίγα το ότι αυτές οι σχεδόν βιοτικές ανάγκες στερούν τη ζωή. Το καλό είναι ότι κάποιες φορές τα κλουβάκια είναι ήδη φτιαγμένα από άλλους. Από την πεποίθηση μάλιστα και τη σιγουριά ότι ξεφεύγεις από άλλα πιο φανερά, σου διαφεύγει η μπλόφα και πέφτεις κατευθείαν μέσα τους. Φτιαγμένα με τόσο ωραία και έντομα χρώματα για να προσελκύουν όλο και μεγαλύτερο πλήθος ανθρώπων και έτσι μπορεί ο καθένας μας να μπει σε ένα κλουβάκι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του. Με τέτοιον τρόπο δεν χρειάζεται καν να προσπαθήσεις και να κουραστείς στην κατασκευή. Είναι άλλωστε τόσο εύκολο. Μπαίνεις και κλείνεις την πόρτα πίσω σου. Ασφάλεια και χαρά. 

Κυριακή 31 Αυγούστου 2014

Ανα θώρηση

είπα να κάνω δύο βήματα πίσω
σήμερα
μέρα που είναι
είπα να κάνω δύο βήματα πίσω
να σταματήσω
για λίγο
να τρέχω
είπα να κάνω δύο βήματα πίσω
να αντιμετωπίσω
να ενδώσω
είπα να κάνω δύο βήματα πίσω
γιατί σκέφτομαι πως
δε θα μπορέσω αλλιώς
να προχωρήσω εμπρός

Παρασκευή 29 Αυγούστου 2014

Σύγχυση

Σύγχυση με τις γωνίες.
Γωνίες του προσώπου.
Οπτικές γωνίες.
Μια γωνία κρυφή και σκοτεινή.
Γωνιές στις γειτονιές της γης.
Γωνίες μέσα στους κύκλους.
Οι γωνίες του χαμόγελου.
Οι γωνίες των ματιών.
Δυο γωνίες τα χείλη.
Αγωνιώδεις προσπάθειες.
Γονατιστοί σε μια άγονη εποχή.
Αγωνία.

Κυριακή 10 Αυγούστου 2014

Δίψα

Εδώ που είσαι έχεις υπάρξει ξανά
και θα βρεθείς πολλές φορές ακόμα.
Εδώ που είσαι τρέχουν δροσερά νερά
που δεν φτάνουν το διψασμένο χώμα.

Μοναξιά

Μια ψυχούλα μονάχη της
κουλουριάσμένη 
σε ένα παπούτσι.
Μια άλλη ψυχούλα μονάχη της
κάθεται και την κοιτάζει 
από μακριά.


Τρίτη 5 Αυγούστου 2014

Ίκαρε

Ίκαρε μην πετάς πολύ ψηλά.
Τι θες και κυνηγάς τον ήλιο να αγγίξεις.
Όσο και να προσπαθείς τα χέρια σου θα κάψεις.
Να μείνουμε μαζί εδώ στη γη.
Στης τύχης τις πικρές αναμνήσεις.
Ίκαρε μην απομακρύνεσαι.
Δικά σου φτερά ποτέ δεν είχες.
Μην κάνεις τα αδύνατα δυνατά.
Δεν είναι ώρα τώρα για πετάγματα.
Ίκαρε μην πετάς ψηλά.
Ο ήλιος είναι μοναξιά.
Αν μέσα του πολύ θα μπεις.
Τον δρόμο να γυρίσεις δύσκολα θα βρεις.

Είδομεν

Με διέσχισε μια κραυγή 
που έκοψε στα δύο το νου μου
και τη νύχτα.
Ευθύς χτύπησα στα σπιτάκια 
των νεκρών να δω αν τρόμαξαν.
Ευτυχώς δεν φοβήθηκαν.
Καλού κακού όμως εγώ άφησα 
κάτι αναμμένο. 
Πιο δίπλα, οι σκηνές των ζωντανών 
στέκονται πάνω σε κινούμενη άμμο.
Τα παραθύρια τους τρίζουν 
και τα κέρινα ομοιώματα σιγολιώνουν.
Μια σκιά τρεμοπαίζει πίσω από τη σιγή
που ακολουθεί.
Όλοι αναμένουν την ώρα
που οι μάσκες θα πέσουν.
Ποιο θα είναι το κύκνειο άσμα ενός
καλοκαιριού.
Κανείς δεν ξέρει, κανείς δεν μπορεί
να φανταστεί. 
Πώς μπορείς να προσφέρεις αυτό 
που τόσο λίγο ξέρεις 
και τόσα χρόνια αγαπάς.
Βγαίνεις στιγμές από το σώμα σου 

και κοιτάζεις με απορία τι ακριβώς 
είναι αυτό που άφησες πίσω.
Τα πουλιά της νύχτας ξυπνάνε.
Κι εμείς επιτέλους βλέπουμε. 

 
 

Δευτέρα 4 Αυγούστου 2014

Κι ύστερα σιωπή

Οι αναμνήσεις φώτα που τρεμοπαίζουν στη γνωστή συχνότητα.
Οι νυχτερίδες σε κάθε ευκαιρία μασουλάνε τα ίδια τους τα πόδια.
Ο ταβερνιάρης αγέλαστος φέρνει τις κανάτες με το κρασί.
Οι θαμώνες απελπισμένοι ψάχνουν κάτι που δεν είναι εκεί. 
Αρνήθηκε ο κυρ Σπύρος να πληρώσει το λογαριασμό.
Έγινε σαματάς μεγάλος και ήρθε το αστυνομικό.
Ψάξανε στις τσέπες του να δούνε τι θα βρουν.
Βρήκανε δυο σπίρτα, ένα φυτίλι και ένα κλωνάρι βασιλικό.
Τα σπίρτα τα βρήκε πεταμένα στο δρόμο μια μέρα 
προσπαθώντας στα τέσσερα να πάει στη δουλειά πιο πέρα.
Το φυτίλι το πήρε από μιας εικόνας θαυματουργής λέει το καντήλι,
για να νιώθει ότι έχει ένα θαύμα μαζί του πάντα όταν το χρειαστεί.
Το κλωνάρι με ένα χαμόγελο μαζί, του το χάρισε ένα πρωινό η Αυγή.
Του είχε δώσει ακόμα, για να τον φυλάει, μέσα σε ένα μαντήλι
στα κρυφά, μια τούφα από τα χρυσά της τα μαλλιά. 
Τον γυρίσανε ανάποδα και όσο καλά και αν τα είχε κρύψει
δεν την γλίτωσε, το μικρό του θησαυρό κάποιος να ανακαλύψει.
Του πήραν το φυτίλι γιατί το θαύμα ήταν ξένο και δεν του άνηκε.
Πήραν και το κλωνάρι για να το βάλει ένας κομψός θαμώνας στο πέτο.
Του πήραν τα χρυσά μαλλιά, φανερά για τον αγώνα του χρέους που δεν 
εχάθει.Τα υπόλοιπα τα κράτησαν δικά τους για να μην πάνε στράφι.
Του άφησαν μόνο τα σπίρτα. Αλλά χωρίς το σπιρτόκουτο. Εκείνο
το έδωσε ο ίδιος σε ένα ποντικό που ήθελε κάπου να φωλιάσει.
Τα δύο σπίρτα ήταν δύο επιπλέον ξύλινα δαχτυλάκια.
Έκατσε στην άκρη ενός πεζοδρομίου λίγο να αγαλλιάσει.
Τα κοιτούσε, τα κοιτούσε, τα κοιτούσε και απορούσε.
Τα βράδια έμπαινε στα σπίτια των ανθρώπων που κοιμούνται,
άλλαζε χρώματα στους τοίχους και έπειτα γυρνούσε
και τα κοιτούσε, τα κοιτούσε μήπως και κατά τύχη μια μέρα 
φυτιλιάσουν από μόνα τους, σαν από θαύμα και μυρίσουν βασιλικό.  


Κυριακή 3 Αυγούστου 2014

Εις ένα σώμα

Οι μούσες του καλοκαιριού 
συναντήθηκαν προχτές 
στην αυλή μου 
κι έστησαν χορό τρελό 
και ανάλαφρο 
πάνω στα ανοιγμένα 
πέταλα ενός λουλουδιού. 
Κι είπαν πόσα είπαν, 
αχ και πόσα τραγούδησαν.

Ωδή στο λατρεμένο κορμί του ήλιου
που τα σίδερα θέλησαν να το λυγίσουν
μα εκείνο εξαίσιο και φωτεινό 
τα έλιωσε και τα ξέρασε σα λάβα.
Απέμεινε ύστερα να φωτάει 
ήρεμο και δυνατό
αγναντεύοντας τη γη από ψηλά.

Ωδή στο πανώραιο κορμί της σελήνης 
που δε μεγάλωσε ποτέ
και έμεινε έτσι παιδικό 
παρά τις καταιγίδες του χρόνου
που πέσαν πάνω του με μανία. 
Απέμεινε παιδικά να περπατάει
και σταματήμό να μην έχει
όλες τις νύχτες πάνω στη γη.

Ωδή μοναδική
στο μοίρασμα του κόσμου.
Ένα στο κορμί του ήλιου,
ένα στο κορμί της σελήνης.
Στα δυο μιας μπάλας δροσερής 
που κάθε που γυρνάει
τους ενώνει και τους λυτρώνει. 

Ωδή ξεχωριστή
σε δυο αιθέρια κορμιά 
που γήινα ενώνονται.

Σάββατο 2 Αυγούστου 2014

Παράθυρο του κόσμου

Έχασες την πατρίδα που σε φάσκιωσε.
Έκλεισαν την πόρτα από τα καταφύγια.
Σου στέρησαν τις χρυσές ανεμώνες. 
Μα άθελα τους καίγοντας τις ρίζες σου,
πήραν τα δάκρυα μακριά από τις πέτρες
και άστατα απελευθέρωσαν 
την πουπουλένια σου ψυχομορφή.

Τώρα σε κάθε σεργιάνι υποκλίνεσαι.
Κάθε τόπος γίνεται τόπος σου
και έχεις πατρίδες αμέτρητες.
Ολόγυμνα τα πόδια που αρμενίζουν
σε ένα μπαλκόνι δίχως ντροπή.
Ξέγνοιαστοι χτύποι καρδιάς.
Με θέα κάθε φορά ένα διαφορετικό 
παράθυρο του κόσμου.

Πέμπτη 31 Ιουλίου 2014

Χώμα απατηλό

Πρωί. Εκεί, ήσυχη, σιωπηλή.
Ακίνητη σαν τα δέντρα. 
Μέσα στο μυαλό της. 
Δεν φυσούσε καν.
Αλλά οι κλέφτες 
πετούσαν ολόγυρα. 

Kαθόταν στην άκρη του ποταμού.
Άκουγε γυναίκες να κλαίνε. 
Πετούσε πέτρες στο νερό. 
Οι σταγόνες ανασηκώνονταν.
Άγγιζαν το πρόσωπο της. 

Ο καθρέφτης της φύσης 
έκανε να φαίνεται πως κλαίει. 
Μα δεν έκλαιγε. Απλά καθόταν. 
Πετούσε πέτρες στο νερό. 
Κι αναρωτιόταν 
ως που θα φτάσουν.

Θα τις παρασύρει ο ποταμός;
Στην αγκαλιά του;
Κι είναι μεσημέρι. 
Ντάλα ο ήλιος. Μα κόβουν 
τη ζέστη τα πλατάνια. 
Τα νερά του ποταμού 
μοιάζουν να κυνηγιόνται.
Πόσα παιχνίδια ξέρουν. 
Πιο πολλά και από τα παιδιά. 
Ανύποτη χαρά, αέναα κυνηγητά. 

Το βράδυ όμως βγάζει ψύχρα. 
Τα νερά δεν έχουν πια χρώμα.
Μουσκεύουν τα μαλλιά. Υγρασία.
Το δέρμα της παγωμένο. 
Προσπαθεί να βρει μέσα της 
ζεστασιά για να κρατηθεί. 
Φως κανένα. 
Τα μάτια προσαρμόζονται 
στο σκοτάδι.
Νυχτόβια που λαμπυρίζουν. 

Θέλησε να κάνει μια βουτιά. 
Μα πως. Όλο το σκεφτόταν.
Μα δεν ήξερε πως. 
Ξαπλώνει λίγο στην όχθη 
να σκεφτεί. 
Πέτρες σκαλίζουν την πλάτη της.
Και ανάμεσα το χώμα απατηλό. 

Ξεχωρίζει ένα κομμάτι ουρανού.
Πέρα από τα πλατανόφυλλα.
Το αποφασίζει.
Παίρνει φόρα και κάνει 
μια βουτιά στον ουρανό. 
Αστέρια γίνονται τα μαλλιά της.
Και από Καλλιστώ σε Άρκτο
αλλάζει το όνομα της.




Σάββατο 26 Ιουλίου 2014

Αποφάσεις

Παραπεταμένοι μου,
ελάτε να πετάξουμε μαζί, ανάμεσα στις κλειστές πόρτες
και τα σφραγισμένα παράθυρα. 

Παραπεταμένοι μου,
ελάτε να οργώσουμε τα χωράφια της λύπης και της μοναξιάς
να βγάλουμε καρπούς σπάνιους και περιζήτητους.

Παραπεταμένοι μου,
ελάτε να βγούμε έξω στους δρόμους, να ψάξουμε, να μάθουμε
για ποιο λόγο μας (παρά)πέταξαν εδώ.
 
Παραπεταμένοι μου, 
ίσως το μόνο τραγούδι που μας ταιριάζει να είναι 
εκείνο του ανέμου που δέρνεται. 

Παραπεταμένοι μου,
δεν ξέρω να σας οδηγώ και ελπίζω να μην ξέρετε ούτε εσείς, 
η πυξίδα μας είναι χρόνια τώρα χαλασμένη.

Παραπεταμένοι μου, 
σωπάστε, μη σωπαίνετε
γελάστε, μη γελάτε
κλάψτε, μην κλαίτε
πετάξτε, μην πετάτε
ζήστε, μη ζείτε
αγαπήστε, μην αγαπάτε
φοβηθείτε, μη φοβάστε
αρκεστείτε, μην αρκείστε.

Θα σας περιμένω κάτω από ενα δέντρο στη μέση του αχανούς.
Μπορείτε να καβαλήσετε ένα ψέμα και να έρθετε. Η να μην ερθείτε.
Η απόφαση άλλωστε ήταν πάντα δική σας.

Τρίτη 15 Ιουλίου 2014

Μικρός στη θάλασσα

Έπεσαν τα φύλλα της καρυδιάς στα μάτια 
και δεν μπορούσε να δει καλά.
Άκουγε ήχους πίσω από ένα πηγάδι 
θαμμένο με στιγμές
και χαλάρωνε σε μια βάρκα 
με ρετσίνι και ηλίανθους που φύτρωσαν 
δίπλα στο κατάρτι που έσπασε χτες. 

Αλάφιασαν οι βράχοι 
και τα πουλιά έκατσαν γύρω τους 
να τους καθησυχάσουν. 
Τους παρηγορούν δωρίζοντας φτερά 
και ανάσες που μπλέκονται
από το ένα στόμα στο άλλο. 

Όταν οι βράχοι κλαίνε, 
τα δάκρυα τους τα σκουπίζει η θάλασσα. 
Όταν οι βράχοι σπάνε, 
τους παίρνει στην απέραντη αγκαλιά της 
και τους νανουρίζει με αέρηδες 
πότε απαλούς και πότε τρανταχτούς. 

Κι έτσι αυτοί κοιμούνται 
σαν πεταμένες ασπίδες γιγάντων
κομματιασμένοι και ελεύθεροι,
κοιτάζοντας το είδωλο τους στον ουρανό.
Κι όλο αναρωτιούνται αν θα φυσήξει ποτέ
αρκετά δυνατά για να τον φτάσουν. 

Πέρασαν έτσι καιροί μιλώντας με το άραγες,
ώσπου φάνηκε κάποτε στην όχθη ένα μικρό παιδί.
Ξέγνοιαστο και γελαστό, πήρε μια πέτρα, 
τη φίλησε και την πέταξε στη θάλασσα. 

Η πέτρα άγγιξε γρήγορα τον ουρανό, 
βούτηξε αργά στο νερό 
και στάθηκε στα πόδια ενός ψαριού. 
Εκεί ακριβώς, κείτονταν αλυσοδεμένο ένα όνειρο
που είχε ξεχάσει να περπατάει στη στεριά.

Άθελα της το απελευθέρωσε και έπειτα όλοι 
τη θαύμασαν και θέλησαν να την ονομάσουν θεό.
Εκείνη όμως δεν θέλησε 
γιατί ήταν τα λατρεμένα χέρια του παιδιού 
που την είχαν φέρει ως εκεί. 

Και εκείνο το παιδί. 
Έμεινε και γελούσε στον ήλιο.
Μικρός στη θάλασσα. 
Ανάμεσα στην ψυχή και στο βουνό.

Παρασκευή 27 Ιουνίου 2014

Σταγόνες

- Και για πες μου. Μπορούν να αλλάξουν οι άνθρωποι;
- Είναι πολύ λίγοι αυτοί που τελικά τα καταφέρνουν.

   Άνθρωποι. Ράτσα σπάνια και στυγερή. Ποιος μα ποιος πες μου σε ξεγέλασε πάλι; Ποια αδικία σου θέρισε τα αυτιά; Ο αχός ο ζοφερός τη δική σου ιαχή δεν φτάνει. Είναι η αδικία σαν πανι τεντωμένο που το κρατούν τρεμάμενα χέρια. Εκεί πάνω πέφτουμε όταν γλιστράμε και τυλιγόμαστε με το κουκούλι. Εδώ όμως μετάξι δε βγαίνει. Εδώ μόνο το παραγγέλνουνε πια. Δεν γίνεται αλλιώς. Άνθρωποι. Ράτσα τέτοια με μύριες εκδορές στα πέλματα της. Δεν χωρούν ούτε κάτω από τις γέφυρες να κρυφτούν οι ψευδαισθήσεις. Στην πιο κρίσιμη στιγμή που θα αναγκαστείς να κρατήσεις τα μάτια σου ανοιχτά, μην ξεχάσεις. Το στόμα σου να κλείσεις με ροδοπέταλα για να έρθουν της ξενιτιάς οι έρμοι, να τα μαζέψουν ένα ένα και ως υπέρτατο φόρο τιμής να τα καταπιούν. Μήπως και έτσι ζήσει η Αλίκη με το πιθάρι σε ένα σπίτι παγερό που η θάλασσα θα πάρει και το ψάρι θα γνέφει μόνο του της λησμονιάς το νυφικό. Κι αν γίνουμε σταγόνες; Θα μάθουμε τότε να ζούμε στον ωκεανό.

Σάββατο 14 Ιουνίου 2014

Αθροί ζωντας

   Τα επίπεδα της γνώσης ανισοπεδώνουν κάθε προσπάθεια ενός άστυφου ανθρώπου να γυρίσει το κεφάλι πίσω από τον ώμο και να διαλέξει αν η ζωή που θα δει μετριέται ποιοτικά ή ποσοτικά. Το καλό με την ποσότητα είναι ότι μετριέται εύκολα. Το κακό είναι ότι ακόμα και αν μετρηθεί ποτέ δεν είναι αρκετή. Από την άλλη, το καλό με την ποιότητα είναι η επίδραση που αφήνει στους πιο ντροπαλούς νευρώνες που γλυκοκοιτάζουν κρυφά κάτι που τους αρέσει. Το κακό της είναι πως δεν μετριέται. 

   Η ανάγκη ποσοτικοποίησης ή ποιοτικοποίησης της ζωής δεν έχει απαραίτητα νικητές. Το κάκιστο ή ελπιδοφόρα ευτυχές, με την ίδια την προσπάθεια μέτρησης της ζωής, είναι η καταδίκη της να μη μετριέται. Η ζωή δεν μετριέται. Όταν πέφτω το βράδυ για ύπνο, δε σκέφτομαι πόση ζωή έζησα. Ίσως και να έπρεπε να το δοκιμάσω αλλά το ξεχνάω. Έτσι, κατάλαβα ότι εκ των υστέρων, η ζωή πάντα θα αθροίζεται στο ένα. Στο τώρα μια στιγμής, ένα δευτερόλεπτου, ένος αιώνα ή σε μια ανάσα του τότε και του ποτέ.

   Σε ένα βράδυ αυπνίας ακόμα, προσπάθησα να μετρήσω τη γνώση για να αποκοιμηθώ. Έβαλα σε φακέλους με ξεχωριστά χρώματα κάθετι που είχα μάθει από όταν τα μάτια μου αντίκρυσαν τη ζωή. Δεν υπήρχαν αρκετά χρώματα, σκέφτηκα. Το ορατό φάσμα δεν μου φτάνει. Μα δεν είχα και άλλη επιλογή. Ξεκίνησα να τα αθροίζω. Γνώση πρώτη, γνώση δεύτερη, γνώση τρίτη. Mέχρι που έφτασα σε έναν αριθμό τρομακτικά μεγάλο αλλά ταυτόχρονα μετρήσιμο και έτσι ποσοτικοποίησα όλα όσα ήξερα. 

   Αυτό ωστόσο δεν με ικανοποιούσε. Αυτός ο αριθμός δεν μου έλεγε αυτό που ήθελα να ξέρω. Έτσι, απέμεινε η ποιότητα. Να χωρίσω τις γνώσεις ανάλογα με τον τρόπο που συγκρούονται σε ένα δωμάτιο μια μέρα που δεν ήξερα και δεν θυμόμουν τίποτα. Τα χρώματα αυτή τη φορά ήταν αρκετά. Αλλά όχι όμως διακριτά. Ανακατεύονταν το ένα μέσα στο άλλο. Η ποιότητα τελικά μετρήθηκε με το πόσα πραγματικά πράγματα χρειαζόμουν να γνωρίζω για να ζήσω. Φοβήθηκα, γιατί ήταν τρομακτικά λίγα και ίσως αυτό να είναι ένδειξη ότι κάτι δεν πάει καλά με τον τρόπο που ανακατεύονται τα χρώματα μέσα μου. Κάπως έτσι υποψιάστηκα ότι χρώματα της γνώσης, λόγω της φύσης τους, δεν έχουν παρά να αθροίζονται στο μαύρο. 

"I'm in my finest hour.
Can I be more than just a fool."

Τετάρτη 11 Ιουνίου 2014

Η ελπίδα του ατέλειωτου καημού

Κάθε χρόνο στο ίδιο σημείο, έκαιγε η ίδια φωτιά από τα αποκαΐδια διαφορετικών σκέψεων. Κάθε χρόνο στο ίδιο σημείο, η μάνα τάιζε τα παιδιά και τα κρατούσε σφιχτά από το χέρι μην της φύγουν και ξεμακρύνουν. Κάθε χρόνο στο ίδιο σημείο, απαντούσε ο αδερφός αδέρφια από άλλες εποχές, άλλους πατεράδες μα μάνα την ίδια. 

Έπαιρνε η νύχτα φωτιά και σπινθηροβολούσαν τα ασημένια της μαλλιά στον αέρα και ο κόσμος ήταν κάθε μέρα στο ίδιο σημείο και αποχαιρετούσε το ρημαδιό. Κρατούσε στα χείλια την ανάσα ενός δράκου και στα πόδια του μέσα έκρυβε ένα ξυράφι για τις μέρες εκείνες που θα χρειαστεί να κόψει το φόρεμα των αντιλήψεων στα δύο και να χορέψει μαζί τους γυμνός.

Κάθε χρόνο στο ίδιο σημείο, ανέπνεαν κρίνα και χαιρετούσαν κρυφά στα σκαλιά την Μαρία, γνωστή και ως ελπίδα του ατέλειωτου καημού, που κρυβόταν πίσω από τις χιλιοτρυπημένες σανίδες της καλύβας, με τις πρόκες που προεξείχαν ακόμα. Και έλεγες, αυτά εδώ δεν είναι αγκάθια που τα ακουμπάς γιατί μέσα τους παραμονεύει η πίκρα, και όποιος τολμηρός τα αγγίξει, θα πάρει πάνω του την τύχη μιας πεταλούδας που θα τον οδηγήσει σε σπηλιές και κατακόμβες. 

Κι όποιος κρύβεται, ύπουλος πάντα δεν είναι. Αλλά για τα λεγόμενα του τρελού αυτού κόσμου και η σαύρα ακόμα, που κυλιέται στο χώμα, δισυπόστατη έννοια έχει, γιατί όταν γυρίσει ανάσκελα θα δεις την κόκκινη κοιλιά της και τότε τρέχα να κρυφτείς από κινδύνους που κρύβονται μέσα σε καλύβες, γκρεμισμένες σκεπές και άδειες καρδιές. 

*
Κανείς δεν το ήθελε περισσότερο από εσένα εκείνη τη στιγμή να αγγίξει το γυμνό κορμί της αβύσσου και να φυτέψει πάνω του την πράσινη μιλιά του. Κανείς κανείς κανείς ποτέ δεν ξέρει. Κανείς ποτέ δεν θα μάθει ότι οι στιγμές που βράζει το καζάνι είναι οι λιγότερο τρομακτικές γιατί τουλάχιστον εκεί ξέρεις ότι υπάρχει φωτιά. Φαντάσου να μην υπήρχε η ηλιαχτίδα στα μάτια σου. Τότε θα είχαμε χαθεί πραγματικά και θα περιπλανιόμασταν σε κόσμους ξένους κι ας ήμασταν ακόμα στο μέρος που σιωπηλά γεννηθήκαμε. 

Εγώ όμως σε γέννησα μια βραδιά με σύννεφα που κελαηδούσαν τα αστέρια, για αυτό και τώρα βλέπω κάθε φορά στα μάτια σου τα δικά τους. Και το κρύο δεν σε αγγίζει γιατί μέσα σου φλέγεσαι και ποτίζεις τη δίψα όλων των πεθαμένων. Και εκείνοι σε ευχαριστούν και καρδιοχτυπούν ξανά για την αγάπη που φέγγει στο κάλεσμα σου. 

Άνοιξε το ντουλάπι της εύθυμης μελωδίας, να βγει έξω λίγο φως και αγκάλιασέ το με τρόπο που να το έχεις για πάντα εκεί μα που την ίδια ώρα να είναι ελεύθερο να φεύγει και όταν λείπει να κοιτάς στην αγκαλιά σου και να είναι ακόμα εκεί. Έτσι κάνει η μάνα. Κάνε και εσύ το παιδί και έλα κοντά μου να κάτσουμε, ιστορίες να πούμε και όταν πια η δίψα τη νύχτα μονομιάς θα ασβεστώσει, έλα αγκαλιασμένοι σαν τα φύλλα της λεμονιάς να κοιμηθούμε.

Τετάρτη 4 Ιουνίου 2014

Ο χωματένιος άντρας

Δεν ξέρω αν αυτό που βουίζει είναι σειρήνες ή το κεφάλι μου. Ακούγονται όλα θολά σε αυτή την άχαρη πλάση. Δύσκολο να ξεθωριάσουν τα παράσιτα. Δύσκολο να ακούσω την καρδιά μου. Οι σειρήνες φωνάζουν πιο δυνατά. Σε ένα όνειρο, είδα έναν χωματένιο άντρα να πλησιάζει προς το μέρος μου. Το σώμα του κουβαλούσε την καταγωγή του. Έμοιαζε να γεννήθηκε ακριβώς εκείνη τη στιγμή. Σα τώρα δα, νεογνός βγήκε από το έδαφος κι όταν στάθηκε στα πόδια αντρειωμένος, με κοίταξε ίσια κατά-ισια στα μάτια. Δεν ήξερε την ιστορία μου. Μα ήξερε εμένα. Εγώ πάλι ήξερα τη δικιά του. Την είδα να εξελίσσεται σε μια μέρα μόνο. Τότε που παράφορες εικόνες κούνησαν το κρεβάτι μου και άμορφες σκέψεις έγιναν μαξιλάρι μου. Κι από τότε, χώρισαν οι αιώνες μισό-μισό το χρόνο και μοίρασαν το ένα κομμάτι του σε μένα. Αλλά εμένα, απρόσεκτη όπως είμαι, μου έπεσε και έσπασε και έγινε κομμάτια πολλά. Χαμένη από τότε, με βουητά στο κεφάλι ψάχνω να ενώσω τα σπασμένα κομμάτια που σπάρθηκαν στο έδαφος. Εκείνα όμως, όσο εγώ κοιμόμουν, ποτίστηκαν από τη βροχή. Και τώρα, άξαφνα μπροστά μου, ανύψωσαν και έδωσαν πνοή, σε έναν μυστηριώδη άντρα φτιαγμένο από χώματα και χρόνο.

Τρίτη 3 Ιουνίου 2014

Κηλίδες

Ανοίξανε τα μάτια οι θάλασσες.
Και μπήκανε μέσα πουλιά ξενιτεμένα.
Ποιος να ξέρει. Από που ήρθαν. 
Και γιατί βρίσκονται εκεί οι κόκκινες 
κηλίδες. Κάποιος θα ξέρει.Όποιος και αν
είσαι μίλα. Γνέψε μου με τρόπο να σε 

καταλάβω. Ακολούθα τα χνάρια μου
και έλα. Το μυστικό να μοιραστείς.

Παρασκευή 23 Μαΐου 2014

Δίχως όρια

Μορφή που βγήκε από κάποια γωνιά 
της κρυμμένης μου ψυχής και έφτασε 
σε μια πλατεία ακόμα προκειμένου 
να συνειδητοποιήσει το πραγματικό. 

Μορφή που πίσω από τα χρώματα,
τα σταχένια πλημμυρίζει σε ένα 
χωμάτινο λόφο μέσα στα απέραντα 
γαλάζια λιβάδια.

Μορφή που η όψη της ξεχωρίζει 
με τη σκέψη και την γλυκύτητα των 
περασμένων ζωών που η σιγουριά 
τους ξεχειλίζει σαν ένστικτο. 

Μορφή που σέρνει το κάρο του φωτός 
και το μοιράζει στους διψασμένους 
χωρικούς, λεύτερα και αβίαστα 
σαν την πεμπτουσία της.

Μορφή που η άνοιξη την κουβαλάει 
στους ώμους και την ακολουθούν 
μαγεμένα τα χελιδόνια έξω από 
τις ετοιμόρροπες φωλιές τους. 

Υπάρχουν μορφές που η λογική 
δεν είναι ποτέ αρκετή, δε φτουράει 
για να τις περιγράψει. 

Υποκλίνεται και αυτή στο μεγαλείο. 
Αφήνει τις ώρες να περνούν στην 
ασφάλεια μιας κρυστάλλινης φωτιάς. 

Υπάρχουν μορφές ανθρώπινες. Υπάρχουν 
άνθρωποι που δεν τους καθορίζει 
η ανθρώπινη μορφή τους. 

Εκτείνονται απεριόριστα και φεγγοβολούν 
το δίχως άλλο. Υπάρχουν άνθρωποι 
που αγκαλιάζουν με τα μάτια σε 
εποχές που όλοι τα κρατούν δεμένα.

Πέμπτη 22 Μαΐου 2014

Αλησμόνητο

Υπήρξαν ζωές πίσω από τις ζωές.
Ξέρω να το νιώθω και ας μην το εξηγώ. 
Πόσα να πώ. Πόσα να δω. 
Ιστορίες από μια ζωή μόνο και δεν χωρούν 
και αυτές σε τόσο περιορισμένο χρόνο. 

Να ξέρεις τόσα πολλά και να μην σου ανήκουν. 
Στιγμές για να πεις αυτά που δεν χρειάζεται να ξέρεις.
Μα δεν είναι ούτε κρίμα ούτε άδικο. 
Είναι ευτυχία γιατί ευτυχία μόνο μπορεί να είναι 
μια τόσο ανάλαφρη ομορφιά. 

Διάβασε και ξαναδιάβασε τα λόγια. 
Μάθε τις ιστορίες για να τις πεις. 
Μην τις ξεχάσεις. Ανήσυχες πολιτείες. 
Σταθμοί σαν την πιο πράσινη όαση. 
Σταθμοί άγκυρες στις παρυφές μιας ζωής φευγάτης. 

Μίλησε σαν να μην πέρασαν τα εκατομμύρια χρόνια. 
Σαν να δέθηκαν όλα με ένα στάχυ. 
Δεν είναι μόνο η σιωπή που απελευθερώνει. 
Διάβασε και γράψε τα λόγια. Λίγα ακόμα για να θυμηθείς. 
Σαν στάχυ αλησμόνητο στην ερημιά της λογικής.

Κυριακή 18 Μαΐου 2014

Η συντροφιά του αηδονιού

Ανήκουστα. 
Ανήκουστα πράγματα αυτά παιδιά μου.
Πού ακούστηκε, μάτια ν' ακουν 
τη μαύρη νύχτα μες στη νυχτιά μου.

Τι θέλει τώρα και αυτός ο χαλασμός. 
Ρημαγμένος, ξεμαλλιασμένος και άλαλος.
Άλλη δουλειά δεν είχε, μια μέρα σαν και τούτη
Πώς του ρθε να γυρνάει, δώθε και εκείθε,
ψάχνοντας ολούθε με τα κλειστά του μάτια 
πόρτες στολισμένες να βρει να χτυπήσει. 

Πού πας λοιπόν ξένε; Και από που έρχεσαι; 
Αν ήξερες και εσύ για που γυρνάς,
θα σταματούσες πια να γυρίζεις;
Ή θα συνέχιζες με τα μάτια σου κλειστά;

Αλλά να. Είναι που πρέπει κάθε βήμα,
να ακολουθήσει το επόμενο με τη σωστή σειρά,
για να φτάσεις στην ώρα σου στο σπίτι. Εκεί 
που ανέκαθεν τα γαρύφαλλα ήταν λευκά και 
κάνανε παρέα με τα γεράνια του κλειστού ουρανού. 

Οι μέρες -να το ξέρεις- είναι νύχτες μεταμφιεσμένες 
που κρύβονται κάτω από το χαλάκι της εξώπορτας. 
Κανείς δεν μπόρεσε ποτέ τη μάσκα τους να βγάλει, 
γι αυτό γυρνούν ακούραστες, σε εξαίσιο καρναβάλι. 

Μην τις ακούς. Μην τους ακούς. Σειρήνες και λιακάδες
Είναι τα μέρη πολύπαθα και τ' οδυρμού οι μανάδες. 
Μόνο στάσου, μια στιγμή τα μάτια σου να ορίσω. 
Προτού σε βρουν. Προτού σου πουν. Τη θωριά σου,
σε τοίχους στεριανούς θέλω να ζωγραφίσω. 

Κι ας σε ψάχνουν. Κι ας σε ζητούν οι άχαροι οι νέοι. 
Η συντροφιά του αηδονιού η φλόγα σου που καίει.
Περιπλανήσου όσο θες, κι εσύ με τη σκιά σου. 
Θα ρθουν και μέρες βροχερές. Μα θα 'χω τη μιλιά σου. 

Έφυγε νύχτα ο γέροντας. Φεύγει, γυρίζει πάλι. 
Μες στις αυλές σαν το παιδί, χτυπά την πέτρα 
που εμάζεψε μια κρύα μέρα απ' το ακρογιάλι. 
Χτυπά να ρθουν οι πειρατές να τον καλωσορίσουν. 
Χτυπά να ρθουν οι εποχές να τον φιλοξενήσουν. 

Μα ο κόσμος είναι άδικος και αρχή του πάντα είναι. 
Να μη γελούν οι αμυγδαλιές. Κι αν θες να δέσεις, λύνε. 
Και τι είναι τούτες οι φωνές, απόκοσμες σαν ήχου ζάρι.
Να είναι ο γέρος που πονά ή με γελούν οι γλάροι;

Εδώ δεν είναι θάλασσα, δεν είναι περιβόλι. 
Είναι φραγμένοι ουρανοί, ψυχής μικρής και ρόλοι.
Σκηνές απέραντες, φτηνές και ήλιος παραπέρα.
Ανήκουστες, άναρθρες κραυγές κι απόψε στον αγέρα.

Εδώ θα ρθει η θύμηση λευκή σαν περιστέρι,
τον κόσμο τον ανήσυχο να πάρει απ' το χέρι.
Εδώ καρδιά, εδώ ψυχή, εδώ και άλλες μοίρες. 
Εδώ στον τοίχο των νερών, ανάβουνε σπινθήρες. 
Και ποιος να πει και ποιος γιατί.Σιωπή και παραζάλη.
Εδώ εγώ, εγώ και εκεί. Τη νύχτα φεύγω πάλι.  

Σάββατο 10 Μαΐου 2014

Ώρες ώρες

Σας ακούω να μιλάτε.
Με στόμφο ανήκουστο
και βεβαιότητα απαράμιλλη.
Για πράγματα που δυστυχώς,
άθελα μου τα κατέχω.
Θέλω να γυρίσω, να σας πώ. 
Δεν ξέρετε τι λέτε και 
μου ματώνετε την καρδιά.

Σάββατο 19 Απριλίου 2014

Μια σκέψη ελεύθερη

Αγαπημένα μου δέντρα. Σας φέρνω σήμερα εδώ μια σκέψη. 
Μια σκέψη σαν όλες τις άλλες. Μα όμως διαφορετική. 
Φτερουγάει από τα χέρια μου. Γίνεται ένα με εσάς. 
Φύλλο στα φύλλα σας. Ανθος στους ανθους σας.
Κλαδί στα κλαδιά σας. Καρπός στους καρπούς σας.

Αγαπημένα μου λουλούδια. Σας φέρνω σήμερα εδώ μια σκέψη. 
Να την δείτε και να μου πείτε. Αν για πέταλο στα πέταλα σας 
ανάμεσα, μπορείτε εσείς να τη δεχτείτε. Την αφήνω λεύτερη.
Παίρνει το χρώμα σας. Γίνεται η ρίζα που σας κρατά στη γη.
Μαζί σας θα κοιτάζει τον ήλιο μες στα μάτια, σα μαγεμένη

Αγαπημένα μου πουλιά. Τραγουδάτε, έτσι όπως μόνο εσείς ξέρετε. 
Μα κοιτάξτε τι σας έφερα εδώ. Μια σκέψη σαν όλες τις άλλες 
μα τόσο διαφορετική. Την άφηνω λεύτερη. Πέταει από κλαδί 
σε κλαδί. Τριγυρνά ανάμεσα στα λουλούδια. Μα γίνηκε πριν 
δέντρο. Έπειτα λουλούδι. Και τώρα έγινε πουλί. Ένα με όλα.

Μια σκέψη διαφορετική που ταίριαξε παντού. Σαν τον έρωτα ενός 
ψαριού με μια πεταλούδα. Σε τέτοιες σκέψεις, στρώνει η άνοιξη 
χαλί για να διαβούν. Τους φτιάχνει σπίτι, για να μπορούν πάνω 
σε αυτό, να φτιάχνουν το δικό τους τα χελιδόνια. Και τα δάκρυα, 
καμιά φορά, δεν είναι τίποτα παραπάνω από φόβος που λιώνει.

Κυριακή 13 Απριλίου 2014

Ουράνιο σχίσμα

Έσχισαν τον ουρανό στα δυο 
και ποιος θα τονε ράψει. 
Κλωστές, βελόνες ουράνιες 
σε τινός το μαγαζί να ψάξει. 

Έσχισαν τον ουρανό στα δυο 
και δε σκεπάζει πια τα σπίτια. 
Ύφασμα γαλαζιοκέντητο, ακριβό 
άφησε ανοιχτή πληγή στα στήθια. 

Έσχισαν τον ουρανό στα δυο 
και τα αστέρια ποιος θα κουβαλάει. 
Ήταν της θάλασσας γραφτό, 
τα δάχτυλά του αιώνια να ακουμπάει. 

Έσχισαν τον ουρανό στα δυο 
και ποιος τώρα τη μέρα θα στηρίξει. 
Η νύχτα αν δεν ερθεί, ποιος θα τηνε
βρει, ποιος θα την παρηγορήσει. 

Έσχισαν τον ουρανό στα δυο 
και οι λεύκες πως φοβούνται. 
Άνθρωποι, σπίτια και καρδιές 
όλα στο τίποτα αιωρούνται. 

Έσχισαν τον ουρανό στα δυο 
και ουρλιάξανε και οι σαύρες. 
Κλείσανε το κλάμα τους, το 
κουρνιαχτό μέσα σε γλάστρες μαύρες. 

Έσχισαν τον ουρανό στα δυο. 
Και μάτωσε ο τόπος.
Έσχισαν τον ουρανό στα δυο. 

Κι ούτε ντροπή δεν νιώθουν.